Της Κυριακής Θεοδοσάκη,
Τη 16η Ιουλίου 2019 ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει για το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ειδικότερα στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας, με την εκλογή της πρώην Υπουργού Αμύνης της Γερμανίας, Ursula von der Leyen, στη θέση του Προέδρου της Επιτροπής. Έχοντας αναλύσει το όραμά της ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατάφερε να συγκεντρώσει 383 ψήφους σε σύνολο 751 ευρωβουλευτών και να προκαλέσει διάφορες εικασίες, αναφορικά με την πρόοδο του πιο αμφιλεγόμενου τομέα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, την ασφάλεια και την άμυνα.
Το πεδίο αυτό, από τα πρώτα στάδια της ολοκλήρωσης, χαρακτηρίζεται άλλοτε από μια στασιμότητα και άλλοτε από μια μετριοπαθή πρόοδο, χωρίς, ωστόσο, να διαφαίνεται ξεκάθαρα η επιθυμία των κρατών-μελών για την ολοκλήρωσή του σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τα κράτη θεωρούν τον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας ζωτικό κομμάτι της εθνικής τους κυριαρχίας και έτσι αντιμετωπίζουν κάθε παραχώρηση εξουσίας σε τρίτους ως απαγορευτική. Μια σύντομη ιστορική αναδρομή και μια ανάγνωση της εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου αρκούν για να αποδείξουν την κρατική απροθυμία για υπερεθνική αμυντική συνεργασία και τις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις των κρατών-μελών, που ταλανίζουν την ολοκλήρωση της ΚΠΑΑ.
Από καταναλωτής ασφαλείας του ΝΑΤΟ στο ψυχροπολεμικό περιβάλλον, η Ευρωπαϊκή Ένωση μεταβαίνει σε μια νέα εποχή, προσπαθώντας αφενός να δώσει μια ισχυρή ώθηση στον τομέα της άμυνας και αφετέρου να εξασφαλίσει μια σχέση συνεργασίας με το ΝΑΤΟ, χωρίς όμως το τελευταίο να χάνει την πρωτοκαθεδρία του στο ζήτημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Το 2016, η Παγκόσμια Στρατηγική Ασφαλείας θα θέσει νέα θεμέλια για τις απειλές που δέχονται τα κράτη στο σύγχρονο διεθνές σύστημα και τους τρόπους διαχείρισής τους, επιβάλλοντας μια ολοκληρωμένη και συλλογική προσέγγιση. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό της Γερμανίας, η Υπουργός Αμύνης, Ursula von der Leyen, εκδίδει τη Λευκή Βίβλο για την Άμυνα του 2016, γεγονός που την αναδεικνύει στο ευρωπαϊκό προσκήνιο ως σημαντικό δρώντα για την εξέλιξη του αμυντικού εγχειρήματος.
Η ίδια υπηρέτησε στο Υπουργείο Άμυνας της Γερμανίας από το 2013 έως και το 2019, οπότε και επιλέχθηκε από τους Ευρωπαίους ηγέτες, ως πρόσωπο ευρείας αποδοχής για τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής. Γεννημένη στις Βρυξέλλες το 1958, διαθέτει μια αδιάψευστη ευρωπαϊκή συνείδηση, που αντικατοπτρίζεται στο πολιτικό της έργο. Σε στενή συνεργασία με τη Γαλλία -σταθερά υπέρμαχο ενός ευρωπαϊκού στρατού- και συχνά απέναντι στο Ηνωμένο Βασίλειο, που αντιτίθεται σε κάθε προσπάθεια κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, η ίδια αποδεικνύει πως είναι μια αληθινή ευρωπαΐστρια, που πιστεύει στο εγχείρημα που οραματίστηκαν κάποτε οι Schuman και Monnet. Έχει επανειλημμένα δηλώσει, όπως και στην πρόσφατη ομιλία της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ότι το NATO θα είναι πάντα ο ακρογωνιαίος λίθος του συλλογικού μας συστήματος ασφάλειας.
Συγχρόνως, όμως, επαναλαμβάνει την ανάγκη αλλά και την επιθυμία για περισσότερη Ευρώπη. Είναι προφανές πως η ίδια προσβλέπει σε μια ισχυρή αμυντική ένωση, που μπορεί να σταθεί δίπλα στο ΝΑΤΟ, ως ένας ικανός και υπολογίσιμος εταίρος χωρίς να υπονομεύει την ισχύ του. Αν είναι ασφαλής η Ευρώπη, είναι ασφαλείς και οι ΗΠΑ και για να είναι ασφαλής η Ευρώπη, χρειάζεται σίγουρα το ΝΑΤΟ. Είναι όμως αναγκαία η διαμόρφωση μιας σχέσης αλληλεπίδρασης και συνεργασίας ανάμεσα στους δυο οργανισμούς για την ασφάλεια του συνόλου του Δυτικού κόσμου, πράγμα που έχει σίγουρα κατανοήσει η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η αντίληψη πως η Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει τα «του οίκου της» συλλογικά, διαφαίνεται και από την πρόθεσή της να επιτρέψει με τη Λευκή Βίβλο την πρόσβαση στα ομοσπονδιακά στρατεύματα και σε πολίτες από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα πρώτο βήμα προς έναν ευρωπαϊκό στρατό; Ίσως. Πάντως, είναι σίγουρο πως δεν αντιτίθεται δημοσίως σε σενάρια περί ενός μελλοντικού ευρωπαϊκού στρατού, ενώ συχνές είναι οι επικλήσεις της σε έναν στρατό Ευρωπαίων.
Συνοψίζοντας, είναι χαρακτηριστικό πως για κάποιους αποτελεί ένα φιλοευρωπαϊκό παράδειγμα, ενώ για κάποιους άλλους μια φανατική. Μια διχοτόμηση των απόψεων, που αφορά τα κράτη-μέλη και ίσως αποβεί μοιραία για την υλοποίηση των πρωτοβουλιών της. Έτσι, το αν οι προθέσεις της για την ενίσχυση της συλλογικής άμυνας προσβλέπουν πράγματι σε έναν μελλοντικό ευρωπαϊκό στρατό ή αν απλώς επιδιώκουν την ενίσχυση της διαλειτουργικότητας των εθνικών στρατευμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναμένεται να αποκαλυφθεί τα επόμενα πέντε χρόνια.
Σπουδάζει στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά και συμμετέχει ενεργά σε προσομοιώσεις (Εuropa.S, RhodesMRC). Συμμετείχε στην πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ευρωπαϊκές εκλογές «This time I’m voting» ως εθελόντρια. Ενδιαφέρεται για τα ευρωπαϊκά θέματα καθώς και για τα ζητήματα της διεθνούς πολιτικής.