Του Σαράντη Κοιλανίτη,
Οι άντρες του Μπιούφορντ άρχισαν να βάλλουν με τα οπισθογεμή τυφέκιά τους κατά των αντρών της Συνομοσπονδίας από τα υψώματα που είχαν καταλάβει, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση εκείνων. Ωστόσο, σταδιακά, η ανάπτυξη των δυνάμεων του Χεθ επιταχυνόταν ενώ, παράλληλα, στην περιοχή κατέφθαναν από τα βόρεια και βορειοανατολικά κι άλλες μονάδες της Συνομοσπονδίας. Ο Μπιούφορντ, βέβαια, μπόρεσε να κρατήσει τις θέσεις του μέχρι την άφιξη ενισχύσεων. Στο πεδίο της μάχης έφτασε ο υποστράτηγος της Ένωσης, Τζον Ρέινολντς, ο οποίος είχε υπό τη διοίκησή του τρία Σώματα Στρατού της Στρατιάς του Ποτομάκ και ανέλαβε τη διεξαγωγή της. Καθώς η σύγκρουση ξεκίνησε να γενικεύεται, όμως, ο έφιππος Ρέινολντς δέχθηκε τη σφαίρα ενός Νοτίου σκοπευτή και έπεσε νεκρός. Ο θάνατός του προκάλεσε σύγχυση στους αξιωματικούς της Ένωσης, την ώρα που οι δυνάμεις τους υποχωρούσαν όλο και περισσότερο προς τον χώρο του Γκέτισμπεργκ. Ο Μιντ έδωσε εντολή στον υποστράτηγο Ουίνφιλντ Χάνκοκ, σωματάρχη του II Σώματος Στρατού, να αναλάβει τη διοίκηση της άμυνας στο Γκέτισμπεργκ και να αξιολογήσει το ενδεχόμενο εμπλοκής ολόκληρης της Στρατιάς του Ποτομάκ στην κρίσιμη μάχη που επιζητούσε. Η αριθμητική υπεροχή των μονάδων της Συνομοσπονδίας ανάγκασαν εκείνες της Ένωσης να συμπτηχθούν μέχρι το απόγευμα και να εγκαταλείψουν το πολεοδομικό συγκρότημα του Γκέτισμπεργκ, εντός του οποίου πλήθος αντρών της Ένωσης σκοτώθηκε ή αιχμαλωτίστηκε. Η γραμμή άμυνας των Βορείων οργανώθηκε εκ νέου στα υψώματα νότια της μικρής πόλης. Ο Χάνκοκ εισηγήθηκε πως η διάταξη αυτή έδινε πλεονέκτημα στην Ένωση και ο Μιντ πήρε την κρίσιμη απόφαση. Η Στρατιά του Ποτομάκ θα πολεμούσε. Ο Λι διέγνωσε την πλεονεκτική αμυντική θέση της Ένωσης. Οι μονάδες της είχαν σχηματίσει ένα μέτωπο άμυνας σε σχήμα αγκίστρου, το οποίο εκτεινόταν από το ανατολικό του άκρο στον λόφο Καλπς, κατά μήκος της κορυφογραμμής Σέμετερι και με κατέυθυνση προς τον νότο, κατέληγε στο ύψωμα Λιτλ Ράουντ Τοπ. Η πρώτη ημέρα της σύγκρουσης έληξε με νίκη της Συνομοσπονδίας. Το πάνω χέρι, ωστόσο, θα το είχε από δω και πέρα ο Μιντ, καθώς διέθετε το εδαφικό πλεονέκτημα, ενώ παράλληλα η διάταξη άμυνάς του, που χαρακτηριζόταν από κοντινές αποστάσεις μεταξύ των μονάδων στο εσωτερικό της, θα του επέτρεπε να μετακινεί γρήγορα ενισχύσεις σε κάθε σημείο των γραμμών του και να διεξάγει έυκολα αντεπιθέσεις.
