Της Έλενας Ζεμπιλλά,
Άλλοι το αποκαλούν μόδα, ενώ άλλοι διατείνονται με πάθος πως πρόκειται για φαινόμενο με ισχυρότατη παρουσία τις τελευταίες δεκαετίες. Το σίγουρο είναι πως η απολιτίκ κατάσταση, ως φαινόμενο ή ως μόδα, ή με άλλα λόγια η απολιτικοποίηση των νέων και η δυσανεξία τους προς την πολιτική, η οποία στις εκλογές εκδηλώνεται συνήθως με την αποχή, είναι μία ακόμη παθογένεια που καλείται σήμερα να διαχειριστεί η ελληνική κοινωνία.
Ίσως ο όρος «απολιτίκ» να φαντάζει σε πολλούς ξένος ή και άστοχος, αφού τα φαινόμενα δείχνουν ότι ολοένα και περισσότερα πρόσωπα σήμερα ακονίζουν τη λόγχη τους για μία θέση στη σύγχρονη πολιτική σκηνή, σε δημοτικό, εθνικό αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, όμως, πόσοι από εμάς ακούμε γύρω μας από οικείους και μη, να αναπαράγεται το «όλοι ίδιοι είναι»; Κι αν όλοι είναι ίδιοι, γιατί καλούμαστε να ψηφίσουμε, γιατί υπάρχουν παρατάξεις, εύλογα θα αναρωτηθεί ο νέος. Κι εδώ είναι το σημείο που έρχεται να συνδεθεί αυτή η φράση με μία γενιά που έτσι τη μάθανε. Μια γενιά που διαμόρφωσε χαρακτήρα «αντισυμβατικού» lifestyle, που σπούδασε απροβλημάτιστα, πήγε στρατό με «βύσμα» και ψήφιζε με κριτήρια την κατάληψη μίας θέσης στο δημόσιο και ενδεχομένως τη λήψη ενός υψηλότερου μισθού, συνοδευόμενου από μια πρόωρη σύνταξη. Για τη γενιά αυτή, την οποία η νεολαία τώρα διαδέχεται, η πολιτική ήταν και είναι κάτι αντιεμπορικό, παράταιρο, που παρότι της παρείχε ένα προνομιακό περιβάλλον, εκείνη ακολούθησε τον ασφαλή δρόμο της κοινωνικής καταξίωσης. Η ίδια γενιά αποτέλεσε εκλογικό μοχλό ενός ανάλγητου πολιτικού συστήματος, που υπολειτουργούσε, και εν τέλει έμεινε αποσβολωμένη στο χάος, αδύναμη να διεκδικήσει τις επαγγελματικές και κοινωνικές φιλοδοξίες που οραματίστηκε ή πίστεψε πως με ένα μαγικό τρόπο –άκοπο– θα πραγματοποιηθούν. Και πίσω από το «μας ψεκάζουν» και «οι πολιτικοί είναι πιόνια άλλων» είναι πια ολοφάνερο πως πηγάζει ένας εθνολαϊκισμός, μία προσπάθεια να στραφούν τα βέλη των ευθυνών σε τρίτους μέσα από πολιτικές αναλύσεις καφενείου, από πρόσωπα, που παρά τις περγαμηνές που κατείχαν, παρέμεναν πολιτικά αμόρφωτοι, κι αυτό δε θεωρούταν μεμπτό. Αυτοί σήμερα είναι σε μεγάλο ποσοστό οι γονείς, οι θείοι και οι γνωστοί μιας σύγχρονης νεολαίας, που μαθήτευσε πλάι τους, μιας νεολαίας που σήμερα κατηγορείται ως καταστροφική, ακριβώς επειδή είναι η μόνη στην οποία μπορούν να επιρριφθούν ευθύνες, που οι πρώτοι κατέστησαν απρόσωπη με το μοδάτο «απολιτίκ».
Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν υπεραπλουστευτικό να στηρίξουμε την απολιτική συμπεριφορά των νέων αποκλειστικά και μόνο στα πρότυπα, τα οποία έλαβαν από την προηγούμενη γενιά, που αναμείχθηκε άμεσα ή έμμεσα με την πολιτική, όταν στην ισχύουσα κοινωνικοπολιτική σκηνή εντοπίζονται πολλά τρωτά σημεία. Η υπάρχουσα ιδεολογική σύγχυση, η ανυπαρξία ξεκάθαρου ιδεολογικού προσανατολισμού των κομμάτων και η αποτυχία των τελευταίων κυβερνήσεων να διαχειριστούν σημαντικότατες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές κρίσεις, ενίσχυσαν το αίσθημα αμφιβολίας της νεολαίας απέναντι στην πολιτική, με φυσικό επακόλουθο την απαξίωσή της. Σκοπός πια, έχει καταστεί η προσέλκυση όσο το δυνατόν περισσοτέρων ψηφοφόρων και στο βωμό αυτό, τα κριτήρια συνεχώς φθίνουν, αρκεί να εξυπηρετούν μια μεγάλη μάζα. Γιατί κανείς να χρωματιστεί πια ως αριστερός ή δεξιός; Γιατί να φέρει αυτή την ταμπέλα, όταν κυβερνήσεις, που ισχυρίστηκαν πως υπηρετούν αμφότερες τις ιδεολογίες, απέτυχαν παταγωδώς; Άλλωστε, απαιτεί σπάνιο πολιτικό ήθος και πυγμή να κατονομάσει κανείς το πρόσημο της πολιτικής του πορείας και στη συνέχεια να διατηρηθεί στο ύψος των περιστάσεων, χωρίς να εκφυλιστεί. Κάπως έτσι, φοβάμαι, η ελπίδα ενός νέου να αναζητήσει την ιδεολογική του ταύτιση και να εντοπίσει τον εκφραστή της στην ισχύουσα πολιτική σκηνή, πέφτει στο κενό. Και μέσα σε όλα αυτά, αναρωτιέμαι, ποια είναι τα κίνητρά του να αναμειχθεί πολιτικά -έστω και από το ρόλο του εκλογέα-σε μια χώρα που όλα δείχνουν να γίνονται πιο δύσκολα για τους νέους, που το πτυχίο και το μεταπτυχιακό δεν είναι αρκετά για την εύρεση εργασίας, που το μεράκι και το ταλέντο τσαλακώνονται μπροστά στον κυκεώνα της αναμονής και της αναξιοκρατίας που επικρατεί σε πολλούς χώρους εργασίας. Όταν η χώρα δεν αποτελεί πια στα μάτια του ένα ασφαλές και γόνιμο πεδίο για την ανάπτυξη της επαγγελματικής και κοινωνικής δράσης του.
Το να είσαι, λοιπόν, απολιτικοποιημένος σήμερα φαντάζει για κάποιους χρυσή τομή, για άλλους ίσως και μόδα ή αν το δούμε υπό ένα κοινωνικό πρίσμα, προέκταση μιας νωθρής και μοιρολατρικής προσέγγισης των πάντων, που σήμερα είναι πιο επικίνδυνη από ποτέ. «Μια από τις τιμωρίες που δεν καταδέχεσαι να ασχοληθείς με την πολιτική, είναι να καταλήγεις να σε κυβερνούν οι κατώτεροί σου», είπε ο Πλάτων και ιστορικά επιβεβαιώθηκε. Έτσι, αν οι νέοι δεν αισθανθούν τη σημαντικότητα της δικής τους ύπαρξης και φωνής, κοινωνικά και κατ’ επέκταση πολιτικά, τότε απλώς η ιστορία θα επαναληφθεί με νέους πρωταγωνιστές. Πρέπει να γίνει συνείδηση πως όσο το ενεργό εκλογικό σώμα δε θέτει όρια στους πολιτικούς εκπροσώπους, δεν ασκεί ουσιαστική κριτική κι έλεγχο στη δράση τους, δεν διεκδικεί τα δικαιώματά του και δεν είναι σε συνεχή εγρήγορση, η πολιτική σκηνή θα καθίσταται ένα απερίφραχτο αμπέλι. Σ’ αυτό ικανοί και ανίκανοι θα υλοποιούν απλώς τις προσωπικές τους φιλοδοξίες, χωρίς να αισθάνονται αναγκαία την επιβεβλημένη τους υποχρέωση να λογοδοτούν σε ένα αυστηρό εκλογικό σώμα, που σήμερα τους αναδεικνύει και την επόμενη τετραετία δύναται να τους εκτοπίσει. Αντίδοτο της πολιτικής αναλγησίας είναι η αφύπνιση των νέων και η ενεργή πολιτική συμμετοχή τους. Δεν φτάνει λοιπόν η λιπόσαρκη μόρφωση, τα μόνιμα νεύρα, επειδή χάθηκαν τα προνόμια και δεν υπάρχουν οι «άκρες». Απαιτείται δουλειά, κατανόηση και πολλές αρνήσεις. Αρνήσεις, που η προηγούμενη –η πρώτη γενιά «απολιτίκ»– δεν έκανε και τώρα η νέα καλείται να αντιμετωπίσει, ώστε να επαναπροσδιορίσει τα κακώς κείμενα.