Της Αγγελικής Καλούδη,
Τα τελευταία χρόνια, η χώρα μας έχει βρεθεί αντιμέτωπη με ένα φαινόμενο παγκοσμίως γνωστό, ειδικά σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, η Λατινική Αμερική και η Αφρική, όπου η επικράτησή του είναι ακόμη πιο έντονη. Πρόκειται για την προσφυγική κρίση, που έφτασε στο ζενίθ της την περίοδο του 2015, λόγω των αυξημένων προσφυγικών ροών που κατέφθασαν από τη Συρία. Το ζήτημα αυτό, είναι συγχρονικά και διαχρονικά ιδωμένο σε μια πληθώρα κρατών, τα οποία κλήθηκαν να το αντιμετωπίσουν με τη θέσπιση διακρατικών, και μη, μέτρων. Πρόσφατο μέτρο, το οποίο ανακλήθηκε από τη νεοσύστατη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ήταν και η χορήγηση Α.Μ.Κ.Α σε ξένους υπηκόους, ένα μέτρο που στόχευε στην ομαλή ένταξη των προσφύγων στην ελληνική πραγματικότητα. Λύτρωση ή καταδίκη, κανείς δε γνωρίζει, μιας και το προσφυγικό αποτελεί, ίσως, το πιο αμφιλεγόμενο ζήτημα της σύγχρονης εποχής, με ιθύνοντες και εκατέρωθεν πλευρές να υψώνουν τα ξίφη, με άλλους να μεταθέτουν ευθύνες, κι άλλους να κλείνουν τα μάτια.
Ο Α.Μ.Κ.Α, ο Αριθμός Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης, αποτελεί μία ταυτότητα για την εργασία και την ασφάλιση των εργαζομένων, των συνταξιούχων και των μελών της οικογένειάς τους. Πρόκειται για έναν αριθμό εύκολης συναλλαγής στην εργασία, στην ασφάλιση, στη χορήγηση σύνταξης και στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που συμβαδίζει με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η απόφαση που είχε παρθεί, αφορούσε την απόδοση Α.Μ.Κ.Α. σε ξένους υπηκόους, πολίτες κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτων χωρών, και σε δικαιούχους ή αιτούντες διεθνούς προστασίας. Σκοπός της ήταν η πρόσβαση των ομάδων αυτών σε βασικά κοινωνικά αγαθά, όπως η υγεία και η εργασία και, μέσω αυτών, η επίτευξη της ομαλής ένταξης των ξένων υπηκόων στην ελληνική κοινωνία. Επιπλέον, η απόδοση του Α.Μ.Κ.Α σε αυτούς, στόχευε στη μείωση της μαύρης εργασίας, της παράνομης εισόδου στη χώρα και στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αδιαμφισβήτητα, όμως, επρόκειτο για ένα βήμα που θα είχε οικονομικές επιβαρύνσεις για τη χώρα, δεδομένης της τρέχουσας κατάστασης και των προβλημάτων που επικρατούν. Γι’ αυτό κι επικρίθηκε έντονα, με αποτέλεσμα την ανάκλησή του, εγείροντας και αυτή, με τη σειρά της, αντιδράσεις σχετικά με την ανθρωπιστική πολιτική που ακολουθείται για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Ο όρος πρόσφυγας διαφέρει του όρου μετανάστης, στο εκούσιο της φυγής από τη χώρα καταγωγής, στους λόγους φυγής, στην ύπαρξη ή μη κινδύνου και στη δυνατότητα επιστροφής. Έτσι, λοιπόν, ο πρόσφυγας αναγκάζεται να διαφύγει ακούσια από τη χώρα καταγωγής ή διαμονής του, λόγω της ύπαρξης φόβου δίωξης για τη φυλή, τη θρησκεία, την εθνικότητα, την κοινωνική τάξη ή τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Αντιθέτως, ο μετανάστης εγκαταλείπει με τη θέλησή του τη χώρα του για να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη, κυρίως λόγω οικονομικών δυσχερειών. Άρα, και σε αυτή την περίπτωση, υφίσταται ένας ακόμη λόγος που δεν είναι αντιμετωπίσιμος. Επιπλέον, οι αιτούντες διεθνούς προστασίας ή ασύλου, είναι θύματα εμπορίας ανθρώπων, ασυνόδευτοι ανήλικοι ή ανιθαγενείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατηγορίας των προσφύγων, αποτελούν και οι Σύριοι πρόσφυγες που ήρθαν κατά χιλιάδες στη χώρα μας. Η πιθανότητα επιβίωσης αυτών των ανθρώπων σε εμπόλεμες περιοχές είναι μηδενική. Μπροστά, λοιπόν, στον τετελεσμένο θάνατο, το μονοπάτι προς την Ευρώπη μοιάζει πιο βατό, αφού οι πιθανότητες μεταξύ της επικείμενης τραγωδίας και της πολυπόθητης επιβίωσης είναι, σχεδόν, ίσες.
