Του Θάνου Κουλουβάκη,
Μόλις χθες, ένας σπουδαίος άνθρωπος έφυγε από τη ζωή· ένας άνθρωπος ο οποίος αποτέλεσε ένα τεράστιο κεφάλαιο για την ελληνική τέχνη, και διακρίθηκε τόσο για την καινοτομία και την τεχνική, όσο και για την πληθώρα ιδεών που κατόρθωσε να περάσει μέσα από τα έργα του. Κάνω λόγο για τον Παναγιώτη Βασιλάκη ή όπως τον γνωρίζαμε οι περισσότεροι και οι περισσότερες, για τον Τάκι, ο οποίος, εχθές το πρωί, απεβίωσε.
Ο διεθνώς αναγνωρισμένος καλλιτέχνης Τάκις γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 25 Οκτωβρίου του 1925. Βίωσε τη Μεταξική δικτατορία, καθώς και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ παράλληλα συμμετείχε στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (Ε.Π.Ο.Ν.), η οποία υπαγόταν στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ.). Λόγω της δράσης του στην Ε.Π.Ο.Ν., καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Πολέμησε με μένος το ναζισμό και συνεισέφερε σημαντικά στον αγώνα έναντι της Γερμανικής κατοχής. Απο το 1954 κι έπειτα, κατοικούσε στο Παρίσι. Έχει βραβευτεί αρκετές φορές· το 1988 – λόγου χάριν – του δόθηκε το μεγάλο εθνικό Βραβείο Γλυπτικής της Γαλλίας.
Τα έργα του – πέραν του γεγονότος ότι έχουν αγαπηθεί από πολλούς και πολλές σε παγκόσμια εμβέλεια – αποτελούν πηγή έμπνευσης για νέους καλλιτέχνες, ενώ, ταυτόχρονα, εμπνέουν το θεατή και του προκαλούν έντονα συναισθήματα. Στα δικά μου μάτια, τα έργα του Τάκι είναι κάτι παραπάνω από ανατρεπτικά. Δεν αποτελούν απλώς μία αντιδραστική απάντηση στη σεμνοτυφία και τον πουριτανισμό, δεν αποτελούν αποκλειστικά μία αντίδραση στην κοινωνία και στα ήδη υπάρχοντα στερεότυπα πάντως είδους· αποτελούν μία ερώτηση τόσο εσωτερική, που μπορούμε να τη θέσουμε μονάχα στον ίδιο μας τον εαυτό. Ο Τάκις, μέσω των έργων του, με κάνει να αμφισβητώ, με κάνει να αισθάνομαι ελεύθερος και, κυρίως, μου δημιουργεί εσωτερικές ερωτήσεις.
Με έκανε να αμφισβητήσω την τέχνη όπως μου έμαθαν ότι πρέπει να είναι, με έκανε να αναρωτηθώ πώς – και αν, εν τέλει – μπορώ να αντιληφθώ την τέχνη αυτή καθ’ αυτή, όχι σαν μία ολότητα ή ένα ενιαίο σύνολο, αλλά σαν την οποιαδήποτε μορφή δημιουργίας και έκφρασης.
Αυτό που με είχε εντυπωσιάσει – και, σαφώς, εξακολουθεί να με εντυπωσιάζει – με τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη, είναι το γεγονός ότι ήταν αυτοδίδακτος. Δεν επιδίωξε να «τον διδάξουν» και, ενδεχομένως, έκανε την καλύτερη επιλογή· διότι αυτή του η επιλογή, ίσως, του έδωσε την ευκαιρία να εκφραστεί με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, να φτιάξει τη δική του καλλιτεχνική ταυτότητα, μία ταυτότητα η όποια είναι – με βεβαιότητα – αναντικατάστατη. Κατόρθωσε μόνος να δημιουργήσει – ή να εξελίξει – μία τέχνη, η οποία εύχομαι να μείνει αναλλοίωτη στο χρόνο και να εξακολουθήσει να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού και πηγή έμπνευσης.
Δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να ειπωθεί για έναν τόσο μεγάλο καλλιτέχνη, για έναν άνθρωπο του οποίου το έργο δε θα σταματήσει να με εμπνέει και να μου προκαλεί δέος. Το μόνο πράγμα που μπορώ να πω είναι ότι, σίγουρα, δεν είμαι ο μοναδικός άνθρωπος που αισθάνεται έτσι γι’ αυτόν τον σπουδαίο καλλιτέχνη· κι αυτό είναι, αν μη τι άλλο, αρκετά παρηγορητικό.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι το πιο σπουδαίο που μπορεί να καταφέρει ο εκάστοτε καλλιτέχνης – κατά τη γνώμη μου – δεν είναι οι άνθρωποι να τον θαυμάζουν ή να τον εκτιμούν μονάχα για το έργο του, αλλά και για τη δράση του και για τις ιδέες του. Κι αυτό ο Τάκις σίγουρα το κατάφερε!