Του Μανώλη Στυλιανάκη,
Ας φανταστούμε, εν είδει νοητικού πειράματος, μια τριμερή κοινοσυμπολιτεία. Κάπου στον κόσμο δηλαδή υπάρχει μια λιλιπούτεια χώρα τριών κοινοτήτων με έναν κάτοικο έκαστη. Ο ένας μένει σε μία παραθαλάσσια τοποθεσία και εργάζεται ως ψαράς. Ο δεύτερος διατηρεί μια καλύβα σ’ ένα εύφορο αγρόκτημα, όπου καλλιεργεί λαχανικά και αγροκηπευτικά και ο τρίτος ζει κάπου ορεινά, εξασκώντας το επάγγελμα του κτηνοτρόφου. Ακόμα κι ένας πρωτοετής φοιτητής διατροφολογίας θα συνιστούσε μία πιο ισορροπημένη διατροφή, καθώς ένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ζήσει μόνο με ψάρια ή μόνο με σαλάτες ή μόνο με κρεατικά. Δυστυχώς, το κρατίδιο στο οποίο κατοικεί ο ψαράς δεν διαθέτει τα κατάλληλα γεωγραφικά χαρακτηριστικά ή τις απαιτούμενες κλιματικές συνθήκες για να ασχοληθεί και με τη γεωργία, ούτε η κοινότητα του γεωργού περιβάλλεται από θάλασσα για να προσθέσει μόνος του ω-3 λιπαρά οξέα στη διατροφή του. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τον κτηνοτρόφο.
Οι τρείς ήρωες της ιστορίας μας θα ήταν καταδικασμένοι να πεθάνουν από υποσιτισμό, αν δεν έκαναν εμπόριο ελεύθερα μεταξύ τους. Ο καθένας εξ’ αυτών είναι καλός σε κάτι. Κάποιος τρέφει μια αγάπη για τη φύση και τα ζώα και έγινε κτηνοτρόφος, ο άλλος του αρέσει η θάλασσα και έγινε ψαράς, κάποιον άλλον τον ελκύει το μυστήριο του ανθρωπίνου σώματος και αποφασίζει έτσι να γίνει γιατρός κι ούτω καθεξής. Το θέμα είναι ότι κανένας άνθρωπος δεν τα ξέρει όλα ούτε είναι καλός και ικανός σε όλα. Όλοι όμως, σαν κοινωνία, σαν ομάδα, σαν δίκτυο αλληλοεπιδρώντων ανθρώπων, είμαστε ικανοί σε όλα και γνωρίζουμε τα πάντα.
Η αγορά είναι μία αστείρευτη πηγή ανθρωπίνου κεφαλαίου που περιέχει όλες τις δεξιότητες, όλα τα ταλέντα και όλες τις κλίσεις και συγχρόνως μία τεράστια βιβλιοθήκη που αποτελεί την βάση δεδομένων της ανθρωπότητας και εμπεριέχει όλη την ανθρώπινη γνώση. Η αγορά εκφράζει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο το ρητό «η ισχύς εν τη ενώσει». Ενώ όλοι μας εξατομικευμένα είμαστε αδύναμοι με πεπερασμένες δυνατότητες, εντούτοις συλλογικά μπορούμε να χτίσουμε τον πολιτισμό, υλικοτεχνικό και διανοητικό. Όταν κάνουμε διακρίσεις με βάση ασήμαντα χαρακτηριστικά, όταν δηλαδή αποκλείουμε τους μαύρους από την αγορά εργασίας ή όταν για λόγους σεξισμού δεν προσλαμβάνουμε γυναίκες, τότε πελεκίζουμε κλαδιά από το ζωοφόρο δέντρο της οικονομίας που παράγει πλούτο.
Η συντριπτική πλειοψηφία των οικονομολόγων της υφηλίου τάσσεται υπέρ της θέσης πως το ελεύθερο εμπόριο, η ελευθερία δηλαδή κινήσεως αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων αυξάνει τον παγκόσμιο πλούτο, αυξάνει την κοινωνική ευημερία με τα οφέλη να κατανέμονται δυσανάλογα υπέρ των φτωχών, οι οποίοι μάλιστα πλήττονται και περισσότερο από τις πολιτικές προστατευτισμού. Η οικονομική βιβλιογραφία που επισημαίνει τα ποικίλα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου είναι απέραντη και ευκόλως προσπελάσιμη. Δεν θα εστιάσω τόσο σε οικονομοτεχνικά επιχειρήματα που μπλέκουν συναρτήσεις, μοντέλα, γραφικές παραστάσεις και περίπλοκες έννοιες, αλλά θα επικαλεστώ την κοινή λογική και δη τον ορθό λόγο για να καταδείξω το καταγέλαστο του οικονομικού προστατευτισμού και τις διάτρητες αιτιάσεις του κατά της laissez faire παγκοσμιοποίησης.