Η δεύτερη ημέρα της σύγκρουσης χαρακτηρίστηκε από την αυθόρμητη απόφαση του διοικητή του III Σώματος, υποστράτηγου Σικλς, να μετακινήσει τις μονάδες του, οι οποίες βρίσκονταν στο δυτικό άκρο της κορυφογραμμής Σέμετερι, 800 μέτρα δυτικότερα προς την οδό Έμιτσμπεργκ, κρίνοντας πως από εκεί θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ευκολότερα το πυροβολικό του. Παράλληλα, στο στρατόπεδο της Συνομοσπονδίας, ο Λι σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει το I Σώμα Στρατού του στρατηγού Λόνγκστριτ για να υπερκεράσει την άμυνα των Βορείων στο αριστερό άκρο της παράταξής τους, στα υψώματα Λιτλ Ράουντ Τοπ και Μπιγκ Ράουντ Τοπ. Την επίθεση θα πραγματοποιούσαν οι μεραρχίες των υποστρατήγων Χουντ και Μακλόους. Ταυτόχρονα, το κέντρο της παράταξης της Ένωσης θα έπληττε η μεραρχία του Άντερσον που άνηκε στο III Σωμα του Χιλ. Το επιθετικό σχήμα θα συμπλήρωναν οι μεραρχίες των υποστρατήγων Τζόνσον και Έρλι του II Σώματος του Ίουελ, οι οποίες θα χτυπούσαν παρελκυστικά τον λόφο Καλπς στο δεξιό άκρο των γραμμών της Ένωσης.
Νωρίς το απόγευμα της δεύτερης ημέρας της μάχης, η επίθεση της Συνομοσπονδίας στο αριστερό άκρο της Ένωσης ξεκινά. Ο Μιντ διαβλέποντας τον κίνδυνο που δημιούργησε η μετακίνηση του Σικλς, ενισχύει από το εσωτερικό των γραμμών του τις θέσεις της Ένωσης με το V Σώμα του Σάικς και μερικές μονάδες των II, VI και VII Σωμάτων. Οι άντρες του Χουντ προσπαθούν να καταλάβουν το Λιτλ Ράουντ Τοπ, το οποίο υπερασπίζονται στοιχεία του V Σώματος της Ένωσης. Διενεργούν συνεχείς εφόδους, οι οποίες, όμως, αποκρούονται. Κατά το τελευταίο κύμα επίθεσης, μάλιστα, ο διοικητής του 20ου Συντάγματος του Μέιν και συνταγματάρχης της Ένωσης, Τζόσουα Τσάμπερλνεν, διατάζει αντεπίθεση διά εφόδου με ξιφολόγχη, σε μία απ’ τις πιο μνημειώδεις ενέργειες της μάχης και απωθεί εντελώς τους Νοτίους μαχητές.
Βορειότερα, οι άντρες του Μακλόους εμπλέκονται σε φονικές ανταλλαγές πυρών με εκείνους του Σικλς και καταφέρνουν να διασπάσουν σε ορισμένα σημεία την υπερεκταταμένη γραμμή άμυνας του III Σώματος. Η μεραρχία του Άντερσον, στα αριστερά του Μακλόους, κατορθώνει επίσης να κερδίσει έδαφος στην κορυφογραμμή Σέμετερι. Οι σχηματισμοί της Συνομοσπονδίας, όμως, θα δεχθούν σφοδρές αντεπιθέσεις από ενισχύσεις των καλά οργανωμένων εσωτερικών γραμμών του Μιντ και θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν.
