Του Κωνσταντίνου Λίκα,
Η συγκυβέρνηση CDU/CSU-SPD, γνωστή ως ο «μεγάλος συνασπισμός» (GroKo – «große Koalition») επειδή, πριν το 2019, το CDU/CSU και η SPD ήταν τα μεγαλύτερα λαϊκά κόμματα της Γερμανίας, βρίσκεται σε κρίσιμη περίοδο, λόγω εντάσεων τόσο ανάμεσα στις δύο παρατάξεις όσο και μέσα στα ίδια τα κόμματα. Εντάσεις, οι οποίες αποδεικνύουν τη δύσκολη συμβίωση των κομμάτων μετά τις αποτυχημένες διαπραγματεύσεις «Jamaika» μεταξύ του CDU/CSU, των φιλελεύθερων της FDP και των Πρασίνων το 2013 και δημιουργούν αβεβαιότητα για το πολιτικό παρασκήνιο της Γερμανίας μετά τις επερχόμενες εκλογές του 2021.
Η παρούσα ανάλυση είναι τριμελής. Ξεκινάει με την ανάλυση των ποσοστών των Σοσιαλδημοκρατών της Γερμανίας (SPD), οι οποίοι έχουν δει τα ποσοστά τους να κατρακυλούν εντός του 2019, λόγω μιας εσωτερικής κρίσης, αλλά και λόγω της ανόδου των Πρασίνων. Συνεχίζει δε με τα πολιτικά ζητήματα των Χριστιανοδημοκρατών της Γερμανίας (CDU/CSU) κυρίως λόγω του προσφυγικού ζητήματος, των περιβαλλοντικών ρυθμίσεων και των προβλημάτων της Γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας αλλά και της Γερμανικής οικονομίας εν γένει. Εν κατακλείδι αναλύεται η συμβίωση των δύο αυτών παρατάξεων στην GroKo, που κάθε άλλο παρά απλή αποδεικνύεται, με κόστη για τα ίδια τα κόμματα αλλά και τις προοπτικές που εμφανίζονται για μετά το 2021.
«Wir lassen Hartz IV hinter uns.»
(«Αφήνουμε το Hartz IV πίσω μας.»)
Andrea Nahles, σε συνέντευξη στο RND, 7/2/2019
Η κρίση του SPD ξεκινάει από την κρίση της ηγεσίας της. Με την παραίτηση της Andrea Nahles από την προεδρία του SPD στις 2/6/2019, η ηγεσία του κόμματος ακολουθεί μια επίπεδη ιεραρχία στην κορυφή, με 3 από τους 6 αντιπροέδρους, συγκεκριμένα την Manuela Schwesig, τον Thorsten Schäfer-Gümbel, και την Maria Luise Dreyer, να διοικούν το κόμμα. Στις 16/8/2019 ο Olaf Scholz, τέως δήμαρχος του Αμβούργου και νυν Υπουργός Οικονομικών και Αντικαγκελάριος της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, ων ένας από τους άλλους 3 αντιπροέδρους του SPD (πέραν του Ralf Stegner και της Natascha Kohnen), ανακοίνωσε την πρόθεσή του να διεκδικήσει την προεδρία. Η κρίση ηγεσίας της SPD δημιουργεί ρήγματα μέσα στο ίδιο το κόμμα.
Η άλλη αιτία της κρίσης του SPD αναφίεται στο πρόβλημα των πολιτικών της θέσεων, οι οποίες δεν είναι αρκετά ξεκάθαρες, ούτως ώστε το κόμμα να διαφοροποιηθεί από άλλες αριστερές παρατάξεις, ήτοι τους Πράσινους και της Αριστεράς. Σχετικά με την κλιματική αλλαγή, την ψηφιοποίηση και τη δημογραφική αλλαγή, είτε δεν έχει πολιτικές θέσεις, που να ξεχωρίζουν, είτε αυτές δεν είναι καν ξεκάθαρες. Μια εσωτερική αναφορά του κόμματος, σύμφωνα με το ZDF, υποδεικνύει ένα επικοινωνιακό κενό μεταξύ του κόμματος και των ψηφοφόρων αυτού.