Πίσω πάλι στους ήρωες της ιστορίας μας, ο κτηνοτρόφος ανταλλάσσει τη δική του παραγωγή κρέατος με τους συγχωριανούς του με την εξής αναλογία «0,5kg κρέατος για 1kg φρουτολαχανικών και 1kg ψαριών» Το ίδιο βράδυ, σκεπτόμενος τις συναλλαγές της ημέρας, έγραψε στο τεφτέρι του «ΕΞΑΓΩΓΕΣ: 1 κιλό κρέατος – ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ: 2 κιλά προϊόντων / Ισοζύγιο: Αρνητικό -1 κιλό». «-Τιιιι, αμάν οι αλήτες με κλέψανε! Για κάθε μονάδα πωλούμενου προϊόντος, εισπράττω εισάγοντας 2 μονάδες προϊόντων! Σαν δε ντρέπονται οι απατεώνες, αν νομίζουν ότι θα μάς πλημμυρίσουν με την παραγωγή τους είναι γελασμένοι. Από αύριο το εμπορικό ισοζύγιό μου θα είναι ισοσκελισμένο. Για κάθε μισό κιλό κρέατος θα αγοράζω μόνο μισό κιλό από τον εισαγωγέα!». Νομίζω πως και ο πιο αδαής περί των οικονομικών άνετα μπορεί ν’ αντιληφθεί ότι ο τύπος είναι ηλίθιος και έτσι καταλήγει φτωχότερος, διότι ποιος άνθρωπος δεν προτιμάει να καταναλώνει τη διπλάσια ποσότητα αγαθών από το ήμισυ; Όταν ακούμε από πολιτικούς «οι ξένοι έχουν πλημμυρίσει την εθνική αγορά με ξένα προϊόντα» είναι σαν να πλέκουν ένα αλλόκοτο εγκώμιο υπέρ της λιτότητας, διότι τι άλλο θα μπορούσε να είναι η λιτότητα, αν όχι ο περιορισμός της προσφοράς καταναλωτικών αγαθών μέσω της δασμολογικής αύξησης της τιμής τους; Κάπως έτσι λειτουργεί και ο προστατευτισμός.
Όταν μία χώρα έχει «εμπορικό έλλειμμα» σημαίνει ότι για κάθε αγαθό που εισπράττει, εισάγει δυο και τρία ή περισσότερα. Από την άλλη, όταν έχει εμπορικό πλεόνασμα, τότε πρέπει να εξάγει δυο και τρία ή περισσότερα για να απολαύσει ένα εισαγόμενο. Συνεπώς, εμπορικό έλλειμμα σημαίνει πλεόνασμα αγαθών στην ενδοχώρα και εμπορικό πλεόνασμα σημαίνει έλλειμμα αγαθών. Αν το δούμε απ’ αυτή την οπτική τότε ίσως καμφθούν οι αντιστάσεις στο μυαλό όταν ακούμε τη φράση «Εξαιτίας του ελεύθερου εμπορίου υποφέρουμε από εμπορικό έλλειμμα». Η λέξη «έλλειμμα» είναι αρνητικά χρωματισμένη και ως εκ τούτου πυροδοτεί αρνητικές συνυποδηλώσεις και κάνει τους ψηφοφόρους να σηκώνουν άμυνες. Αν όμως αναπλαισιωθεί με αυτό το αφήγημα, τότε γίνεται πιο ευπρόσληπτο και εύληπτο το μοντέλο του ελεύθερου εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης. Βλέπουμε λοιπόν πως οι αντιδράσεις στα “ξένα εισαγώγιμα” βασίζεται σε προκαταλήψεις, μεροληψίες και παρεξηγήσεις.
