Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Το ζήτημα της άρσεως ή μη της βουλευτικής ασυλίας του πρώην Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ, Παύλου Πολάκη, απλώς προσέφερε στην ελληνική κοινή γνώμη ένα κλασσικό παράδειγμα αυτού που στην Ελλάδα του 2019 είναι η «επίσημη Αριστερά» ή μάλλον η «επαγγελματική» Αριστερά: κουτσαβακισμός, εντυπωσιοθηρία και υποκρισία. Ο Πολάκης και ο ΣΥΡΙΖΑ, πάρα πολλές φορές κατά το παρελθόν, κατήγγειλαν το νόμο περί ευθύνης Υπουργών, ως τον πλέον βρώμικο, που αποκλειστικά στόχευε στην ατιμωρησία των διεφθαρμένων πολιτικών. Διακήρυτταν δε σε όλους τους τόνους ότι θα τον καταργήσουν. Κι αν για την τυπική του κατάργηση απαιτείται συγκεκριμένη αναθεωρητική του Συντάγματος διαδικασία, υπάρχει ένας πρακτικός και ουσιαστικός τρόπος για τη μη εφαρμογή του: η παρότρυνση εκ μέρους των πολεμίων του νόμου προς τους βουλευτές να ψηφίζουν πάντοτε υπέρ της άρσεως της ασυλίας, ώστε να οδηγηθεί η υπόθεση που τους αφορά στην τακτική Δικαιοσύνη. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι οι ΣΥΡΙΖΑίοι όχι μόνο δεν προέβησαν σε αυτή τη συμβολική όσο και πρακτική λύση «παράκαμψης» του νόμου, αλλά αντιθέτως κρύφτηκαν πολλάκις πίσω απ’ αυτόν.
Ήρθε λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου, οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί άλλαξαν κατόπιν των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουλίου, και πλέον η ασπίδα προστασίας, που μέχρι τότε η ομογάλακτη πλειοψηφία της Βουλής τους παρείχε, δεν υφίσταται εκ των πραγμάτων. Ακόμα και τώρα όμως, ποια θα ήταν η πλέον αξιοπρεπής και λεβέντικη στάση από έναν πολιτικό, ο οποίος όντας απολύτως σίγουρος για τη νομιμότητα και την ορθότητα των κινήσεών του κι έχοντας κατά δήλωσή του ατράνταχτα στοιχεία που τις επιβεβαιώνουν, βρίσκεται σε αυτή τη θέση; Μα, φυσικά να απαιτήσει ο ίδιος να βρεθεί ενώπιον της τακτικής Δικαιοσύνης, προκειμένου να καθαρίσει το όνομά του από τις κατηγορίες που το βαρύνουν, να αποκαλύψει με τον πλέον επίσημο τρόπο τους «σκευωρούς» και να προσφέρει ύψιστη υπηρεσία στο δημόσιο συμφέρον, με την αποκάλυψη ενώπιον της πλέον αρμόδιας Αρχής αυτών που το ζημίωσαν. Έπραξε αναλόγως ο κατά τα άλλα «ασυμβίβαστος» κι «ατρόμητος» Πολάκης; Όχι βέβαια! Ξεχνώντας φυσικά τις επαναστατικές κορώνες, προσπάθησε αρχικά να «ψαρώσει» πρωτίστως το κυβερνών κόμμα της ΝΔ και δευτερευόντως το ΠΑΣΟΚ ότι στο πλαίσιο του πολιτικού πολιτισμού και του «να πάμε παρακάτω», πρέπει να δεχθούν ότι η παράνομη ηχογράφηση συνομιλιών και μάλιστα επί προσωπικού ζητήματος, εντάσσεται στο πλαίσιο των υπουργικών του καθηκόντων. Αξίζει δε να θυμηθούμε ότι, αφού διοχέτευσε στον εκλεκτό του ΣΥΡΙΖΑικού παρακράτους τον ηχογραφημένο διάλογο, κατόπιν, έχοντας προφανώς συνειδητοποιήσει το παράνομο της ενέργειάς του, υποστήριξε ότι η μνήμη του είναι αυτή που του επέτρεψε να μεταφέρει επακριβώς το διάλογο κι όχι τεχνικά μέσα. Επιχείρημα επιπέδου ανεκδότου με τον Τσακ Νόρις. Μόλις διαπίστωσε ότι η πιάτσα στέρεψε από κορόιδα και τα εναπομείναντα περιορίζονται στο να ψηφίζουν τον Παπαδημούλη για καμιά Αντιπροεδρία στην Ευρωβουλή, ξεκίνησε το γνωστό τροπάριο: ύβρεις συνδυασμένες με μελοδραματικές παραστάσεις και κρίσεις μεγαλείου, που κατέληξαν στην αποχώρηση σύσσωμης της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και στις βλαχομαγκιές με τα αναμμένα τσιγάρα στο καφενείο της Βουλής.
