Του Παναγιώτη Δωρή,
Πολύ πρόσφατα, σε συνέντευξή του, ο προ ολίγου καιρού αναλαβών υπουργός Μεταφορών, κ. Κώστας Α. Καραμανλής, δήλωσε ότι θεωρεί ότι όσοι δεν πληρώνουν το αντίτιμο του εισιτηρίου στα ΜΜΕ, θα όφειλαν να νιώθουν «αποβράσματα της κοινωνίας», φράση που μετά από σφοδρές αντιδράσεις, είτε από τον πολιτικό κόσμο, είτε από την κοινωνία αναγκάστηκε να ανασκευάσει. Όμως, το κακό ήδη είχε προκληθεί. Υπήρξαν πλείστοι, που καταδίκασαν τη δήλωση του Υπουργού, αλλά μέσα στον Κυκεώνα των απόψεων, υπήρξαν ολίγοι, που μέσα από την δήλωση του Υπουργού διαπίστωσαν την εξής πικρή αλήθεια, ότι έχει εκλείψει η ηθική σε ζητήματα της κοινωνίας.
Πριν συνεχίσω, αρμόζει να σταθούμε εν ολίγοις στο ζήτημα της ηθικής και στο κατά πόσο αυτή επιδρά στην κοινωνία. Μέχρι και σήμερα, δεν έχει υπάρξει σαφής ορισμός της, καθώς αποτελεί ξεκάθαρα έναν από τους πολλούς μετέωρους όρους της γλώσσας, που χρησιμοποιούνται καθημερινώς μαζικά, με την πλειοψηφία των χρηστών να γνωρίζουν την έννοια, αλλά να μην μπορούν με αντικειμενικά κριτήρια να παραθέσουν ένα σαφή ορισμό και να την σχηματοποιήσουν. Άραγε, πόσους ορισμούς να έχει η λέξη «έννοια», «τάξη», «κατάσταση», «δίκαιο», «συναίσθημα», «θρησκεία»; Αυτές, αλλά και εκατοντάδες ακόμα τίθενται ως τα θεμέλια της έκφρασης, πάνω στα οποία χτίζεται η εκάστοτε επιχειρηματολογία σε κρίσιμες προβληματικές. Παρ’ όλα αυτά, εάν δε γνωρίζουμε επαρκώς τους όρους που θα παραθέσουμε, πώς το επιχείρημά μας θα κριθεί αποδεκτό και σταθερό, ώστε να αποκρούσει κάθε λογής άρνηση;
Όσον αφορά την ηθική, ο Ιμάνουελ Κάντ αναφέρει ότι «η Ηθική δεν είναι το δόγμα που καθορίζει πώς να γίνουμε ευτυχισμένοι, αλλά πώς να είμαστε άξιοι για να γίνουμε ευτυχισμένοι». Η ηθική, ουσιαστικά, μπαίνει στη σφαίρα του καθολικού νόμου και η συναισθηματική της διάσταση μένει έτσι σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο. Ακόμη πίστευε ότι η ηθική πράξη πηγάζει άμεσα από το τρεφόμενο αίσθημα του καθήκοντος και όχι από τυχόν προδιάθεση του ανθρώπου. Αυτά, όμως, έχουν ως συμπέρασμα ότι η ηθική καλλιεργείται, και δε στεγάζεται στην ανθρώπινη τυχαία αντίδραση. Επί παραδείγματι, ένα κουτάβι σε πολύ μικρή ηλικία, μη γνωρίζοντας τον γευστικό πλουραλισμό, που προσφέρει ένα κόκκαλο, εάν το κόκκαλο το πετάξει κάποιος κοντά του, το κουτάβι δε θα αντιδράσει πάραυτα, αλλά το γεγονός αυτό θα του καλλιεργήσει ενδόμυχα την υποψία, και μέσω της παρατήρησης και της επανάληψης της πράξης αυτής, τελικώς θα κατευθυνθεί προς το κόκκαλο και πλέον κάθε επόμενη φορά, σε κάθε παρόμοια πράξη, θα παρουσιάζει όμοια συμπεριφορά. Έτσι ακριβώς δρα και ο άνθρωπος, με τη διαφορά να έγκειται στην μάθηση: ο άνθρωπος από πολύ μικρή ηλικία εκπαιδεύεται, ώστε να συμπεριφέρεται σε κάθε περίσταση «ευπρεπώς», με το ευπρεπώς εδώ να δηλώνεται ως το πρέπον από άποψη διαβίωσης και επιβίωσης.
