Του Θάνου Γκλαβέρη,
Σύμφωνα με το άρ. 54§1 του Συντάγματος, ο εκλογικός νόμος1 ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να ισχύσει από τις επόμενες εκλογές μόνο αν σωρευτικά α) ψηφιστεί από πλειοψηφία 200 βουλευτών («2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών») και β) προβλεφθεί ρητά η άμεση ισχύς του. Η παραπάνω πρόβλεψη τέθηκε με την αναθεώρηση του 2001, με σκοπό να πάψει ο εκλογικός νόμος να αντικατοπτρίζει τις ευκαιριακές στοχεύσεις της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας, αλλά να συνιστά κατά το δυνατόν προϊόν συναίνεσης και με βλέμμα στη διαχρονικότητα. Στόχος είναι η σχετική σταθερότητα του εκλογικού συστήματος, αλλά ακόμα κι όταν αυτό αλλάζει, η μεταβολή πρέπει να εκφράζει, λόγω της αβεβαιότητας για τις πολιτικές συγκυρίες στις μεθεπόμενες εκλογές, τις γνήσιες αντιλήψεις των κοινοβουλευτικών κομμάτων για το δέον2. Αφορμή για την παρούσα διάταξη, πολύ πιθανόν, στάθηκε ένα πρόσφατο προς τη συγκυρία (1997-1998) γεγονός. Το 1989, το ΠΑΣΟΚ, ενόψει των επερχόμενων εκλογών και της διαφαινόμενης νίκης της ΝΔ, είχε επαναφέρει με το ν. 1847/1989 την απλή αναλογική για να της στερήσει την κατάληψη της εξουσίας, με αποτέλεσμα την ακυβερνησία και τα γνωστά επακόλουθα. Υπό το συναινετικό κλίμα της αναθεώρησης του 2001 και για να μην επαναληφθούν τέτοιες πρακτικές στο μέλλον, τα κόμματα του δικομματισμού επέλεξαν να αυτοπεριοριστούν τροποποιώντας το άρ. 54 Σ.
Η συζήτηση, πάντως, γύρω από την εν λόγω πρόβλεψη του Συντάγματος έχει πρόσφατα αναθερμανθεί μέσω της αρθρογραφίας αξιόλογων καθηγητών Νομικής3. Κι αυτό, καθώς, όπως το 1989, με το ν. 4406/2016 έχει οριστεί οι επόμενες εκλογές να γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής. Για να αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο προτείνεται αφενός να μετατραπεί, μέσω της αναθεώρησης, η απαιτούμενη πλειοψηφία βουλευτών του άρ. 54 Σ για την άμεση ισχύ του εκλογικού νόμου από 200 σε 180 (3/5 του όλου αριθμού). Αφετέρου, να ψηφιστεί από τους 180 βουλευτές της ΝΔ και του ΚΙΝ.ΑΛ. νέο εκλογικό σύστημα με μπόνους, είτε συμβατικό είτε αναλογικό, το οποίο θα ισχύσει από τις επόμενες εκλογές.
Για την επιχειρηματολογία αυτή στηρίζονται στο γεγονός ότι το άρθρο 54§1 Σ έχει υπαχθεί στα αναθεωρητέα από την προηγούμενη Βουλή, όπου με 155 βουλευτές πέρασε η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για συνταγματική καθιέρωση της απλής αναλογικής, και άρα είναι δυνατή τώρα η τροποποίησή του με 180 βουλευτές. Είναι ακριβές ότι δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η πρόταση αναθεώρησης αφορούσε άλλο θέμα (καθιέρωση συγκεκριμένου εκλογικού συστήματος τότε αντί προϋποθέσεις αλλαγής του εκλογικού νόμου τώρα). Όντως, κατά την κρατούσα άποψη4, η προτείνουσα Βουλή δε δεσμεύει ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης αλλά μόνο ως προς τα ποια άρθρα πρέπει να αναθεωρηθούν. Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν κάτι που είναι νομικά δυνατό, είναι και πολιτικά θεμιτό. Και γι’ αυτό, θα πρέπει να διαβάσουμε και τα επιχειρήματα της μειοψηφίας.