Ο Πολάκης αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας κοινωνικής και πολιτικής ομάδας, η οποία, αφού έβαλε την επισήμανση «Αριστερά» στην πολιτική της ταυτότητα, ενδιαφέρθηκε μόνο για την προαγωγή των συμφερόντων της σε πλήρη αναντιστοιχία με όσα σε ρητορικό επίπεδο πρέσβευε. Είναι αυτοί, που από τη μία αντιμάχονται τον καπιταλισμό, αλλά από την άλλη εκμεταλλεύονται στο έπακρον τις δυνατότητες που αυτός προσφέρει, δημιουργώντας μεγάλες περιουσίες και πουλώντας επανάσταση εκ του ασφαλούς. Είναι αυτοί που, αφενός δε ντύνονται επίσημα ή κυκλοφορούν με μπλουζάκια Τσε Γκεβάρα ως ένδειξη αντικομφορμισμού κι απέχθειας προς τις αστικές συνήθειες, αφετέρου όμως το επιμελώς ατημέλητο look τους κοστίζει πολύ περισσότερο από αυτό των «προλεταρίων» που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν. Αυτοί που σταδιοδρομούν ως εργατοπατέρες, ενώ ουδέποτε έχουν εργασθεί στη ζωή τους, καθώς και οι καριερίστες «φοιτητοπατέρες», που από τη φοιτητική τους ζωή ελάχιστα αποκόμισαν ως προς το αντικείμενο των σπουδών τους. Είναι αυτοί που υποτίθεται πως πολεμούν το παλιό σύστημα, αλλά αν ανατρέξει κανείς στην πορεία τους, θα δει ότι διαχρονικά υπήρξαν ευνοούμενοί του. Είναι αυτοί που από τη μία καταριούνται την ιδιωτική εκπαίδευση και ομνύουν στο «άσυλο» και στους «κοινωνικούς αγώνες» των καταληψιών, αλλά, από την άλλη επιλέγουν για τους γόνους τους σχολικά και πανεπιστημιακά ιδρύματα ιδιωτών, εκεί όπου δεν υπάρχουν καταλήψεις κι «αιώνιοι φοιτητές» κι εκεί, όπου δεν υφίστανται ούτε οι τραμπουκισμοί των λεγομένων αντιεξουσιαστών ούτε οι κίνδυνοι ληστών και ναρκεμπόρων.
Φυσικά, δεν είναι μόνο οι αυτοαποκαλούμενοι και αυτοδιαφημιζόμενοι Αριστεροί, που πορεύονται με κουτοπονηριά κι υποκρισία. Υπάρχουν και στη Δεξιά διάφορα φυντάνια που το παίζουν πατρίς-θρησκεία-οικογένεια, αλλά ο τρόπος ζωής τους, απέχει παρασάγγας από το τρίπτυχο αυτό, όπως και κάποιοι μόνο στα λόγια «φιλελεύθεροι», μιας και είναι μονίμως σχετιζόμενοι με το πρυτανείο. Απλώς, οι επαγγελματίες Αριστεροί μέχρι το 2015 φορούσαν την προβιά του ηθικού πλεονεκτήματος, δεδομένου ότι ποτέ δεν είχαν ασκήσει κυβερνητική εξουσία, αν και στους μαζικούς χώρους (συνδικαλισμός, παιδεία κ.λπ.), κατ΄ουσίαν –τουλάχιστον- συγκυβερνούσαν τις τελευταίες δεκαετίες. Ήρθε, λοιπόν, η πρώτη φορά Αριστερή κυβέρνηση και πλέον η δεύτερη φορά Αριστερή αξιωματική αντιπολίτευση, για να διαλύσει τα ροζ συννεφάκια και τους μύθους. Είναι μεγάλη ευκαιρία για την ελληνική κοινωνία συνολικά ν’απαλλαγεί από διάφορες αντιλήψεις που είχαν παγιωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο.
Γεννήθηκε το 1989 στη Λαμία και έζησε μέχρι τα 18 μου χρόνια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Νομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργαζόμενος παράλληλα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πάνω στα αντικείμενα των σπουδών του. Αρθρογραφεί για θέματα πολιτικής επικαιρότητας.