Του Αθανάσιου Μαντζώλα,
Το 480 π.Χ. ο βασιλιάς της Περσίας, Ξέρξης ο Α’, ετοιμάζει την περίφημη εκστρατεία του κατά της Ελλάδας, ακολουθώντας την επιθυμία του πατέρα του, Δαρείου. Γράφει ο Ηρόδοτος, ότι έχει συγκεντρώσει τον πολυάριθμο στρατό του και επαίρεται στους συμβούλους του, πως με έναν περίπατο θα κατακτήσει την Ελλάδα. Τότε ο Δημάρατος, ο πρώην βασιλιάς της Σπάρτης, επεμβαίνει και τον προτρέπει να προσέχει, γιατί οι Έλληνες, παρ’ όλες τις διαφορές τους, μπροστά στον ξένο κίνδυνο θα ενωθούν σα μια γροθιά. Και αυτό, λέει, ότι θα συμβεί για τέσσερις λόγους: για το όμαιμο, το ομόγλωσσο, το ομόθρησκο και το ομότροπο.
Έχουμε, έτσι, από τον Ηρόδοτο τον πρώτο, ιστορικά, ορισμό της ελληνικότητας, ο οποίος βασίζεται στην κοινή καταγωγή, στην κοινή γλώσσα, στην κοινή θρησκεία και στα κοινά ήθη. Από αυτόν τον ορισμό πηγάζει η εθνοκεντρική θεώρηση του έθνους, η οποία έχει ως κεντρικό σημείο το αντικειμενικό κριτήριο της βιολογικής συγγένειας, των ακατάλυτων δεσμών αίματος, που συνέχουν ένα σύνολο ανθρώπων και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα τρία στοιχεία, το μετουσιώνουν σε έθνος.
Στη δυτική Ευρώπη του 18ου και, κυρίως, του 19ου αιώνα διαμορφώθηκε, μεταξύ άλλων, μία άλλη θεωρία εκ διαμέτρου αντίθετη προς αυτή, βάσει της οποίας δύο άνθρωποι ανήκουν στο ίδιο έθνος, εάν μοιράζονται κοινό πολιτισμό και αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον ως μέλος του ίδιου έθνους. Σ’ αυτήν τη θεωρία, το βιολογικό κριτήριο αντικαθίσταται από το υποκειμενικό-βουλησιαρχικό κριτήριο, που επικεντρώνεται και δίνει έμφαση στην έκφραση της θέλησης των μελών του έθνους για κοινή ζωή. Είναι πολύ κοντά σε αυτό που λένε οι Γάλλοι, ότι αρκεί να μιλά κάποιος τέλεια Γαλλικά, για να είναι τέλειος Γάλλος. Αυτή η θεωρία, σε αντίθεση με την πρώτη, βασίζεται σε πιο χαλαρά κριτήρια και προσεγγίζει το έθνος εν ευρεία έννοια. Είναι η πιο σύγχρονη και καθότι βρίσκεται πιο κοντά στα πρότυπα της παγκοσμιοποίησης, έχει επικρατήσει έναντι των άλλων.
Είναι φανερό, πως μπροστά σ’ αυτήν την λαίλαπα, η παραδοσιακή εθνική κοινωνία έχει αρχίσει να υποχωρεί. Σε ένα παγκοσμιοποιημένο, καπιταλιστικό – κεφαλαιοκρατικό σύστημα δεν υπάρχει χώρος για εθνικές ταυτότητες. Προς την κατεύθυνση αυτή, βέβαια, κινούνται και τα ελληνικά πράγματα. Ο ατομικισμός των νεοελλήνων, η ξενομανία, η λεξιπενία, η απομάκρυνση από τη θρησκεία και την παράδοση, η υιοθέτηση μιας παγκόσμιας νοοτροπίας και κουλτούρας, σε συνδυασμό με την αθρόα μετανάστευση μαρτυρούν τη βαθιά κρίση που μετέρχεται ο ελληνισμός. Η απώλεια της αίσθησης της ιστορικής μας συνέχειας και της ενιαίας εθνικής πορείας, οδηγεί στη σταδιακή εξάλειψη της ελληνικής φυσιογνωμίας.
Δεν νομίζω, όμως, ότι είναι τόσο εύκολο να κόψουμε το νήμα. Είμαστε απόγονοι αυτών που φώτισαν τον κόσμο. Μιλάμε την ίδια γλώσσα. Κληρονομήσαμε κάτι. Έχουμε ένα βάρος. Όσο κι αν έχουμε ξεπέσει, αυτήν τη συνέχεια δεν είναι εύκολο να την αποποιηθούμε και να πούμε, ότι δε μας νοιάζει, θα είμαστε πολίτες όλου του κόσμου. Δε νοιάζει, προφανώς, τους Αμερικάνους, γιατί δεν έχουν κάτι ανάλογο. Ιστορικά, η έννοια του έθνους–της ελληνικότητας είναι πολύ ισχυρή. Το συνανήκειν κάπου, που να είναι ορατό, να νιώθεις την ταυτότητά σου, να μη χάνεις την αυτοσυνειδησία σου, φαίνεται, ότι είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη υπόσταση.
Οι Έλληνες είναι αναμφίβολα, αν όχι το γηραιότερο, από τα γηραιότερα έθνη. Μήπως, τελικά, διαγράψαμε την προκαθορισμένη πορεία μας μέσα στους αιώνες, κάναμε τον κύκλο μας και φτάσαμε στο τέλος; Η μήπως, εκεί χαμηλά που βρισκόμαστε, στο τελευταίο σκαλοπάτι, θα δώσουμε μια και θα ανέβουμε πάλι; Και εάν ο ελληνισμός, πράγματι, μετέρχεται άλλη μια περίοδο παρακμής, όπως τόσες άλλες στην ιστορία, τίθεται το εξής ερώτημα: πώς θα καταφέρει να διατηρήσει την ελληνικότητά του μέσα σε μία νέα, παγκόσμια τάξη πραγμάτων, χωρίς συγχρόνως να κλειστεί στον εαυτό του και να απομονωθεί στη γωνιά του;
Γεννήθηκε το 1999 στην Βέροια Ημαθίας. Αποφοίτησε το 2017 από το Γενικό Λύκειο Μελίκης και έκτοτε φοιτά στην Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.