Μέσα σε τρεις ώρες σύγκρουσης, 14.000 Αμερικανοί πέφτουν νεκροί ή τραυματίζονται. Η αιματοχυσία, ωστόσο, επρόκειτο να συνεχιστεί στα ανατολικά και δη στο δεξί άκρο της Ένωσης. Λίγο πριν τη δύση του ηλίου, η μεραρχία του Τζόνσον του II Σώματος του Ίουελ, επιτέθηκε στον λόφο Καλπς, αλλά απωθήθηκε από τη σθεναρή αντίσταση της ταξιαρχίας του Γκρίιν, η οποία ενισχύθηκε από μονάδες των I και XI Σωμάτων της Ένωσης. Η καλή εσωτερική οργάνωση των γραμμών του Μιντ απέβη, για άλλη μία φορά, κρίσιμη. Οι επιθέσεις της Συνομοσπονδίας στον τομέα ολοκληρώθηκαν το βράδυ, όταν δύο ταξιαρχίες της μεραρχίας του Έρλι επιχείρησαν να καταλάβουν το ύψωμα Σέμετερι, χωρίς ωστόσο να το καταφέρουν, καθώς η γρήγορη μετακίνηση ενισχύσεων της Ένωσης έδωσε ξανά τη λύση. Προξένησαν, ωστόσο, τρομακτικές απώλειες στην ταξιαρχία του συνταγματάρχη Χάρις του XI Σώματος της Ένωσης.
Η αυγή βρήκε τις γραμμές της Στρατιάς του Ποτόμακ ανέπαφες, παρά τον μεγάλο αριθμό απωλειών. Ο Λι έκρινε πως η άμυνα της Ένωσης ήταν πιο αδύναμη στον λόφο Καλπς και αποφάσισε να συνεχίσει την προσπάθεια για την κατάληψή του, ενισχύοντας τη μεραρχία του Τζόνσον με 3 επιπλέον ταξιαρχίες. Ο Μιντ, όμως, πρόλαβε να διατάξει την επιστροφή των 5 ταξιαρχιών που είχαν αφήσει τις θέσεις τους για να ενισχύσουν τον Σικλς την προηγούμενη ημέρα. Ταυτόχρονα, το XII Σώμα του Σλόκαμ ξεκίνησε να βομβαρδίζει τους άντρες της Συνομοσπονδίας στην περιοχή. Παρά ταύτα, η επίθεση συνεχίστηκε, αλλά η υπεροχή της Ένωσης σε αριθμούς και δύναμη πυρός καταδίκασε και αυτή την απόπειρα των Νοτίων.
Ο Λι συνειδητοποίησε πως η παράταση της σύγκρουσης φθοράς θα ευνοούσε τον Μιντ, καθώς ο δεύτερος είχε τη δυνατότητα να ανεφοδιάζεται αδιάκοπα και μπορούσε να αναπληρώσει με μεγαλύτερη άνεση τις απώλειές του. Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με την υπέρμερτη πίστη στις ικανότητες των στρατιωτών του, τον οδήγησαν στην απόφαση για μία μεγάλη τελική επίθεση στο κέντρο της παράταξης της Ένωσης, το οποίο επάνδρωνε το II Σώμα του Χάνκοκ. Για τον σκοπό αυτό, επέλεξε τη μεραρχία του Πίκετ που άνηκε στο Σώμα του και την ενίσχυσε με 6 ταξιαρχίες του Σώματος του Χιλ. Για να προετοιμάσει κατάλληλα την έφοδο, μάλιστα, διέταξε το πυροβολικό του να βάλλει εναντίον των θέσεων της Ένωσης μέχρι να εξαντλήσει τα πυρομαχικά του, αποσκοπώντας στην αποδιοργάνωση των γραμμών άμυνάς της. Το μεσημέρι της 3ης Ιουλίου, 170 πυροβόλα της Συνομοσπονδίας ξεκίνησαν να χτυπούν το κέντρο της Ένωσης. Τα πυρά συνεχίστηκαν για δύο ώρες και η «Έφοδος του Πίκετ» ξεκίνησε υπό τις εντολές του Λόνγκστριτ, ο οποίος, εξαρχής, θεωρούσε το εν λόγω εγχείρημα καταδικασμένο. Οι 12.500 άντρες της Συνομοσπονδίας έπρεπε να διανύσουν 1.200, περίπου, μέτρα μέχρι το κέντρο της παράταξης των Βορείων. Το πυροβολικό της Ένωσης με διασταυρούμενα πυρά από το ύψωμα Σέμετερι και το Λιτλ Ράουντ Τοπ, προξένησαν τρομακτικές απώλειες στους επιτιθέμενους. Όταν δε, εκείνοι έφτασαν στις γραμμές της Ένωσης, οι μονάδες του Χάνκοκ, παρά την αρχική αποδιοργάνωση που υπέστησαν, κατάφεραν να τους απωθήσουν, άμα τη αφίξει επιπλέον ενισχύσεων. Οι μισοί από τους Νοτίους που συμμετείχαν σε αυτή τη θρυλική, για την αμερικανική στρατιωτική ιστορία, έφοδο, δε γύρισαν ποτέ πίσω. Όταν τα όπλα σίγησαν, οι παρατάξεις μετρούσαν ήδη απώλειες που, συνολικά, έφταναν τις 50.000.