Έστω τώρα ένας διεθνούς φήμης οικονομολόγος γκουρού του μερκαντιλισμού, συγγραφέας των βιβλίων “Say NO to imports” και “Make nation-states great again” και επιστημονικός συνεργάτης μίας εταιρίας παροχής συμβουλών προς «ναυτιλωμένους» πρωθυπουργούς, στους οποίους παρέχει συμβουλές για το πώς να κάνουν τις χώρες τους σπουδαίες. Ο στόχος είναι η επίτευξη υψηλών εμπορικών πλεονασμάτων και κάθε εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την οικονομική ανάπτυξη θα πρέπει να προωθεί τις εξαγωγές και να υποσκελίζει τις εισαγωγές. Σ’ αυτό το πνεύμα, συμβουλεύει τον Αμερικανό πρόεδρο να επιβάλλει δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές και να επιδοτήσει τις αμερικανικές εξαγωγές. Την ίδια συμβουλή, όμως, δίνει και στον Κινέζο πρόεδρο. Τον συμβουλεύει, αν θέλει να κάνει την Κίνα “great again” πως θα πρέπει να επιδοτήσει τις κινεζικές εξαγωγές και να βάλει δασμούς στις αμερικανικές εισαγωγές!… Δεν ακούγεται λίγο σαν τρύπα στο νερό;
Εάν η πρόταση «η χώρα πρέπει να στηρίξει τις εξαγωγές και να εμποδίζει τις εισαγωγές» είναι σωστή και οικονομική ορθολογική, τότε συνεπάγεται πως και η πρόταση «όλες οι χώρες πρέπει να στηρίξουν τις εξαγωγές και να εμποδίζουν τις εισαγωγές» είναι επίσης σωστή και οικονομικά ορθολογική. Μόνο που το ελληνικό εξαγώγιμο κρασί απ’ τα οινοποιία Τυρνάβου μόνο στην Ελλάδα το θεωρούμε εξαγώγιμο. Η Γαλλία, που το εισάγει για να το σερβίρει στα γαλλικά gourmet εστιατόρια, το θεωρεί εισαγώγιμο. Βασικά όλες οι χώρες το θεωρούν εισαγώγιμο. Αν κάνεις μια παγκόσμια δημοσκόπηση και ρωτήσεις όλους τους ανθρώπους εκτός Ελλάδας «τι είναι το ελληνικό κρασί, εξαγώγιμο ή εισαγώγιμο;», το 99,99% του πληθυσμού θα απαντήσει «Made in Greece, το εισάγουμε». Έλα που όμως, οι πρωθυπουργοί όλων των κρατών είχαν την φαεινή ιδέα να τονώσουν κι αυτοί τις δικές τους εξαγωγές εις βάρος των ξένων εισαγώγιμων, των ελληνικών συμπεριλαμβανομένων! Τι θα εξάγουμε τώρα, αν όλοι αποφασίσουν να ενισχύσουν τις δικές τους εξαγωγές και επιβάλλουν δασμούς στις εξαγωγές των άλλων;
Οι εξαγωγές αποκαλούνται εξαγωγές μονάχα στη χώρα παραγωγής. Στη χώρα κατανάλωσης βαφτίζονται εισαγωγές. Με άλλα λόγια, όλες οι εξαγωγές είναι εισαγωγές στα μάτια των άλλων και όλες οι εισαγωγές που κάνει μια χώρα από κάπου εξάγονται. Είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Δεν μπορεί να καθολικευθεί μία πολιτική ενίσχυσης του εξαγωγικού δυναμικού, δίχως να υποσκάπτεται ο ίδιος ο στόχος. Υπάρχει μία ενδογενής αντίφαση. Όσο περισσότερο τονώνεις τις εξαγωγές εις βάρος των ξένων προϊόντων, τόσο λιγότερο καταλήγεις να εξάγεις. Στο τέλος, όλοι καταλήγουν να κάθονται πάνω στις εξαγωγές τους και να τις βλέπουν να σαπίζουν, αφού κανένας δεν θέλει να εισάγει! Αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν οι προστατευτιστές πάσης ιδεολογικής απόχρωσης. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης ουκ ένι εισαγώγιμο ουδέ εξαγώγιμο, παρά μόνο διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά.
Ο Frederic Bastiat προσέφερε μία ιδιαζόντως πρωτότυπη ανασκευή του προστατευτισμού, την οποία θα μνημονεύσω προσαρμοσμένη στα ελληνικά δεδομένα. Ας υποθέσουμε ότι κάποια στιγμή το ελληνικό κράτος, για να διευκολύνει την κυκλοφορία αγαθών στο εσωτερικό της χώρας, αποφασίζει να χτίσει μία γέφυρα που να συνδέει την Πελοπόννησο με τη δυτική ηπειρωτική Ελλάδα, τη γνωστή σε όλους γέφυρα του Ρίου-Αντιρρίου. Χάρη στη γέφυρα μειώνονται τα μεταφορικά κόστη κι έτσι μειώνεται το κόστος του εμπορίου μεταξύ των ελληνικών περιφερειών, κάτι που οδηγεί σε μικρότερη τιμή πώλησης στο καλάθι του καταναλωτή. Αυτό συμβαίνει διότι πλέον μεταφέρονται τα αγαθά μεταξύ των δύο μερών ταχύτερα και ευκολότερα, ενώ προηγουμένως στην τελική τιμή ήταν ενσωματωμένο ένα premium, λόγω αυξημένου κόστους μεταφοράς.
