Του Διονύση Κουσκουλή,
Την παλαιότερη εμφάνιση του εβραϊκού στοιχείου στη Θεσσαλονίκη αποτελούν οι Ρωμανιώτες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη περίπου τον 2ο αιώνα π.Χ. Τα μέλη αυτής της ομάδας είχαν ελληνικά ονόματα και μιλούσαν μια διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας, τη «ρωμανική». Σε όλη την περίοδο της ρωμαϊκής, βυζαντινής και οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Θεσσαλονίκη διατηρεί την πολυεθνική δομή της με έντονο το εβραϊκό στοιχείο, το οποίο συνέβαλε στην ανάπτυξη των τομέων της μεταποίησης και του εμπορίου, που καθιστούν τη Θεσσαλονίκη ως τη δεύτερη σημαντικότερη πόλη της αυτοκρατορίας. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η οικονομική και δημογραφική υπεροχή της εβραϊκής Κοινότητας είναι αδιαμφισβήτητη.
Το καθοριστικό γεγονός για την τύχη όχι μόνο της Εβραϊκής Κοινότητας, αλλά και ολόκληρης της πόλης, που θα της προσδώσει μια καινούρια φυσιογνωμία, συμβαίνει στα 1492. Στην Ισπανία, οι βασιλείς Φερδινάνδος και Ισαβέλλα εκδίδουν βασιλικό διάταγμα τη 13η Μαρτίου αυτού του έτους, που επιβάλλει σε όλον τον εβραϊκό πληθυσμό να ασπαστεί το καθολικό δόγμα της χριστιανικής θρησκείας ή να εγκαταλείψει τη χώρα μέχρι τον επόμενο Αύγουστο. Υπολογίζεται πως, περίπου 50.000 Εβραίοι βαπτίστηκαν – φαινομενικά – παραμένοντας στην Ισπανία, ενώ περισσότεροι από 250.000, προτίμησαν το δρόμο της εξορίας. Η συντριπτική πλειονότητα των εκδιωχθέντων Εβραίων εγκαθίστανται στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ άλλοι κατευθύνονται προς το Βορρά (Γαλλία, Αγγλία, Κάτω Χώρες) ή την Ιταλία και τη Β. Αφρική. Η αλλαγή πολιτικής των Ισπανών βασιλέων ήταν αποτέλεσμα της Reconquista, του πολέμου, δηλαδή, για την ανακατάληψη των μουσουλμανικών (Αραβικών) κτήσεων στην Ιβηρική χερσόνησο, ο οποίος τερματίζεται στις 2 Ιανουαρίου 1492, όταν καταλύεται οριστικά το Αραβικό Κράτος της Γρανάδας. Τότε σταματάει και η ανοχή των Ισπανών βασιλέων προς τις μειονότητες και εκδίδεται το διάταγμα της 13ης Μαρτίου, που οδηγεί στην εκτόπιση των 250.000 Εβραίων.
Το αποτέλεσμα ήταν η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης να διαμορφωθεί οριστικά, μετά τη μαζική εγκατάσταση των εκδιωχθέντων του 1492. Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’, παρακινημένος από τον αρχιραββίνο της Κωνσταντινούπολης Ελιγιά Καψάλη, άνοιξε τις πύλες της επικράτειας του και διέταξε τους κατά τόπους διοικητές να δεχθούν εγκάρδια και να διευκολύνουν την εγκατάσταση των Εβραίων, θεωρώντας ότι η εγκατάστασή τους στη Θεσσαλονίκη θα ήταν ιδιαίτερα επικερδής, καθώς αποτελούσαν μια τεράστια δεξαμενή εργατικού δυναμικού, όντες οι περισσότεροι τεχνίτες και έμπειροι έμποροι με διεθνείς επαφές. Έτσι, η φήμη της Εβραϊκής Κοινότητας Θεσσαλονίκης μεγάλωσε και προσέλκυε συνεχώς κι άλλους καταδιωγμένους Εβραίους που κατέφυγαν σ’ αυτήν, αναζητώντας ένα φιλόστοργο άσυλο. Η πλειονότητα, λοιπόν, των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης, στις αρχές του 20ου αιώνα, είναι Σεφαραδίτες των οποίων οι πρόγονοι είχαν εκδιωχθεί από την Ισπανία το 1492. Η παραδοσιακή γλώσσα των Ελλήνων Σεφαραδιτών ήταν η Ισπανοεβραϊκή ή Λαντίνο και η κοινότητά τους αποτελούσε, μέχρι το Ολοκαύτωμα, «μοναδικό μείγμα οθωμανικής, βαλκανικής και ισπανικής επιρροής» και ήταν δε γνωστή, για το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που τη χαρακτήριζε. Κείμενα του 16ου αιώνα, μας πληροφορούν ότι η βιοτεχνία είναι η κύρια απασχόληση της πλειονότητας του εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης. Οι Εβραίοι μετανάστες έφεραν μαζί τους μεθόδους εργασίας άγνωστες. Ως τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης αποτελούσαν τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα στην πόλη. Από μια απογραφή του 1913, προκύπτουν τα ακόλουθα στοιχεία: σε σύνολο πληθυσμού 157.889 ανθρώπων, περίπου 45.867 αναφέρονται ως «Οθωμανοί», δηλαδή, κυρίως μουσουλμάνοι. Οι Εβραίοι ήταν 61.439, ενώ ως Έλληνες αναφέρονται λιγότεροι από 40.000. Οι αριθμοί αυτοί μεταβλήθηκαν δραματικά, καθώς πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία συνέρρευσαν στην πόλη κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Η μεγάλη πυρκαγιά του 1917, προκάλεσε σημαντικές καταστροφές στις εβραϊκές συνοικίες και συνέβαλε στην πληθυσμιακή μεταβολή.