Καταρχάς, ο τρόπος κατάστρωσης από το άρ. 110 Σ της αναθεωρητικής διαδικασίας (ψηφοφορία από την προτείνουσα Βουλή, εκλογές, ψηφοφορία από την αναθεωρητική, αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών σε μία από αυτές) υποδεικνύει στα κόμματα να τη διεξάγουν υπό συνθήκες σύμπνοιας και συναίνεσης σε κάθε της στάδιο, αλλά και υπό συνθήκες λαϊκής αποδοχής. Άλλωστε, ποτέ στο παρελθόν δεν έχει γίνει παραβίαση της κατεύθυνσης της αναθεώρησης, αφού κάτι αντίθετο θα φάνταζε πολιτικά επίμεμπτο. Εξάλλου, στην πολιτική, είναι σύνηθες στα μείζονα ζητήματα, από τα οποία κρίνεται η ομαλότητα του πολιτεύματος, οι πολιτικοί να εφαρμόζουν τη δυσμενή γι’ αυτούς ερμηνεία, ακόμα κι όταν δεν είναι νομικά απαραίτητη, αφού κριτή δεν έχουν τη νομική κοινότητα αλλά το ίδιο το λαϊκό αίσθημα (πρόσφατο παράδειγμα η αίτηση ψήφου εμπιστοσύνης Τσίπρα μετά την αποχώρηση των ΑΝ.ΕΛ., παρότι νομικά δεν είχε αλλάξει η κυβέρνηση)5. Άλλωστε, υπό το φως των παραπάνω, και πρακτικά δυσχεραίνεται η έτσι κι αλλιώς αμφίβολη σύμπραξη του ΚΙΝ.ΑΛ. για τη συμπλήρωση -οριακά- των 180 ψήφων.
Από την άλλη, είναι αμφίβολο αν η ίδια η εισαχθείσα το 2001 διάταξη του άρ. 54§1 Σ χρήζει αναθεώρησης. Το όριο έχει τεθεί στους 200 βουλευτές εσκεμμένα και σοφά. Μην παραβλέπουμε ότι αν, όπως από τον κ. Αλιβιζάτο προτείνεται, το όριο αυτό είχε τεθεί τότε στους 180 βουλευτές, σήμερα θα είχε συντελεστεί ήδη πιθανότατα το σενάριο ακυβερνησίας που απεύχεται, εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε καταφέρει να ισχύσει η απλή αναλογική στις προηγούμενες εκλογές (η εν λόγω πρόβλεψη του ν. 4406 έλαβε 179 ψήφους)! Επομένως, ο αριθμός 200 είναι απαραίτητος για την αναγκαία συναίνεση και των δύο πόλων του εκάστοτε δικομματισμού για το εκλογικό σύστημα, και άρα παραμένει επίκαιρος. Άλλωστε, μόνο θετικά σχόλια έχει λάβει γενικά από τη θεωρία και τους πολιτικούς η εν λόγω πρόβλεψη, σε αντιδιαστολή π.χ. με αυτή για την εκλογή ΠτΔ, και άρα δε μπορεί να θεωρηθεί καθόλου πάγιο το αίτημα για την τροποποίησή της.