Ο Λι ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη για τη μεγάλη ήττα και αναχώρησε από τα εδάφη του Βορρά, για να επιστρέψει στη Βιρτζίνια. Είχε, πλέον, συνειδητοποιήσει πως ήταν αδύνατο για τη Συνομοσπονδία να πραγματοποιήσει κάποια άλλη εκστρατεία στα εδάφη της Ένωσης. Οι εξελίξεις στο Δυτικό Μέτωπο του πολέμου την επόμενη της λήξης της μάχης του Γκέτισμπεργκ, επιβεβαίωσαν τις ανησυχίες του. Το Βίκσμπεργκ, το τελευταίο οχυρό της Συνομοσπονδίας επί του ποταμού Μισισιπή, έπεσε στα χέρια του υποστράτηγου της Ένωσης, Οδυσσέα Γκραντ. Ο πόλεμος έλαβε, έτσι, τη μοιραία τροπή, που οδήγησε σε περαιτέρω αποκλεισμό της Συνομοσπονδίας και κατέληξε στην ήττα της, δύο χρόνια αργότερα.
Σε αυτό το σημείο, κρίνεται σκόπιμο να γίνει μία αναφορά στην τραγική ιστορία δύο αξιωματικών, πρωταγωνιστών της μάχης. Ο λόγος για τον προαναφερθέντα υποστράτηγο της Ένωσης, Ουίνφιλντ Σκοτ Χάνκοκ και τον αδερφικό του φίλο, ταξίαρχο της Συνομοσπονδίας, Λούις Άρμιστεντ. Οι δύο αξιωματικοί είχαν γίνει φίλοι κατά την κοινή τους υπηρεσία στον στρατό των ΗΠΑ. Ο πόλεμος τους χώρισε, αλλά συμφώνησαν πως με το πέρας του, θα έσμιγαν ξανά. Η πραγματικότητα έμελλε να είναι διαφορετική. Κατά την τρίτη ημέρα της μάχης του Γκέτισμπεργκ, οι δύο αξιωματικοί βρέθηκαν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον στο πεδίο της μάχης. Η ταξιαρχία που διοικούσε ο Άρμιστεντ ήταν η μόνη που κατόρθωσε κατά την Έφοδο του Πίκετ να διασπάσει για σύντομο χρονικό διάστημα τις γραμμές της Ένωσης. Ο ταξίαρχος, οδηγώντας τους άντρες του με το καπέλο του καρφωμένο στο ξίφος του, τραυματίστηκε και αιχμαλωτίστηκε. Ο Χάνκοκ επίσης τραυματίστηκε, αλλά τοποθετήθηκε σε διαφορετικό ιατρείο και κατάφερε να ανακάμψει. Ο Άρμιστεντ, όμως, κατέληξε στις 5 Ιουλίου, μερικές δεκάδες μέτρα μακριά από τον παλιό του φίλο. Οι δύο άντρες δεν ειδώθηκαν ξανά.
Γεννημένος το 1997 και μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη, απόφοιτος Γενικού Λυκείου και φοιτητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Διετέλεσε αρχισυντάκτης της κατηγορίας της Ιστορίας και υποδιευθυντής του OffLine Post. Φέρει ιδιαίτερη ακαδημαϊκή προτίμηση στη στρατιωτική ιστορία.