Της Σοφίας Σιδερίδου,
Πολλές φορές, χωρίς πραγματικά να το καταλαβαίνουμε, κρίνουμε κάτι ως σημαντικό ή ασήμαντο, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένας τρόπος να το ξέρουμε. Αυτό συμβαίνει συχνά και με το μέγεθος του πόνου που νιώθουμε. Ένα από τα πιο κλασικά παραδείγματα είναι ο πονοκέφαλος, ο οποίος, μάλιστα, συγχέεται έντονα στη χώρα μας με την ημικρανία. Δυστυχώς, όμως, το «με έπιασε η ημικρανία» δεν είναι ένας άλλος τρόπος για να πεις «με έπιασε πονοκέφαλος».
Με αφορμή μια ενημερωτική εκπομπή που συνέπεσε με ένα προσωπικό επεισόδιο ημικρανίας, αποφάσισα να μεταφέρω εδώ την πραγματική διάσταση αυτής της πάθησης. Το σημαντικότερο όλων κι εκεί που – ίσως – πρέπει να ξεκινήσει κανείς όταν αποφασίζει να μιλήσει γι’ αυτό, είναι ότι οι ημικρανίες δεν έχουν καμία σχέση με τον απλό πονοκέφαλο. Με βεβαιότητα θα πω ότι κάθε ασθενής, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του, έχει βιώσει από τους γύρω του την υποβάθμιση του πόνου που νιώθει εκείνη τη στιγμή κι έχει ακούσει τη φράση: «Εντάξει, ένας πονοκέφαλος είναι». Μακάρι να ήταν, αλλά, δυστυχώς, η ημικρανία είναι η σημαντικότερη των κεφαλαλγιών και αποτελεί μια σοβαρή νευρολογική πάθηση που, σε ένα μεγάλο ποσοστό, είναι κληρονομική.
Η ημικρανία είναι κάτι πολύ περισσότερο από τον πονοκέφαλο και μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορα συμπτώματα στον κάθε ασθενή. Κατά μεγάλο ποσοστό, συνοδεύεται από έντονη φωτοφοβία, ενόχληση από ήχους και μυρωδιές, ναυτία, μούδιασμα και δυσλειτουργία στην ομιλία και στην όραση. Ο συνδυασμός των συμπτωμάτων και του πόνου, που μπορεί να εκτονωθεί σε οποιοδήποτε μέρος του κεφαλιού – ακόμα και σε όλο το κεφάλι, παρά τη σημασία της λέξης – είναι παραπάνω από ικανός να καταστήσει το άτομο δυσλειτουργικό και να απομονώσει σε κάποιο σκοτεινό δωμάτιο, για ώρες ή και μέρες, ασθενείς με μακροχρόνια προβλήματα.
Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει κάποια ριζική θεραπεία, ενώ θα πρέπει να γίνεται διάγνωση στον κάθε ασθενή και να εντοπίζεται η κατάλληλη ειδική αγωγή, η οποία διαφέρει για τον καθένα και δεν αρκείται σε απλά παυσίπονα. Πέραν από τις κατασταλτικές θεραπείες για τη μετρίαση του πόνου κατά την εκδήλωση της κρίσης, υπάρχουν και διάφορες προληπτικές θεραπείες για ασθενείς με συχνότερες κρίσεις ημικρανίας, οι οποίες, μάλιστα, δανείζονται φάρμακα από άλλες παθήσεις, όπως αντικαταθλιπτικά και αντιεπιληπτικά χάπια.
Από το 2017, έχει δημιουργηθεί ο μη κερδοσκοπικός Σύλλογος Ασθενών με Ημικρανία και Κεφαλαλγία, με στόχο να ενημερώσει τόσο τους ασθενείς, όσο και το ευρύ κοινό, επιδιώκοντας τη μείωση της φράσης: «Πώς κάνεις έτσι για έναν πονοκέφαλο…». Σύμφωνα με τα δεδομένα που δίνονται από τον Σύλλογο, υπολογίζεται ότι στη χώρα μας υπάρχουν περίπου 1.000.000 ημικρανικοί ασθενείς. Το πιο σημαντικό, όμως, ζήτημα και αυτό που πυροδοτεί ακόμα περισσότερα προβλήματα – σε οικογενειακό και επαγγελματικό επίπεδο – στους ασθενείς, είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι αδιάγνωστοι.
Ημικρανικά επεισόδια και κρίσεις μπορούν να χτυπήσουν ανά πάσα ώρα και στιγμή, και να καταστρέψουν σημαντικές κι όμορφες στιγμές. Η διάγνωση, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, δεν μπορεί να φέρει ριζική θεραπεία και οι ασθενείς ζουν με την ανασφάλεια της επόμενης ημικρανικής κρίσης. Μπορεί, όμως, να βοηθήσει τον ασθενή με μια κατάλληλη ειδική αγωγή, για τη στιγμή εκδήλωσης του πόνου και την ταχύτερη αντιμετώπισή του.
Είναι σημαντικό να αντιμετωπίζουμε κάθε πάθηση ξεχωριστά και να αντιλαμβανόμαστε τη σοβαρότητά της και τη δυσλειτουργία που προκαλεί στο άτομο, χωρίς να παριστάνουμε τους γιατρούς και να κρίνουμε τη σημασία ή όχι του πόνου. Οι ημικρανικοί ασθενείς, λοιπόν, δεν έχουν να αντιμετωπίσουν απλώς έναν ακόμα πονοκέφαλο…