Ως εναρκτήριο σημείο, οφείλουμε να λάβουμε την παιδεία και την εκπαίδευση. Επομένως, μέσω της παιδείας και της εκπαίδευσης καλλιεργείται και η ηθική. Όμως, τι είναι αυτό που θέτει ως επιβεβλημένη αθρόας εφαρμογής την ηθική;
Από αρχαιοτάτων χρόνων οι άνθρωποι διέθεταν στη μεταξύ τους επικοινωνία ορισμένους σημασιολογικούς κώδικες, διευκολύνοντας τη διαβίωσή τους και καθιστώντας την ευχερέστερη. Το ζήτημα της διαβίωσης υπήρξε το πρώτιστο από τη δική τους οπτική, καθώς παρατήρησαν ότι η ανθρώπινη ύπαρξη στυλώνεται και καθιερώνεται μονάχα σε ομαδικές συμβιωτικές ομάδες, που με την πάροδο των χρόνων μετεξελίχθηκαν στις γνωστές μας κοινωνίες. Παρ’ όλα αυτά, αν και ο άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικό ον (κατά Αριστοτέλη), ποτέ δεν έπαψε να εκδηλώνει απερίφραστα τα εσωτερικά του πάθη, τα οποία, σε μεγάλη συχνότητα, υπερίσχυαν των υπερατομικών συμφερόντων, των λεγόμενων κοινωνικών – συλλογικών. Από την στιγμή που δεν υπήρξε κάποιος ως κεφαλή της κοινωνίας (όπως συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό σε πολλά είδη ζώων), οι άνθρωποι όφειλαν να εφεύρουν ορισμένες συμπεριφοριστικές δικλείδες, κάποιες απαγορεύσεις δηλαδή. Αυτή η πρακτική και αυτός ο αγώνας τους είχε ως βασικό σκοπό την τιθάσευση των ατίθασων παθών και την επιδίωξη μιας ενιαίας συμπεριφοράς σε κοινούς κινδύνους. Προς κατανόηση, η ανθρωποκτονία δεν αποτελεί εσωτερική αποτρεπτική κατάσταση του ανθρώπου, καθώς αυτή δεν υπήρξε εξ υπαρχής των ανθρώπων, αλλά μια συνεχής, εις το διηνεκές προσπάθεια των ιδίων να διασφαλίσουν την κοινωνική τους συμβίωση.
Ένας αναπάντητος προβληματισμός που γεννιέται μέσω της παραπάνω θεώρησης είναι ο εξής: η ηθική καταστρατηγεί την ελευθερία, το αντίστροφο ή μήπως συμβιώνουν;
Πράγματι, εφόσον παρέβη ένας άνθρωπος κάποιου είδους νόμο, θα υποστεί και τις συνακόλουθες κυρώσεις, διαδικασία που ισχύει από την ύπαρξη των πρώτων πόλεων, όπου γεννήθηκε η δικαιοσύνη. Όμως, όπως διαπιστώσαμε, η ηθική θεμελιώθηκε στα πρότερα βήματα της ανθρωπότητας, επομένως υφίσταται προ της γεννήσεως του όρου της δικαιοσύνης. Λύση σε αυτό το άτοπο έρχεται να δώσει η έννοια του νόμου. Ο νόμος κωδικοποίησε τις πανανθρώπινες αξίες της ηθικής και αποτέλεσε το επιστέγασμα της δικαιοσύνης, χάρη στο οποίο η ανθρώπινη ύπαρξη έχει υλική υπόσταση μέχρι και σήμερα. Συμπερασματικά, αν και οι παραπάνω έννοιες έχουν διαφορετική αφετηρία και είναι αυθύπαρκτες, κατέχουν μια χαρισματική και άκρως επιβεβλημένη σύνδεση μεταξύ τους, με αποτέλεσμα τη διασφάλιση του ανθρώπινου πολιτισμού.
Στην σύγχρονη εποχή, ο νόμος και η δικαιοσύνη έχουν παραλάβει τα ηνία από την ηθική και κατέχουν ομολογουμένως περίοπτη θέση, και ταυτόχρονα πολλάκις καταπατούν την ηθική. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις και τα περιστατικά νόμων, που δίνουν βαρύτητα στο δίκαιο, και δη το ατομικό, και όχι στην ηθική, στην κοινωνική συμμόρφωση και στο καθήκον. Ένα παράδειγμα κατανόησης αποτελεί η αναγκαστική κατεδάφιση αυθαίρετης κατοικίας φτωχότατου ανθρώπου, που ως αποτέλεσμα θα έχει την μονιμοποίηση του ανθρώπου αυτού ως άστεγου. Το αντεπιχείρημα των υποστηρικτών της νομικής θεωρίας είναι ότι σε περίπτωση άφεσης και συγχωρήσεως του γεγονότος αυτού, θα επέλθει πληθώρα όμοιων περιστατικών και κατ’ αποτέλεσμα κοινωνικό τέλμα.
Αυτή, δυστυχώς, είναι η ρίζα του κακού της σημερινής κοινωνικής ηθικής. Ο νόμος, από υπηρέτης της ηθικής μετεξελίχθηκε σε έναν αφέντη, που επιτρέπει μεν ηθικά παραπτώματα, αλλά δεν συγχωρεί εύκολα μη νομικές ατασθαλίες. Και ακόμη περισσότερο, η κακή μορφή του μιμητισμού, που επικρατεί στις δόλιες πράξεις, με παράδειγμα την αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου στα μέσα μαζικής μεταφοράς, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο προαναφερθέν τέλμα. Η λύση σε αυτό το κρισιμότατο πρόβλημα θα επέλθει μονάχα μέσω της πλήρους κατανόησης της έννοιας της κοινωνικής ηθικής και του τερματισμού των απορριπτέων πρακτικών, ναι μεν νομικά υποστατών, αλλά μη ενδεδειγμένων σε σχέση με την πρέπουσα ηθική.
Γιατί να μην μιμούμαστε παράνομες, αλλά ηθικές πράξεις;
Έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο Ναύπλιο. Σπουδάζει στη Νομική σχολή του Δ.Π.Θ. Όντας πολύ καλός γνώστης αγγλικών, έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις και σε αρκετά επιστημονικά συνέδρια. Το ενδιαφέρον του κεντρίζεται γύρω από τα ζητήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και την πολιτική ενεργοποίηση των νέων.