Στις 26 Οκτωβρίου 1912, η Θεσσαλονίκη είναι ξανά ελληνική. Η διοίκηση της Κοινότητας θα γίνει αμέσως δεκτή από το Βασιλιά Γεώργιο Α’, που υπόσχεται πλήρη ισοτιμία των Εβραίων στα πλαίσια των νόμων. Οι υποσχέσεις αυτές, επαληθεύονται καθημερινά στην πράξη. Γι’ αυτό κι η απόπειρα των Βουλγάρων να προσεταιρισθούν τους Εβραίους, μιας και στερούνταν σοβαρής εθνολογικής βάσης στην πόλη, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα. Έτσι, αρχίζει για τους Εβραίους η νέα περίοδος της ένταξης τους στο ελληνικό κράτος. Οι Γερμανικές δυνάμεις μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη την 9η Απριλίου του 1941 και, λίγες μέρες αργότερα, απαγορεύουν την είσοδο των Εβραίων σε χώρους εστίασης, επιτάσσουν το νοσοκομείο του Χιρς, φυλακίζουν τα μέλη του κοινοτικού Συμβουλίου, διατάζουν τους Εβραίους να παραδώσουν τα ραδιόφωνα τους και λεηλατούν τα γραφεία της Κοινότητας.
Στις 11 Ιουλίου του 1942, διατάζουν τη συγκέντρωση του άρρενος πληθυσμού ηλικίας 18-45 ετών στην πλατεία Ελευθερίας, όπου υφίστανται βασανιστήρια κι εξευτελισμούς και οδηγούνται σε καταναγκαστικά έργα. Η Κοινότητα θα καταβάλει στους ναζί 2.5 δισεκατομμύρια δραχμές για να τους απελευθερώσει. Στο τέλος του ίδιου χρόνου, οι ναζί κατάσχουν τις ανθούσες εβραϊκές επιχειρήσεις. Η καταβολή χρηματικής αποζημίωσης για την απελευθέρωση του αντρικού πληθυσμού από τα καταναγκαστικά έργα, ανέστειλε, απλώς, τον εκτοπισμό των Εβραίων για μερικούς μήνες. Το Φεβρουάριο του 1943, φτάνει στην πόλη κλιμάκιο των SD που βάζει σε λειτουργία το μηχανισμό εξολόθρευσης των Εβραίων. Αρχικά, ο εβραϊκός πληθυσμός υποχρεώνεται να φοράει το κίτρινο άστρο του Δαυίδ στα ρούχα του, αλλά και να μετακινηθεί σε γκέτο. Τους απαγορεύτηκε, επίσης, η χρήση τηλεφώνων και δημόσιων μεταφορικών μέσων, καθώς και το να εγκαταλείψουν την πόλη. Οι Ναζί κρύβουν τις πραγματικές τους προθέσεις και ισχυρίζονται πως επιθυμούν την αναδιοργάνωση της κοινότητας.
Στις 6 Μαρτίου 1943 απαγορεύεται η έξοδος των Εβραίων από τα γκέτο, ενώ στις 15 Μαρτίου αναχωρεί ο πρώτος συρμός με προορισμό τα στρατόπεδα του θανάτου Άουσβιτς και Μπιρκενάου. Διαδοχικές αποστολές που αναχωρούν η μια μετά την άλλη, θα μεταφέρουν σε λίγες εβδομάδες τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, στοιβαγμένους σε βαγόνια που προορίζονταν για ζώα, στον τόπο της εξόντωσης. Το μέγεθος της τραγωδίας που έλαβε χώρα είναι αδιανόητο. Από τούς 77.377 που ζούσαν στην ελληνική επικράτεια, επέζησαν, τελικά, 10.226. Υπήρξε, δηλαδή, μείωση του πληθυσμού κατά 86%. Από τους 46.091 θεσσαλονικείς Εβραίους που μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης επέστρεψαν μόνο 1.950, δηλαδή, ένα ποσοστό 4% περίπου, ενώ το υπόλοιπο 96% αφανίστηκε ολοσχερώς.
Βιβλιογραφία
- Καβάλα Μαρία, «Η καταστροφή των Εβραίων της Ελλάδας ( 1941-1944)», Αθήνα: 2015
- Μόλχο Ρένα, «Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης : 1856-1919: μια ιδιαίτερη κοινότητα», Θεσσαλονίκη: Πατάκης, 2014.
Ζει στην Θεσσαλονίκη, όπου σπουδάζει Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Γνωρίζει άριστα αγγλικά και γερμανικά, ενώ έχει συμμετάσχει σε μία σειρά προγραμμάτων, σεμιναρίων και επιστημονικών συνεδρίων. Στον ελεύθερο του χρόνο, ασχολείται με την μουσική.