Η συγκυβέρνηση με το CDU, επίσης, περιορίζει το πεδίο δράσης της, όσον αφορά τις πολιτικές της επιθυμίες. Σαφώς και ορισμένες κοινωνικές ρυθμίσεις έχουν τύχει συμφωνίας με τους Χριστιανοδημοκράτες, όπως π.χ. η νομοθεσία περί νηπιαγωγείων («Gute-Kita-Gesetz»), υπήρξαν όμως και υποχωρήσεις, όπως π.χ. στα Ευρωομόλογα, στην ιδέα του Ευρωπαϊκού κατώτατου μισθού και στην εξωτερική πολιτική. Δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει πλήρως την κοινωνική πολιτική που υπόσχεται στους ψηφοφόρους της, πράγμα που διευκολύνει τη συγκυβέρνηση, αλλά την αποστασιοποιεί από τους ψηφοφόρους της.
Επιπρόσθετο ζήτημα αποδεικνύεται ο διαχωρισμός μέσα στο ίδιο το κόμμα. To SPD διακρίνεται ανάμεσα στους Κεϋνσιανούς Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι στηρίζουν αριστερές πολιτικές και ζητούν επέκταση του Γερμανικού κράτους πρόνοιας, και στους Κεντροαριστερούς του Κύκλου, οι οποίοι είναι πιο μετριόφρονες σχετικά με το τι απαιτούν από το κράτος πρόνοιας και στηρίζουν τις περικοπές αυτού, βάσει της Ατζέντας 2010 του πρώην καγκελαρίου Gerhard Schröder. Ο διαχωρισμός αυτός δε διευκολύνει την επίλυση των ζητημάτων του κόμματος και δυσχεραίνει την κατάσταση του SPD.
Στους δε Χριστιανοδημοκράτες, η κατάσταση είναι μεν σχετικά πιο σταθερή, υφίστανται ωστόσο κι εκείνοι σημαντικές ρωγμές μέσα στο κόμμα. Η νέα πρόεδρος του CDU/CSU, η οποία θα μπορούσε να διαδεχτεί και την Angela Merkel στην Καγκελαρία στις επερχόμενες εκλογές του 2021, είναι η Annegret Kramp-Karrenbauer, γνωστή ως ΑΚΚ. Έχοντας διαδεχτεί την Ursula von der Leyen στο γερμανικό Υπουργείο Άμυνας (BMVg), η Kramp-Karrenbauer ανέλαβε ήδη τα καθήκοντά της ως πρόεδρος, έχοντας κερδίσει τον Friedrich Merz, ο οποίος την ανταγωνίστηκε για την προεδρία. Υπηρέτησε, μάλιστα, ως Πρωθυπουργός του κρατιδίου της Saarland από το 2011 μέχρι το 2018. Η επιλογή της δεν ήταν χωρίς κριτική, κυρίως λόγω των συντηρητικών της θέσεων, όπως η στάση της κατά του γάμου των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων.
«Ich wünsche mir, dass sich der sächsische Ministerpräsident von bestimmten politischen Positionen, die von der CDU auf Bundesebene propagiert werden, emanzipiert.»
(Ευελπιστώ ότι ο Πρωθυπουργός της Σαξονίας να χειραφετηθεί από ορισμένες πολιτικές θέσεις, που προπαγανδίζονται από το CDU σε ομοσπονδιακό επίπεδο)
– Hans-Georg Maaßen, σε συνέντευξη με την WELT AM SONNTAG, στις 17/08/2019
Η πρώτη της σοβαρή πρόκληση είναι οι φυγόκεντρες τάσεις από το κόμμα της, όπως εκφράστηκαν πρόσφατα από τον πρώην διοικητή του Bundesverfassungsschutz (σ.σ. της γερμανικής εσωτερικής υπηρεσίας πληροφοριών), τον Hans-Georg Maaßen από τη Σαξονία. Ήτοι, ο Maaßen ζήτησε πρόσφατα από τον πρόεδρο του CDU της Σαξονίας να «χειραφετηθεί» από την ομοσπονδιακή πολιτική του CDU/CSU. Αυτή η δήλωση προκάλεσε ρήγμα στο κόμμα, στο σημείο, ώστε η Kramp-Karrenbauer να ζητήσει από την παράταξη να διαγραφεί ο Maaßen. Οι δηλώσεις του τελευταίου εμφανίζουν φυγόκεντρες τάσεις στο κόμμα από στελέχη του CDU/CSU, τα οποία στρέφονται σε πιο δεξιές ή/και ακροδεξιές πολιτικές θέσεις -κάποιοι ήδη αυτομόλησαν στην AfD, εξάλλου η AfD από πρώην στελέχη του CDU/CSU συστάθηκε-. Αυτές οι φυγόκεντρες τάσεις, που από την κεντρική διοίκηση του κόμματος απορρίπτονται, ενισχύθηκαν λόγω της προσφυγικής κρίσης.
