Της Ιωάννας Νεστορίδη,
Ο Donald Trump σάρωσε την πολιτική σκήνη με τη συμμετοχή του στην προεκλογική εκστρατεία για την προεδρεία του 2016. Το κατάφερε εν μία νυκτί; Όχι. Δεν έγινε καν αντιληπτό πώς σταδιακά και υποδόρια μετατράπηκε στη σύγχρονη κεφαλή του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Ο ίδιος διεξήγαγε την καμπάνια και εν τέλει την ίδια τη διοίκηση του αμερικανικού κράτους, όπως και τη ζωή του: ως celebrity, με θρασύτητα, μηδαμινή μετριοφροσύνη και πλείστες δόσεις self-entitlement.
Κατάφερε μέσα σε λίγο χρόνο να τραβήξει τα βλέμματα όλου του κόσμου πάνω του, να μιλούν ακατάπαυστα όλοι οι αναλυτές για το παραμικρό tweet του, να κερδίζει έτσι airplay, ακόμη και στα κανάλια των μεγαλύτερων επικριτών του, με άλλα λόγια, κατέστη αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας όλων και κρυφή πηγή διασκέδασης. Αν δεν άρεσαν άλλωστε τα reality dramas, δεν θα υπήρχαν τόσα shows σε κάθε χώρα και τα πρωινάδικα θα προέβαλαν μόνο ζώδια και συνταγές.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος αποτελεί ένα παράδοξο από μόνος του. Εμφανίστηκε ως ο αντι-συστημικός, απροσδόκητα πλούσιος, “Average Joe” -δίχως τίποτα average στην προνομιούχα ζωή του- που ενσάρκωνε τα ήθη και τις αρχές μιας εκλιπούσας πλέον Αμερικής. Με ακατέργαστο μαγνητισμό κι από καθαρή δύναμη της προσωπικότητας, αναζωπύρωσε πάθη, που φαινομενικά τουλάχιστον είχαν κατευναστεί στις ΗΠΑ. Εξαπέλυσε πολλαπλά κυνήγια μαγισσών κατά των ΜΜΕ, των δημοκρατικών, των μεταναστών, των γυναικών και της LGBT+ κοινότητας, όλα τα στοιχεία δηλαδή, που διαφοροποιούν ένα κοινωνικά προοδευτικό κράτος δικαίου από οπισθοδρομικές ακροδεξιές κυβερνήσεις.
“Αντι-συστημικός”, όπως αυτοπροσδιορίστηκε και όπως προαναφέρθηκε. Αν και η πολιτική του περσόνα χτίστηκε στη σύγκρουσή του με την πολιτική καθεστηκυία τάξη, δεν υπήρξε άλλος πολιτικός περισσότερο “politically entitled” απαιτώντας σχεδόν de facto et de jure το σεβασμό και την αποδοχή της πολιτικής του ατζέντας. Ο τραμπικός πατερναλισμός, ο οποίος σε τίποτα δεν θυμίζει τον ερντογανικό πατερναλισμό, δεν ακολούθησε κάποια ανώτερη πολιτική φιλοσοφία ούτε επεδίωξε να εδραιωθεί στις πλάτες χρονικά δοκιμασμένων ιδεολογιών και να αντλήσει τη νομιμοποίησή του από αυτές.
Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί, αν ο ίδιος ο Donald Trump είναι τόσο υπερόπτης, ώστε να πιστεύει στην εκφυλισμένη θετική ελευθερία του Berlin. Ρητορικό το ερώτημα και πολλές οι άγνωστες λέξεις. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που ο Αμερικανός Πρόεδρος κέρδισε τόσους πιστούς followers, διαδικτυακά και στις κάλπες, είναι αμετανόητα, αδιόρθωτα και unapologetically απλοϊκός. Δε διαφέρει σε τίποτα από τον μέσο Αμερικανό που δε διδάχτηκε πολιτική φιλοσοφία και τις αρχές της δικαιοσύνης και της ηθικής. Δεν προσπαθεί να πείσει κανέναν ότι γνωρίζει τι πραγματικά χρειάζεται ο λαός, είναι ο ίδιος ολόκληρος ο λαός.
Πυρήνας του τραμπικού πατερναλισμού, λοιπόν, δεν είναι κάποια ιδιαίτερη πολιτική πυξίδα, με γνώμονα την υπεροχή της γνώσης. Ο Trump, στην καλύτερη περίπτωση, είναι ο πολιτικός εκφραστής της εμπορευματοποίησης της πολιτικής και διοικεί κατά ένα πρότυπο demand and supply, εννοώντας σαφώς ότι η πολιτική του κατεύθυνση ερμηνεύει και απαντά στην ανάγκη του εκλογικού σώματος που τον ανέδειξε, δίχως να σκοπεύει στην περαιτέρω καθοδήγησή του. Κοινώς: δώστε στον λαό αυτό που ζητά! Είναι σχεδόν, θα έλεγε κανείς, ένας πολιτικός διακανονιστής, που αγανάκτησε με τον πολιτικό μαρασμό της χώρας του κι αποφάσισε να λάβει την κατάσταση στα χέρια του με μοναδικό στόχο: Make America Great Again.