Τραγωδίες υπήρξαν, δυστυχώς, πολλές, τόσο στο Αιγαίο, όσο και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Αποδείχθηκαν, τελικά, μη διαχειρίσιμες κι όσοι δε χρησιμοποίησαν τα μάτια τους για να δουν, σίγουρα τα χρησιμοποίησαν για να κλάψουν, όπως είπε και ο γάλλος φιλόσοφος Πωλ Σαρτρ. Οι μεγάλες προσφυγικές ροές, λόγω των συνεχόμενων ενόπλων συγκρούσεων από το 2001 και μετά, ειδικά στην περιοχή Αφγανιστάν – Ιράκ με προορισμό τη χώρα μας, έχουν ως λογικό επακόλουθο τη μη διευκόλυνση της εκάστοτε κυβέρνησης στη λήψη μέτρων οποιασδήποτε μορφής, τη στιγμή, μάλιστα, που δρα στα πλαίσια μιας ένωσης.
Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αποτελεί το «κουπί» προς την Ευρώπη, τη «σανίδα σωτηρίας» των προσφύγων. Κατά πόσο πρόκειται, όμως, για «σανίδα σωτηρίας» ή για «ύφαλο» χρήζει ιδιαίτερης συζήτησης. Η Ελλάδα έχει υπάρξει χώρα καταγωγής προσφύγων στο παρελθόν, κι ακόμη παράγει μια τεράστια βιομηχανία μεταναστών, μια αλήθεια που ο Έλληνας δε θα πρέπει να λησμονεί όταν προβαίνει σε ακραίες ξενοφοβικές ή ρατσιστικές δηλώσεις. Δηλώσεις που δεν παραθέτει άνευ ερείσματος σε ειδικές περιπτώσεις, όπου οι μεγάλες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές έχουν, πράγματι, αντίκτυπο και σε άλλους τομείς, όπως είναι η εργασία και η οικονομία, χωρίς, όμως, να κερδίζουν έδαφος οι Κασσάνδρες της μελλοντολογίας και της κινδυνολογίας.
Πέραν των μεγάλων προσφυγικών και μεταναστευτικών κυμάτων και των συνεπειών τους, παράνομες και απάνθρωπες συμπεριφορές αναπτύχθηκαν περαιτέρω και επωφελήθηκαν της κρίσης. Το διεθνές εμπόριο διακίνησης ανθρώπων, ασυνόδευτων ανηλίκων, οργάνων, γυναικών, αποτελούν μόνο μερικά από τα παραδείγματα της κακής διαχείρισης των τεράστιων διαστάσεων που έχει πάρει το προσφυγικό τα τελευταία χρόνια. Είναι, πράγματι, χυδαίο και αναίσχυντο να προωθούνται άνθρωποι με τιμή αγοράς που έχει, μάλιστα, και διακυμάνσεις, ανάλογα με το αν πρόκειται για άνδρα, γυναίκα ή παιδί, ανοιχτού ή σκούρου χρώματος, ακόμη κι αν προέρχεται από την ίδια χώρα.
Η κακοδιαχείριση και η μη έγκαιρη λήψη μέτρων, τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και, εσωτερικά, από την Ελλάδα, οδήγησαν σε ένα ανήκουστο και πρωτοφανές αλισβερίσι που μετέτρεψε την Ελλάδα σε «αποθήκη» ψυχών. Ένα προσφυγικό παζάρι, μια χαώδης κατάσταση, με άλλους να κάνουν λόγο για επαναπροώθηση, άλλους να κατηγορούν τις γειτονικές χώρες και τις όποιες ΜΚΟ ασχολήθηκαν, κι άλλους να επωφελούνται οικονομικά και πολιτικά ή κοινωνικά από την κατάσταση. Παράδειγμα των τελευταίων, αποτελεί η άσκηση πολιτικής προπαγάνδας, η άνοδος του εθνικισμού ακόμη κι εντός της Βουλής, αλλά και η αύξηση της τρομοκρατίας, αφού μεταξύ των προσφύγων βρήκε, και αυτή, εύκολη δίοδο στην Ευρώπη με την εκμετάλλευση του ασύλου από μη πρόσφυγες.
Τέλος, το προσφυγικό ζήτημα στέκεται ως «Δαμόκλειος σπάθη», για χιλιάδες χρόνια τώρα, πάνω από τις ανεπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες χώρες. Η λήψη μιας συλλογικής και ουμανιστικής πολιτικής, είναι ο μόνος φωτεινός δέκτης που, δυστυχώς, δεν ακολουθήθηκε γενικά και έγκαιρα, για άγνωστους και μη σκοπούς. Ίσως, τελικά, αυτό που στα μάτια ενός ανθρώπου, όπως είναι και οι πρόσφυγες, φαντάζει ως το τελευταίο καταφύγιο, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένας τροχός που γυρίζει αδιάλειπτα προς το συμφέρον κάποιων και εις βάρος κάποιων άλλων, μεταξύ αυτών και οι πρόσφυγες. Η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου, που έχει σκιαγραφήσει τη μικρασιατική προσφυγιά στα κείμενα της, αναφέρει: «Δεν είδα πουθενά γύρω μου, να σέβεται κανείς τον άνθρωπο. Είδα, να σέβονται τον πλούτο, τη δύναμη, την εξουσία».