Του Αλέξανδρου Πανταζή,
Μνήμες από τον μεγάλο σεισμό του 1999 ξύπνησε, αναμφισβήτητα, ο σεισμός της δεκάτης ενάτης Ιουλίου στη Μαγούλα, με πλήθος κόσμου στη Δυτική Αττική να πανικοβάλλεται και να συγκεντρώνεται σε πλατείες και κεντρικούς δρόμους. Σε πιο ακραίες περιπτώσεις, κάτοικοι της περιοχής απέφυγαν να διανυκτερεύσουν στα σπίτια τους, λόγω της μεγάλης κινδυνολογίας που επικρατούσε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η εν λόγω κινδυνολογία προήλθε από μεγάλους γεωφυσικούς – σεισμολόγους, οι οποίοι προειδοποιούσαν για μεγάλους μετασεισμούς και προμήνυαν ένα πολύ δύσκολο Σαββατοκύριακο για την Αθήνα. Βέβαια, όπως απέδειξε το πρόσφατο παρελθόν, κανένας μεγάλος σεισμός δεν έγινε, καθώς είναι αδύνατον να προβλεφθεί σε συγκεκριμένο τόπο κι ένα προκαθορισμένο χρονικό πλαίσιο.
Αρχικά, σε ακαδημαϊκό επίπεδο, σεισμό αποκαλούμε τη δόνηση που προέρχεται από την κίνηση του εδάφους, η οποία οφείλεται στη θραύση πετρωμάτων. Αποτελεί, δηλαδή, το στιγμιαίο αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας συσσώρευσης δυναμικής ενέργειας , σε καταπονούμενες περιοχές της λιθόσφαιρας. Εκλαϊκευμένα, θα μπορούσε να συνοψίσει κανείς ότι είναι η κίνηση των λιθοσφαιρικών πλακών, κάτι το οποίο συμβαίνει χωρίς καμία απολύτως προειδοποίηση.
Η πρόγνωση του σεισμού είναι αδύνατη, αφού δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμη επιστημονικά μοντέλα τα οποία μπορούν να εντοπίσουν επιτυχώς το χωροχρονικό σημείο του σεισμού, καθώς και το μέγεθός του. Παρ’ όλα αυτά, σε κάποια ρήγματα που έχουν μελετηθεί επαρκώς, μπορούν να συνταχθούν μελέτες σεισμικής επικινδυνότητας της περιοχής στην οποία βρίσκονται. Είναι εφικτό, επίσης, να εκτιμηθεί η πιθανότητα με την οποία ένας σεισμός κάποιας τάξης μεγέθους θα επηρεάσει την τοποθεσία εκείνη, εντός του αδιευκρίνιστου χρονικού διαστήματος μερικών, δεκάδων ή και εκατοντάδων χρόνων. Επομένως, είναι πλήρως κατανοητό το γεγονός ότι η δήλωση μεγάλων σεισμολόγων, που προέβλεψαν ότι η Αθήνα θα αντιμετωπίσει έναν μεγάλο σεισμό μέσα στο Σαββατοκύριακο, μετά το σεισμό της Παρασκευής, ήταν πέρα για πέρα αναληθής.
Έτσι, σκεπτόμενος κανείς ότι οι σεισμολόγοι που προβάλλονται στα τηλεπαράθυρα έχουν πάρει πτυχίο και έχουν, μάλιστα, εκδώσει μελέτες και βιβλία τα οποία διδάσκονται σε τμήματα γεωλογίας, γεωγραφίας, περιβάλλοντος αλλά και μηχανικών, άξιο απορίας είναι το γιατί, πραγματικά, κάνουν τέτοιες δηλώσεις. Η απάντηση, δυστυχώς, δεν είναι επιφανειακή και, προσωπικά, αμφιβάλλω για το αν – όντως – υπάρχει. Διανύουμε μια εποχή κατά την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν ότι είναι παντογνώστες και ειδήμονες. Μια εποχή που μεγαλοποιεί τα δεδομένα για να κάνει θόρυβο. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, ότι μετά το σεισμό παρακολούθησα αρκετά δελτία ειδήσεων, τα οποία δεν είχαν ως σκοπό τους την ενημέρωση των πολιτών, αλλά τη δημιουργία ανησυχίας και πανικού. Η αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων δομών ερχόταν πάντα σε δεύτερη μοίρα και, προσωπικά, αναγνώρισα μόνο δύο σεισμολόγους που έκαναν λόγο για αυτό το ζήτημα.
Κλείνοντας, λοιπόν, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η αναβάθμιση των δομών της Αθήνας, και ιδιαίτερα των διατηρητέων κτηρίων, είναι επιτακτική, προκειμένου να μη θρηνήσουμε θύματα σε τυχόν επόμενους σεισμούς. Επίσης, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, για την ώρα, οι σεισμοί είναι απρόβλεπτοι και κάθε προσπάθεια διερεύνησής τους σε μικρό χρονικό διάστημα, αντιστοιχεί με τις προβλέψεις της αστρολογίας. Στον πρόσφατο σεισμό θα μπορούσε, εύλογα, να πει κανείς, ότι οι σεισμολόγοι άφησαν τις καφετζούδες και τους αστρολόγους χωρίς δουλειά.
Είναι φοιτητής του τμήματος Μηχανικών Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στον Νομό Χανίων λόγω της φοιτητικής του ιδιότητας, ενώ τα μαθητικά του χρόνια τα πέρασε στον δήμο Σπάτων-Αρτέμιδος. Κατά την διάρκεια της φοίτησής του έχει παρακολουθήσει αρκετά σεμινάρια και ημερίδες σχετικά με το αντικείμενο σπουδών του και έχει λάβει μέρος στην προσομοίωση της Βουλής των Ελλήνων (ΜΒΕ).