Με άλλα λόγια, όταν η πολιτική ελίτ προσπαθεί να αυτοπεριοριστεί, να υπακούσει στους όρους της πολιτικής ορθότητας, να κατέβει από τα υψηλά σαλόνια και να “μιλήσει τη γλώσσα του λαού”, ο Donald Trump γνωρίζει μόνο αυτή τη γλώσσα -την οποία συχνά μάλιστα χρησιμοποιεί χωρίς σύνταξη- και τυγχάνει απλώς να βρίσκεται ανάμεσα στα πλούτη μιας ελίτ, που δε θα τον αποδεχτεί ποτέ. Ιδού το έγκλημά του!
Το φαινόμενο-Trump, το οποίο υπήρξε καινοτόμο το 2016, πλέον αναδιπλώνεται και ανακυκλώνεται. Τα ζητήματα της ατζέντας παραμένουν ίδια με πλήθος πολιτικών déjà vu. Στην ευκαιρία που του δόθηκε να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του και την πολιτική του προσέγγιση, να θέσει νέους στόχους και να επικεντρωθεί σε νέα ζητήματα, ο Αμερικανός Πρόεδρος έμεινε πιστός στην ταυτότητά του: πόλωση και fake news. Με ασυνάρτητες και υπερβολικές αναφορές στην οικονομία της Αμερικής και στη μείωση της ανεργίας, κατάφερε να αγγίξει για λίγο μόνο τα πολιτικά θέματα της χώρας.
Ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, η οπλοκατοχή, η οπλοφορία και το εθνικιστικό μίσος, που οδήγησε σε δύο ακόμη mass shootings (βλ. Texas και Ohio – 11 mass shootings μέσα στο 2019 – 52 mass shootings από το 2017 μέχρι σήμερα) παραγκωνίστηκαν για σημαντικότερες παρελθοντικές πληγές και επιθέσεις στο ήθος των αντιπάλων του (βλ. Hilary Clinton). Ο Trump, άλλωστε, αδιαφορεί για την τεχνοκρατική, σκληρή πολιτική κι ενδιαφέρεται περισσότερο για τα ψυχαγωγικά δράματα, τα οποία αντιμετωπίζει ως life-support.
Στο ίδιο πλαίσιο κυμάνθηκε και ο Mike Pence, ο Αμερικανός Αντιπρόεδρος, ο οποίος από κοινού με τον Trump διαμηνύει παντού ότι ήταν η ανάγκη του αμερικανικού λαού για ελευθερία, που τον οδήγησε στη νίκη σε δύο παγκόσμιους πολέμους και όχι ο σοσιαλισμός, τη στιγμή που η δημοκρατική παράταξη αγωνίζεται να αυτοπροσδιοριστεί και να βρει την ταυτότητά της. Κι όσο οι δημοκρατικοί αντιμάχονται ο ένας τον άλλο, κι όλοι μαζί τις οπορτουνιστικές τάσεις που τους χαρακτηρίζουν, ο Trump αποξενώνει ακόμη περισσότερο τους Αφροαμερικανούς και τις μειονότητες, παγιώνοντας μια κατάσταση, που φαίνεται να περνά το μήνυμα: ποτέ, τίποτα δε θα αλλάξει. Why bother?!
Πάσχει ο κόσμος άραγε πράγματι από το περιβόητο Trump Fatigue Syndrome;
Πιθανότατα. Όμως η πραγματική ερώτηση εν όψει εκλογών είναι άλλη: θα παρακινήσει επιτέλους το TFS τους Αμερικανούς να ψηφίσουν ή θα νιώσουν ακόμη περισσότερο πολιτικά εγκαταλελειμμένοι και under-represented σε βαθμό αποχής; Εκεί, άλλωστε, ποντάρει ο Trump για να εξασφαλίσει την επανεκλογή του.
Κι αν όλα αυτά φαίνονται παλιά και τετριμμένα , χιλιοειπωμένα και πολλάκις αναλυμένα, αυτό συμβαίνει διότι πράγματι έτσι είναι. Ο σημερινός Trump δεν αποτελεί την εξέλιξη του Trump εν έτει 2015. Η προεκλογική του εκστρατεία σήμερα θα μπορούσε κάλλιστα να ταυτιστεί με κάποιο rally πριν τέσσερα χρόνια, με απειροελάχιστες διαφορές, οι οποίες περισσότερο έγκεινται στην αποχώρηση στρατηγικών συμβούλων (π.χ. Steve Bannon) παρά στην προσωπική ατζέντα του Αμερικανού Προέδρου.
Ολοκλήρωσε το minor της στη δημιουργική γραφή με ειδικότητα στην ποίηση και τη συγγραφή λόγων και είναι τελειόφοιτη του double major “Law and Political Science”. Στο παρελθόν εργάστηκε για την Καναδική εταιρία λογοτεχνίας Wattpad ενώ δραστηριοποιείται στο χώρο του εθελοντισμού μέσω ομίλου Rotaract. Στον ελεύθερο χρόνο της συμμετέχει σε ακαδημαϊκά συνέδρια, ερευνητικά προγράμματα, ταξιδεύει και φυσικά γράφει.