Εξάλλου, δεν είναι ακριβής η παραδοχή ότι «είναι παράδοξο μία συνταγματική διάταξη να προβλέπει όριο ψήφων (200) μεγαλύτερο από αυτό για την τροποποίησή του (180)». Αφενός γιατί παρόμοια πρόβλεψη υπάρχει και σε άλλα άρθρα του Συντάγματος (32§3 για την εκλογή ΠτΔ, 51§4 για την ψήφο των αποδήμων, 101Α§2 για την ανάδειξη των ανεξάρτητων αρχών). Αφετέρου γιατί για την αναθεώρηση του άρ. 54§1 Σ δεν απαιτούνται απλώς και οποτεδήποτε 180 ψήφοι, αλλά πρέπει να συντρέχουν και όλες οι υπόλοιπες αρκετά αυστηρές προϋποθέσεις (παρέλευση τουλάχιστον 5 ετών από την προηγούμενη αναθεώρηση, επιλογή ως αναθεωρητέας της συγκεκριμένης διάταξης από την πρώτη Βουλή, εκλογές, έναρξη εργασιών της αναθεώρησης από τη δεύτερη Βουλή). Πάντως, αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει αντίστροφα, με την έννοια ότι απαγορεύεται να καταργηθεί αυτή η διάταξη με λιγότερες από 200 ψήφους. Κι αυτό γιατί ο τύπος της αναθεώρησης του Συντάγματος ρυθμίζεται περιοριστικά από το άρ. 110 Σ.
Ας πάμε όμως στο προκείμενο. Η απλή αναλογική μετασχηματίζει μεν σχεδόν επακριβώς τον αριθμό των ψήφων που λαμβάνει κάθε κόμμα στο αντίστοιχο ποσοστό εδρών του στη Βουλή, πραγματώνοντας καλύτερα την αρχή του πολυκομματισμού και της ισοδυναμίας της ψήφου6. Επικρίνεται, όμως, ότι οδηγεί στην ακυβερνησία, και γι’ αυτό εφαρμόζεται ελάχιστα ανά τον κόσμο7. Στα αμιγώς αναλογικά συστήματα, πολλές φορές είναι ασφυκτική η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που υφίσταται το πρώτο κόμμα και τεράστια η δύναμη που απολαμβάνουν οι μειοψηφίες. Σε αυτές τις ακραίες καταστάσεις, η δημοκρατική αρχή, έκφανση της οποίας άλλωστε αποτελεί και η αρχή της πλειοψηφίας, μπορεί ομαλά να καμφθεί υπέρ της κυβερνητικής σταθερότητας, «έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες για τη ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος» κατά την απόφαση αρχής 13/1958 του Εκλογοδικείου, και έτσι να εφαρμοστούν μεικτά συστήματα. Πάντως, η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος δεν πρέπει να του παρέχει δυσανάλογα μεγάλη δύναμη σε σχέση με το ποσοστό του, γιατί έτσι υπερβαίνεται ο επιδιωκόμενος σκοπός.
Βέλτιστη λύση κατά την άποψη του γράφοντα αποτελεί ένα ήπιο αναλογικό μπόνους, της τάξης περίπου των 30 εδρών (1/10 των εδρών του Κοινοβουλίου), ανάλογα με το ύψος του ποσοστού του πρώτου κόμματος. Σε αυτό συντείνει το «ρεύμα», η «νομιμοποίηση» που κατά τεκμήριο απολαμβάνει το πρώτο κόμμα σε ολόκληρη την κοινωνία, όταν το ποσοστό του είναι μεγάλο ή στερείται, όταν αυτό είναι μικρό. Για παράδειγμα, ας προσεχθεί η ψήφος των αναποφάσιστων τον Ιούλη του 2019 προς την κατεύθυνση που είχαν ψηφίσει οι συμπολίτες τους το Μάιο του 2019 (πρβλ. και με την προκατάληψη ομάδας – Bandwagon Effect).