Παρ’ όλα αυτά, οι τοπικοί παραγωγοί της Πελοποννήσου διαμαρτύρονται, διότι τα κρασιά της Άρτας ή οι ντομάτες της Θεσσαλίας είναι πιο φθηνές και άρα ανταγωνιστικότερες από τα τοπικά προϊόντα. Κάπως έτσι αρχίζουν να παραπονιούνται στον δήμαρχο, στον υπουργό μεταφορών, στον υπουργό αγροτικής ανάπτυξης, γιατί τώρα προσφέρεται η δυνατότητα στους παραγωγούς άλλων περιοχών να τροφοδοτούν την τοπική αγορά με αγαθά χαμηλότερης τιμής, κλέβοντας έτσι τους πελάτες τους. Οι τοπικοί παραγωγοί φοβούνται ότι θα εκτοπισθούν λόγω του ανταγωνισμού από τα αγαθά άλλων παραγωγών και γι’ αυτό απαιτούν την επιβολή φόρων, δηλαδή δασμών ώστε να επέλθει τεχνητά αύξηση της τιμής των αγαθών αυτών, στο επίπεδο που βρισκόταν πριν τη δημιουργία της γέφυρας. Σ΄ αυτό το σημείο, κάποιος ίσως πει ότι το παράδειγμα είναι ατυχές, διότι δεν μιλάμε για ανταγωνιστικά προϊόντα της ίδια χώρας, αλλά για ξένα. Δηλαδή ο λόγος που ένα προϊόν πρέπει να εξοβελιστεί από την αγορά είναι επειδή ο παραγωγός είναι άλλης εθνικότητας! Πρόκειται ουσιαστικά για έναν ιδιότυπο «οικονομικό ρατσισμό και οικονομικό εθνικισμό».
Σε κάθε περίπτωση, ο υπουργός, αφού “πεισθεί” από τις συντεχνιακές ομάδες ειδικών συμφερόντων, αποφασίζει να ικανοποιήσει το αίτημα των τοπικών παραγωγών και να τους επιτρέψει να επιβάλλουν δασμούς στα αλλογενή προϊόντα. Σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος ο ρόλος της γέφυρας ευθύς εξαρχής. Οι δασμοί εκμηδενίζουν την οποιαδήποτε ωφέλεια που εκπορεύεται από την γέφυρα, καθιστώντας την εν τέλει άνευ αξίας. Αν η γέφυρα φταίει για την αναστάτωση, αφού, μειώνοντας τα μεταφορικά κόστη μείωσε και την τιμή πώλησης, και χρειάστηκε φοροδασμός για την “διόρθωση” της τιμής, για ποιο λόγο δεν γκρεμίζουμε την γέφυρα να επαναφερθούν οι τιμές στην προ-γέφυρας περίοδο;
Ο δασμός, λοιπόν, είναι το ισοδύναμο με το να γκρεμίζεις μια γέφυρα. Ο προστατευτισμός λέει πως αν θες να χτίσεις κάτι, χτίσε τείχη να αυτο-εγκλωβιστείς, παρά γέφυρες. Αν το προβάλλουμε αυτό στις διακρατικές εμπορικές σχέσεις τότε για να περιορίσουμε τις εισαγωγές, αρκεί να γκρεμίσουμε τις γέφυρες, τα αεροδρόμια και τα λιμάνια, ώστε να δυσκολέψουμε τη μεταφορά τους από τις ξένες χώρες στη δική μας! Οι δασμοί είναι συνώνυμοι της καταστροφής για μία χώρα, αν σαγηνευτεί από τα λογικοφανή, πλην όμως κίβδηλα, σοφίσματα του προστατευτισμού. Στην παγκόσμια διεθνοποιημένη αγορά δεν έχουν σημασία τα εμπορικά ισοζύγια. Όπως δεν μας ενδιαφέρει το εμπορικό ισοζύγιο μεταξύ Κρήτης-Θεσσαλονίκης, έτσι δεν μάς ενδιαφέρει ποιος εξάγει και ποιος εισάγει, διότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, στις «Ηνωμένες Αγορές του Κόσμου» τα αγαθά κυκλοφορούν ελεύθερα, σαν να μην υπάρχουν σύνορα!
Γεννήθηκε στην Κρήτη και είναι τελειόφοιτος φοιτητής Φαρμακευτικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πολιτικές υγείας και φαρμακευτικής περίθαλψης. Ακραιφνής Φιλελεύθερος και υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με το Debate και το MUN, έχοντας συμμετάσχει σε σχετικούς διαγωνισμούς και προσομοιώσεις. Αγαπημένο ρητό: «Όσο αξίζει ένα άτομο, δεν αξίζει ο κόσμος όλος!»