Του Παύλου Πετίδη,
Τον Απρίλιο του 2018, 24 χώρες της Ε.Ε. και η Νορβηγία υπέγραψαν τη Διακήρυξη Συνεργασίας για την Τεχνητή Νοημοσύνη, με στόχο την αύξηση των επενδύσεων στην έρευνα, αλλά και στις καινοτομίες που σχετίζονται με το συγκεκριμένο πεδίο, μέχρι το τέλος του 2020. Για την περίοδο 2018 – 2020 ειδικότερα, κεφάλαια ύψους 1.5 δις ευρώ θα διατεθούν από το πρόγραμμα Horizon σε ευρύτατο φάσμα επενδυτικών ευκαιριών, ενώ 20 δις ευρώ θα προέλθουν από επενδυτικές συνέργειες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Ο στόχος είναι να επενδύονται 20 δις ευρώ ανά έτος από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και 1 δις ευρώ ανά έτος μέσω των προγραμμάτων Horizon και Ψηφιακή Ευρώπη.
Γιατί, όμως, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στον συγκεκριμένο τομέα; Είναι γεγονός ότι τα 2/3 της οικονομικής ανάπτυξης των κρατών μελών της ΕΕ συνδέονται με την ανάπτυξη του τομέα της «καινοτομίας» και της «επιχειρηματικότητας», δημιουργώντας ολοένα και μεγαλύτερες πιέσεις στους διαμορφωτές πολιτικής, για στήριξη και ενδυνάμωση του συγκεκριμένου τομέα με μέτρα αιχμής.
Στην Ελλάδα, η εφαρμογή και ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης στην οικονομία μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης, καθώς αναγνωρίζονται τα πολλαπλασιαστικά οφέλη που μπορεί να προσφέρει. Σύμφωνα μάλιστα με μελέτη της Accenture, η τεχνητή νοημοσύνη έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει το ελληνικό ΑΕΠ σε άνοδο κατά 195 δισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα 15 χρόνια. Η μελέτη μας προσφέρει ένα σημαντικό πλήθος πληροφοριών για τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης ως εργαλείο ανάπτυξης από την ελληνική κοινωνία, αλλά και τις επιχειρήσεις, προσεγγίζοντας τέσσερις διακριτούς θεματικούς άξονες: Πώς αντιλαμβάνεται η ελληνική κοινωνία την Τεχνητή Νοημοσύνη, πώς αντιλαμβάνονται οι διοικήσεις των επιχειρήσεων και οργανισμών την τεχνητή νοημοσύνη, ποιες είναι οι οικονομικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία, και ποιες είναι οι προτεινόμενες δράσεις που θα πρέπει να υλοποιήσουν οι φορείς χάραξης πολιτικής και οι επιχειρήσεις για την περαιτέρω αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης.
Ειδικότερα, ο φόβος του αγνώστου, του νέου και η αβεβαιότητα που συνεπάγεται, οδηγούν τους Έλληνες να αισθάνονται μπερδεμένοι και προβληματισμένοι, κάτι που αποτυπώνεται και στις απαντήσεις τους. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, οι πολίτες διαθέτουν μια καλή αντίληψη για το AI, με το 2% να δηλώνει πλήρη άγνοια. Ενώ το 56% (ένας στους δύο ερωτηθέντες) τονίζει ότι θα επιφέρει σημαντικά οφέλη στην κοινωνία και σε τομείς όπως η ιατρική και οι επιστήμες, εντούτοις οι Έλληνες εκφράζουν έντονη τη δυσπιστία στη χρήση εφαρμογών Τεχνητής Νοημοσύνης για τη Διαχείριση Οικονομικών (58%), την Ασφάλεια Παιδιών (58%) και την Αυτόνομη Οδήγηση (57%). Ανεξάρτητα από τις εφαρμογές, το 64% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι δε θα εμπιστεύονταν πλήρως τις τεχνολογίες ΑΙ, χωρίς τη δυνατότητα ελέγχου και παρέμβασης από ανθρώπους.
Εντύπωση, όμως, προκαλεί η αντιμετώπιση του AI από ηγετικά στελέχη επιχειρήσεων στη χώρα μας, τα οποία παραμένουν διστακτικά στο να επενδύσουν σε τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης, παρά τη δυναμική που εκδηλώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι λόγοι είναι πολλοί. Καθώς το 85% των ερωτηθέντων στελεχών αναγνωρίζει τις τεράστιες αναδυόμενες ευκαιρίες στην ανάπτυξη νέων προϊόντων, υπηρεσιών και επιχειρηματικών ιδεών, δεν παύει να προβλέπει τις θεμελιώδεις αλλαγές που θα επιφέρει η συστηματική χρήση τους. Επτά στους δέκα προβλέπουν ότι το ΑΙ θα αλλάξει τη φύση του ανταγωνισμού τα επόμενα τρία χρόνια, προκαλώντας ισχυρές μεταβολές στην αγορά, ενώ εκφράζουν την αγωνία ότι εάν η εταιρεία τους δεν αξιοποιήσει συστηματικά τις δυνατότητες που προσφέρει το ΑΙ, θα κληθεί να αντιμετωπίσει ένα ισχυρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα.
Η τάση αυτή αποτυπώνεται στις επενδυτικές κινήσεις που κάνουν οι επιχειρήσεις στη χώρα μας. Συγκεκριμένα, το 54% των στελεχών αισθάνεται ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς, θεωρώντας ότι το ΑΙ βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, οπότε προτιμά να περιμένει έως ότου ωριμάσουν οι σχετικές τεχνολογίες και συνθήκες. Ωστόσο, ελπιδοφόρο είναι το γεγονός ότι το 23% των επιχειρήσεων βρίσκεται σε αρχικά στάδια επενδύσεων επάνω στο ΑΙ, ενώ το 37% πειραματίζεται με διάφορες πιλοτικές εφαρμογές. Οι τρεις βασικότεροι λόγοι που εξηγούν την αδράνεια των επιχειρήσεων, σύμφωνα με τις απόψεις των στελεχών, είναι η έλλειψη ΑΙ δεξιοτήτων (69%), η ασυμβατότητα με τα παραδοσιακά συστήματα των επιχειρήσεων (57%), καθώς και η ποιότητα των δεδομένων (37%).
Συμπερασματικά, κρίνεται αναγκαίο να καλλιεργηθούν δίαυλοι συστηματικής επικοινωνίας και διαλόγου μεταξύ των επιχειρήσεων και των εθνικών κυβερνήσεων και ιδιαίτερα της ελληνικής κυβέρνησης, ώστε οι δισταγμοί και τα εμπόδια να αρθούν με την προσφορά των κατάλληλων εγγυήσεων και της εξισορρόπησης των συμφερόντων. Η Ελλάδα οφείλει να αγκαλιάσει τις διαφαινόμενες αλλαγές και να αποτελέσει χώρα καταλύτη στην εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης, ως όχημα ανάπτυξης και προόδου.
Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης και μεταπτυχιακός φοιτητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Οικονομικές Σπουδές. Έχει πραγματοποιήσει πρακτικές ασκήσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ενώ έχει συμμετάσχει σε πλήθος συνεδρίων και προσομοιώσεων οργάνων των Ηνωμένων Εθνών (MUN). Απασχολείται σε Ερευνητικό Κέντρο Οικονομικής Πολιτικής, Διακυβέρνησης και Ανάπτυξης (ΕΚΟΠΔΑ) του Πανεπιστημίου Αθηνών.