Της Κωνσταντίνας Γιαννηνάσιου,
Έχουν περάσει λίγες μέρες από την ουσιαστική λήξη ενός φλέγοντος ζητήματος, του οποίου η φύση απασχόλησε ιδιαίτερα μία μεγάλη μερίδα των πολιτών. Ο λόγος γίνεται για το θεσμό της βουλευτικής ασυλίας, ο οποίος και αποτέλεσε το πρώτο «μήλο της έριδος» ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση.
Υπενθυμίζεται ότι, προ ολίγων ημερών, κατατέθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής το ζήτημα της άρσης της βουλευτικής ασυλίας του τέως αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, Παύλου Πολάκη. Με 163 ψήφους υπέρ για την υπόθεση της φερόμενης παράνομης ηχογράφησης της συνομιλίας του με τον διοικητή της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρα, και με 162 υπέρ για την υπόθεση της μήνυσης περί συκοφαντικής δυσφήμισης του πρώην προέδρου των εργαζομένων του ΚΕΕΛΠΝΟ, Σ. Πουλή, η Ολομέλεια αποφάσισε την τελική άρση της ασυλίας του.
Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι ελληνική πολιτική πραγματικότητα δεν είναι έτοιμη να χειριστεί τέτοιου είδους ζητήματα με τη νηφαλιότητα που τους αρμόζει, δίχως κομματικούς και μικροπολιτικούς παροξυσμούς. Αντ’ αυτού, ακόμα και το προνόμιο – κατά πολλούς – της βουλευτικής ασυλίας, έγινε «μαριονέτα» στα χέρια κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, προκειμένου να εξαπολυθούν αμφίρροπες επιθέσεις. Το τεταμένο κλίμα που δημιουργήθηκε στα έδρανα της Βουλής εγείρει – εύλογα – αμφισβήτηση και αμφιβολίες στην κοινή γνώμη, για το ρόλο και το στόχο της βουλευτικής ασυλίας, του ανεύθυνου και του ακαταδίωκτου των νόμιμα εκλεγμένων βουλευτών. Ιδίως σε μία περίοδο όπου η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στον πολιτικό κόσμο έχει κλονιστεί, είναι τουλάχιστον αναγκαίο να διευκρινιστεί η ουσία της ύπαρξης ενός τέτοιου θεσμού.
Αδιαμφισβήτητα, πρόκειται για ένα δικαίωμα το οποίο προστατεύει την ευρυθμία του δημοκρατικού πολιτεύματος και τον ίδιο το βουλευτή, όχι σαν πρόσωπο, αλλά σαν θεσμό. Οι αρχές του «ανεύθυνου» και του «ακαταδίωκτου» πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η βουλευτική ασυλία, έχουν ως στόχο την ελεύθερη έκφραση των απόψεων των βουλευτών, την ανεμπόδιστη κατάθεση ψήφων και τη μη δυνατή δίωξη ή σύλληψή τους από τα αρμόδια κρατικά όργανα. «Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, δε θίγεται απροκάλυπτα η αρχή της ισονομίας μεταξύ των πολιτών;» Σαφώς, οι παραπάνω αρχές και η ίδια η βουλευτική ασυλία, διατηρούν την ισχύ τους μόνο όσο η δραστηριοποίηση των βουλευτών έρχεται σε πλήρη αρμονία και ταύτιση με τα καθήκοντά τους, οπότε η απάντηση στο πιο σύνηθες ερώτημα των τελευταίων ημερών είναι «όχι».
Πώς, λοιπόν, προκύπτει μια τέτοια σύγχυση με επίκεντρο το αν πρέπει ή όχι να διατηρηθεί ή ισχύς της ασυλίας ενός βουλευτή; Η ιστορία χωλαίνει ακριβώς στο σημείο όπου οι βουλευτές, απολαμβάνοντας το προνόμιο της ασυλίας τους, δρουν ανεξέλεγκτα, με την πεποίθηση ότι βρίσκονται στο απυρόβλητο του ποινικού κώδικα. Στο σημείο όπου το να σπείρουν κατηγορίες εναντίον τρίτων, είτε για προσωπικούς, είτε για μικροπολιτικούς λόγους, περιλαμβάνεται στα «καθήκοντά» τους. Στο σημείο όπου, η ίδια η Βουλή, εθελοτυφλεί και καλύπτει υπό το μανδύα της ασυλίας κάθε είδους ατασθαλία των πολιτικών προσώπων. Ακριβώς εκεί χάνεται η ουσία της θεσμικής εγγύησης της βουλευτικής ασυλίας. Όταν γίνεται κατάχρησή της.
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι άλλο από το να χαραχθεί στον ήδη υπάρχοντα νόμο ο σαφής ορισμός των καθηκόντων των βουλευτών. Να βρεθεί, δηλαδή, μία «χρυσή τομή», η οποία θα αποκλείει κάθε ενδεχόμενο ευθυνοφοβίας των βουλευτών λόγω επικείμενων πολιτικών διώξεων, οι οποίες μπορούν να προκληθούν από μία άποψη ή μία ψήφο τους, αλλά η οποία θα θέτει ταυτόχρονα τα ευκρινή όρια του πλαισίου δραστηριοτήτων τους, με γνώμονα και σεβασμό στην ισότητα κάθε πολίτη απέναντι στο νόμο.
Δεν είναι θέμα, συνεπώς, διατύπωσης του νόμου περί βουλευτικής ασυλίας. Είναι θέμα ασυνέπειας μεταξύ νόμου και εφαρμογής. Είναι θέμα νοοτροπίας. Η ελληνική κοινωνία δείχνει αρκετά ώριμη για να αντιληφθεί την ουσία της ύπαρξης ενός τέτοιου προνομίου. Ποιος, όμως, μπορεί να εγγυηθεί την ωριμότητα των βουλευτών;