Συγκεφαλαιώνοντας, το εγχείρημα που προτείνεται από τους καθηγητές Νομικής δε θα πρέπει να εφαρμοστεί. Φρονιμότερο είναι στα μεγάλα ζητήματα λειτουργίας του πολιτεύματος να επικρατήσει η νηφαλιότητα, ειδικά μετά τη διαφαινόμενη προς το παρόν διαλλακτική στάση από το ΣΥΡΙΖΑ. Στο χειρότερο σενάριο, η χώρα θα οδηγηθεί σε διπλές εκλογές μετά την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης8, και τη δεύτερη φορά θα εφαρμοστεί ομαλά το σύστημα που θα έχει ψηφίσει η ΝΔ. Στο καλύτερο σενάριο, θα γίνει μια καθολική συζήτηση με συμμετοχή όλων των κομμάτων, η οποία ίσως καταλήξει σε έναν έντιμο συμβιβασμό του πολιτικού συστήματος σε αυτό το κρίσιμο θέμα. Σε κάθε περίπτωση, ούτε θα έχει απαξιωθεί επικοινωνιακά η απλή αναλογική, ούτε θα έχουν τραυματιστεί οι θεσμοί στην κοινή συνείδηση, ούτε θα έχουμε απολέσει ένα συνταγματικό άρθρο-εγγύηση για την ομαλότητα. Αξίζουν όλα αυτά για να αποφευχθούν οι διπλές εκλογές;
Σημειώσεις
- 1. Ως εκλογικός νόμος εδώ νοείται πάντως αυτός που ορίζει το εκλογικό σύστημα, δηλαδή το μηχανισμό μετατροπής των ψήφων σε έδρες και καθορίζει τις εκλογικές περιφέρειες, και όχι γενικά κάθε ρύθμιση της εκλογικής διαδικασίας.
- 2. βλ. Ανθόπουλου Χαράλαμπου υπό Άρθρο 54, σε Σπυρόπουλος Φ./Κοντιάδη Ξ./Ανθόπουλου Χ./Γεραπετρίτη Γ., Το Σύνταγμα, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, 2017
- 3. βλ. Αλιβιζάτου Νίκου, Δεν χρειάζονται 200 ψήφοι για τον εκλογικό νόμο, Καθημερινή, 15 Ιουλίου 2019, Καραμπάτζου Γ. Αντώνη, Το εκλογικό σύστημα και η Αναθεώρηση του Συντάγματος, 6 Ιουλίου 2019, του ίδιου, Στον αστερισμό των 180 βουλευτών, 10 Αυγούστου 2019
- 4. Για την προβληματική βλ. αντί πολλών Αλιβιζάτου Νίκου, Άλλη μια παρέμβαση για την αναθεωρητική διαδικασία, 2018, Βενιζέλου Ευ., Δεσμεύεται η δεύτερη Βουλή από τις κατευθύνσεις της πρώτης στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος;, 2018
- 5. Όσο κατακριτέα ήταν η ερμηνεία Τσίπρα επί της δέσμευσης της αναθεωρητικής Βουλής από την προτείνουσα ως προς την κατεύθυνση, άλλο τόσο κατακριτέα είναι και η εκμετάλλευση της κρατούσας γνώμης από τον Μητσοτάκη.
- 6. Ακόμα και σε ένα τέτοιο σύστημα όμως, με την οργάνωση της Επικράτειας σε εκλογικές περιφέρειες και το όριο εκλογής στο 3% ο μετασχηματισμός δεν είναι απολύτως ακριβής. βλ. περαιτέρω Ξηρού Θανάση, Το εκλογικό σύστημα de constitutione ferenda, Σχεδίασμα συνταγματικής πολιτικής σε περιβάλλον συναινετικού κοινοβουλευτισμού
- 7. Είναι χαρακτηριστικό ότι διαχρονικά τα κόμματα ψηφίζουν την απλή αναλογική μόνο όταν η επάνοδός τους στην πρώτη θέση βραχυπρόθεσμα φαντάζει μη ρεαλιστική.
- 8. Όπως έχει άλλωστε συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν.
Γεννημένος το 1996 στην Θεσσαλονίκη, είναι πτυχιούχος της Νομικής ΑΠΘ, ενώ έχει φοιτήσει για ένα εξάμηνο μέσω Εράσμους και στο Capitole 1 της Τουλούζ. Πέρα από το αντικείμενο της σχολής του, ασχολείται με όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες και την πολιτική επικαιρότητα. Ομιλεί άπταιστα αγγλικά και γαλλικά.