Άλλο ένα πλήγμα κατά του CDU/CSU, αυτή τη φορά στα μάτια της νεολαίας, συνιστά το βίντεο ενός Γερμανού YouTuber, με το όνομα «Rezo», διάρκειας μιας ώρας, με εκατοντάδες πηγές και με αρκετά εκατομμύρια views (στις 17/8/2019: 15.765.710 views), με τίτλο «Die Zerstörung der CDU» (Η καταστροφή του CDU). To εν λόγω βίντεο ήταν μια κριτική και κατά του SPD. Αντικείμενο κριτικής είναι η πολιτική της κυβέρνησης για τη φτώχεια, το περιβάλλον αλλά και για τα ναρκωτικά και την εξωτερική πολιτική της χώρας, ιδίως σχετικά με τις στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ.
Η απάντηση των Χριστιανοδημοκρατών ήταν εν γένει πιο συγκρατημένη. Κεντρική απάντηση σε ένα βίντεο μίας ώρας ήταν ένα ενδεκασέλιδο αρχείο PDF. Πολύ πιο ακραία ήταν η αντίδραση της Kramp-Karrenbauer, η οποία ανέφερε: «Τι θα συνέβαινε βασικά σε αυτή τη χώρα, εάν μια σειρά από, ας πούμε, 70 εκδότες εφημερίδων, δύο μέρες πριν από τις εκλογές εξηγούσαν, κάνουμε μια κοινή απαγγελία: «παρακαλώ μην ψηφίσετε CDU και SPD;». Αυτό θα ήταν ξεκάθαρη καθοδήγηση απόψεων πριν από τις εκλογές». Αυτή η φράση ερμηνεύτηκε ως επίθεση κατά της ελευθερίας του λόγου, καθώς μια τέτοια έκφραση λόγου είναι τελείως νόμιμη βάσει του Γερμανικού Συντάγματος.
«Es ist besser, nicht zu regieren, als falsch zu regieren.»
(Είναι καλύτερο να μην κυβερνήσουμε από το να κυβερνήσουμε λανθασμένα)
– Christian Lindner, πρόεδρος του FDP, στις 20/11/2013, όταν διέκοψε τις συζητήσεις για συνασπισμό του FDP με το CDU/CSU και τους Bündnis 90/Die Grünen
Εφόσον στο εσωτερικό των ίδιων των παρατάξεων υφίστανται εντάσεις, θα ήταν λογικό να επαχθεί ότι η GroKo αντιμετωπίζει δυσκολίες συνεργασίας. Η συμμετοχή του SPD στην GroKo ήταν επιζήμια για το κόμμα, όπως είναι και τώρα. Άλλωστε το 2013 αρχικά δεν επιθυμούσε τη συνεργασία με το CDU/CSU, και μόνο μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με το FDP & τους Πράσινους, λόγω της ανάγκης κυβερνησιμότητας της χώρας επανασυστάθηκε ο μεγάλος συνασπισμός.
Το SPD βασίζεται σε ριζικές – και ακριβότερες – προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να αντιμετωπίσει το ένα σκέλος της κρίσης που το έχει καταβάλει, ήτοι την έλλειψη ιδεών και απόψεων, που να το κάνουν να ξεχωρίζει από τις άλλες αριστερές παρατάξεις. Η Nahles, πριν από την παραίτησή της, είχε προτείνει τη ριζική τροποποίηση του συστήματος «Hartz IV», μέσα από την χαλάρωση των κυρώσεων, την επέκταση του χρόνου χορήγησης επιδόματος στους 33 μήνες, όπως επίσης και τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Αυτά τα σχέδια απορρίπτονται από το CDU (συγκεκριμένα από την Kramp-Karrenbauer) ως ανεύθυνα, λόγω του τεράστιου κόστους που ενέχουν. Και εν γένει, αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί, καθώς το SPD αναμένεται να πάρει μια πιο επιθετική στροφή προς τα αριστερά, με σκοπό να κερδίσει πάλι ψηφοφόρους, πράγμα που σημαίνει ότι θα στηρίζει ακριβότερες κοινωνικές πολιτικές, στις οποίες οι Χριστιανοδημοκράτες δεν προτίθενται να συναινέσουν. Αυτό το ρήγμα θα δυσχεραίνει τυχόν διαπραγματεύσεις για μια άλλη GroKo στο μέλλον.
