Η γυναικεία εκπροσώπηση στο πεδίο των δημοκρατικών θεσμών νοείται σήμερα ως κάτι το αυτονόητο, στο πλαίσιο της γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ των δύο φύλων. Ωστόσο, η κανονικότητα, εντός της οποίας έχουμε ανατραφεί και διαμορφώσει την πολιτική μας κουλτούρα, δεν αποτελεί μέρος της φυσικής εξέλιξης των πολιτικών πραγμάτων. Αντιθέτως, αποτελεί ένα από τα βασικά κεκτημένα του φεμινιστικού κινήματος, το οποίο τασσόμενο εναντίον του πατριαρχικού και ανδροκρατούμενου πολιτικού συστήματος, αγωνίστηκε διατρανώνοντας την ανάγκη για παραχώρηση ίσων δικαιωμάτων και ευκαιριών στην πολιτική ζωή, λειτουργώντας παράλληλα ως καταλύτης και θέτοντας οριστικό τέλος στο μονοπώλιο της ανδρικής κυριαρχίας στο χώρο των κοινών. Απτό αποτέλεσμα των εν λόγω διεκδικήσεων συνιστά ,ασφαλώς, η θέσπιση του νόμου περί ποσόστωσης βάσει της οποίας τα πολιτικά κόμματα και οι παρατάξεις υποχρεούνται να συμπεριλάβουν στα ψηφοδέλτια τους γυναίκες υποψήφιες, το ελάχιστο ποσοστό των οποίων ποικίλλει βάσει της εκάστοτε εθνικής νομοθεσίας.
Το φιλόδοξο αυτό μέτρο ασφαλώς και λειτούργησε ενθαρρυντικά για την ενασχόληση και την εδραίωση της γυναικείας παρουσίας στην πολιτική. Ωστόσο, η εμβέλεια του κρίνεται εξαιρετικά περιορισμένη, δεδομένου ότι παύει να προστατεύει τις εκπροσώπους του γυναικείου φύλου έπειτα από την εκλογή τους στις θέσεις των αιρετών, αφήνοντας τες εκτεθειμένες έναντι των σεξιστικών σχολίων, τόσο των συναδέλφων τους όσο και μερίδας της κοινωνίας. Οι δυνατότητες αλλά και ο τρόπος με τον οποίον κατέκτησαν μια θέση στο πολιτικό σκηνικό τίθενται υπό αμφισβήτηση, ενώ και οι προθέσεις τους αντιμετωπίζονται συχνά με καχυποψία και προκατάληψη. Αναμφίβολα, η συχνότητα των σεξιστικών συμπεριφορών έχει μειωθεί σημαντικά, παρόλα αυτά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την υπόσταση του φαινομένου και την βαρύτητα των εν λόγω δηλώσεων ακόμη και σε ανεπτυγμένες χώρες, στο πεδίο της ισότητας των δύο φύλων. Είναι γεγονός ότι τα κράτη της γηραιάς ηπείρου πρωτοστατούν στην καταπολέμηση των σεξιστικών διακρίσεων, ενώ και μέσω του ευρωπαϊκού οικοδομήματος έχουν σημειωθεί αξιόλογα βήματα προόδου, ιδίως όσον αφορά τη βελτίωση των συνθηκών στο εργασιακό περιβάλλον. Εντούτοις, έχουν παρατηρηθεί σεξιστικές δηλώσεις και συμπεριφορές ακόμη και εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι οποίες σαφώς και δε συνάδουν με την προοδευτική χροιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Γερμανίδα ευρωβουλευτής Τέρι Ράιντκε, σε δηλώσεις της, αναφέρει ότι έχει πέσει πολλάκις θύμα σεξιστικών συμπεριφορών. Συγκεκριμένα επισημαίνει ένα περιστατικό που διαδραματίστηκε εντός μιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όταν ένας Πολωνός ευρωβουλευτής δήλωσε ότι παρόλο που το έργο της επιτροπής δεν είναι αξιόλογο, είναι χαρούμενος που βρίσκεται σε αυτή, διότι απαρτίζεται από πολλές γυναίκες και έχει κάτι να κοιτάζει. Υπογράμμισε, παράλληλα, την εθελοτυφλία του προέδρου της εν λόγω επιτροπής, ο οποίος όχι μόνο δεν τον επέπληξε, αλλά δεν μπήκε καν στην διαδικασία να σχολιάσει το γεγονός. Παρόμοια περιστατικά καταγγέλλει και η Βρετανίδα ευρωβουλευτής Τζούλι Γουόρντ: «Σε μια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η Κάρολαιν Λούκας είχε πάρει το λόγο και ο πρόεδρος της επιτροπής, αντί να προσέχει τα όσα έλεγε, έκανε σχόλιο για την μπλούζα της. Η Στέλα Κρίσι μιλούσε στο βρετανικό κοινοβούλιο για το χρέος και ένας βουλευτής των Τόρις, αντί να της θέσει ερώτημα, σχολίασε τη μίνι φούστα της.».