Από αυτές τις εντάσεις επωφελούνται άλλες παρατάξεις, καθώς η πιθανότητα επανασυγκρότησης της GroKo ολοένα και ελαττώνεται. Αυτό οφείλεται τόσο στην πτώση των ποσοστών της SPD και στην άνοδο των Πρασίνων (πρωτίστως ανάμεσα στους νέους αλλά και στους υψηλά καταρτισμένους), όσο και στην άνοδο της ακροδεξιάς AfD, κυρίως στα κρατίδια της πρώην ανατολικής Γερμανίας αλλά και σε άλλα κρατίδια, κυρίως λόγω του προσφυγικού ζητήματος. Οι φιλελεύθεροι δημοκράτες (FDP) επίσης επωφελούνται, καθώς οι θέσεις του CDU/CSU σχετικά με τη φορολογία έχουν αυξήσει ελαφρώς τον αριθμό των ψηφοφόρων τους. Το FDP πρόσφατα απαίτησε την κατάργηση της συνεισφοράς αλληλεγγύης (Solidaritätszuschlag – γνωστό ως και Soli), που ναι μεν συστάθηκε για την οικονομική βοήθεια προς τα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας αλλά πλέον δε θεωρείται αναγκαία, όπως και για μια μετριασμένη πολιτική σχετικά με το προσφυγικό και τη διάσωση προσφύγων έξω από τις ακτές της Λιβύης.
Το όλο σκηνικό συνιστά τεκμήριο του χάσματος μεταξύ των γερμανικών λαϊκών κομμάτων με της νεολαίας. Το 35% των Γερμανών και Γερμανίδων κάτω των 25 ετών ψήφισαν τους Πράσινους. Σύμφωνα με μια ανάλυση της Deutsche Welle, οι νέοι δεν εμπιστεύονται πολύ τις υπάρχουσες δομές των κομμάτων, δίνουν μεγάλη σημασία στην περιβαλλοντική πολιτική και δεν αισθάνονται ότι τους λαμβάνουν σοβαρά υπόψη οι μεγάλες παρατάξεις, με αποτέλεσμα την αποστασιοποίησή τους από τα μεγάλα λαϊκά κόμματα, πράγμα που βάσει της ανάλυσης αυτής, απειλεί και το SPD και το CDU.
Εκτιμάται επίσης ότι, λόγω της αύξησης του ποσοστού των Πρασίνων, κανένα κόμμα δε θα μπορέσει να συστήσει συνασπισμό στο Bundestag χωρίς τη συνεισφορά των Πρασίνων. Για ένα διάστημα, οι Πράσινοι ήταν η πιο ισχυρή παράταξη στις δημοσκοπήσεις (πλέον το CDU έχει την πρώτη θέση, αλλά οι Πράσινοι παραμένουν δεύτεροι). Η στασιμότητα ή ακόμα και η ελαφρά πτώση των Χριστιανοδημοκρατών ενδεχομένως να έχει και συνέπειες στην πολιτική των κρατιδίων.
Γεννήθηκε το 1995 στον Πειραιά. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ Εφαρμοσμένα Οικονομικά και Χρηματοοικονομικά του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Master of Finance της Frankfurt School of Finance and Management. Ενδιαφέρεται κυρίως για διεθνή χρηματοοικονομικά, τραπεζικά, φορολογικά και εμπορικά ζητήματα, όπως και για γερμανικά, αλβανικά, ιαπωνικά και διεθνή πολιτικά ζητήματα. Ενδιαφέρεται επίσης για ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Είναι υπότροφος της διεθνούς ακαδημαϊκής υποτροφίας (IPS) του Γερμανικού Κοινοβουλίου και της DAAD. Μιλάει αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, τουρκικά, αλβανικά και ελληνικά.