Ο όρος σεξισμός ασφαλώς και δεν περιορίζεται σε σχόλια περί της εμφάνισης των γυναικών, αλλά περιλαμβάνει την υποτίμηση των ικανοτήτων, καθώς και της προσωπικότητάς τους. Όπως επισημαίνει η Φιλανδή ευρωβουλευτής Χένα Βίρκουνεν, «οι γυναίκες πολιτικοί δεν απολαμβάνουν τον αντίστοιχο με τους συναδέλφους τους σεβασμό στο πολιτικό χώρο, ενώ καλούνται συνεχώς να αποδεικνύουν τις ικανότητες, τις γνώσεις και την δυναμική τους, κάτι το οποίο θεωρείται αυτονόητο για έναν άνδρα». Παρά το γεγονός ότι οι προδιαγραφές για την κατάκτηση υψηλόβαθμων θέσεων από γυναίκες υφίστανται, η πατριαρχική νοοτροπία δεν έχει αλλάξει σημαντικά, δυσχεραίνοντας την ανέλιξη των ικανών γυναικών. Απόδειξη της παραπάνω θέσης αποτελεί το παράδειγμα της νέας προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, η πρόταση της οποίας ήγειρε σημαντικές αντιδράσεις και πλήθος μειωτικών σχολίων, ενώ δεν έλειψαν και οι αναφορές στο ρόλο της ως μητέρα. Ο Martin Schulz, πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο οποίος επέφερε στους σοσιαλδημοκράτες της Γερμανίας την ταπεινωτική ήττα στις εκλογές του 2017, προχώρησε στην εξής δήλωση: « Η Von der Leyen είναι ο ασθενέστερος υπουργός μας. Αυτό είναι προφανώς αρκετό για να γίνει πρόεδρος της Επιτροπής», ενώ πολλά σχόλια στηρίχθηκαν στο γεγονός ότι είναι μητέρα εφτά παιδιών, τα οποία προφανώς και παραμελεί χάρη της εργασίας και των φιλοδοξιών της.
Τα εν λόγω σχόλια δεν αποτέλεσαν αποτρεπτικό παράγοντα για την ίδια, αντιθέτως και ο λόγος της στη συνεδρίαση για το ψήφισμα της εκλογής της για τη θέση της προέδρου της Κομισιόν, στηρίχθηκε στην ανάγκη ενίσχυσης της θέσης των γυναικών στον πολιτικό στίβο. Δεσμεύτηκε, επίσης, ότι θα αγωνιστεί για τα δικαιώματά τους, παρακινώντας τις βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να στηρίξουν την υποψηφιότητας της, αναδεικνύοντας την ως την πρώτη γυναίκα πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Άλλωστε, όπως αναφέρει και ο βιογράφος της Daniel Goffart, η ίδια «έχει συνηθίσει να υποτιμάται ως γυναίκα αλλά έχει κερδίσει τους άνδρες στην πολιτική της καριέρα».
Δυστυχώς, η κοινωνία μας όσο προοδευτική και αν θέλει να παρουσιάζεται, δεν έχει ξεπεράσει στο σύνολό της το γεγονός ότι οι γυναίκες πλέον έχουν μάθει να αγωνίζονται, να διεκδικούν, να είναι δυναμικές, ξεπερνώντας πολλές φορές τους αρσενικούς συναδέλφους ή και αντιπάλους τους. Χαρακτηριστική είναι και η δήλωση της κυρίας Tocci «Αν είσαι γυναίκα και προσπαθείς να κάνεις πράγματα, θα κάνεις εχθρούς», η οποία περιγράφει λακωνικά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι γυναίκες πολιτικοί προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε ένα κλίμα έντονου και στοχευμένου αρνητισμού. Τα μέτρα περί ποσόστωσης επομένως, όσο γενναιόδωρα και αν είναι απέναντι στο γυναικείο φύλο, δεν είναι ικανά να περιορίσουν τις σεξιστικές εκρήξεις, που δέχεται κάθε νεοεκλεγμένη και μη πολιτικός. Κρίνεται συνεπώς ως επιβεβλημένη η ανάγκη για αλλαγή της πατριαρχικής κουλτούρας στο πεδίο της πολιτικής, η μεταβολή της οποίας μπορεί να επιτευχθεί αποκλειστικά μέσω της έμφασης της παιδείας σε θέματα πολιτικής αγωγής, προκειμένου όπως δηλώνει η Τζούλι Γουόρντ: «να αλλάξει ο τρόπος που γίνεται η πολιτική, που είναι ένα κλαμπ ηλικιωμένων αγοριών».
Γεννήθηκε το 1997 στη Δράμα. Από μικρή ηλικία είχε έντονο ενδιαφέρον για την πολιτική, το οποίο έμελλε να καθορίσει και την επιλογή των σπουδών της. Σήμερα είναι απόφοιτη του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Έχει δουλέψει ως ασκούμενη στο Υπουργείο Εξωτερικών και σε εταιρεία δημοσκοπήσεων, ενώ έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις πολιτικών θεσμών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και ενδιαφέροντα της αποτελούν οι διεθνείς σχέσεις και η πολιτική ανάλυση με την οποία φιλοδοξεί να ασχοληθεί και σε μεταπτυχιακό επίπεδο.