Της Έλενας Ίσαρη,
Παρακολουθώντας τη μιντιακή παρουσίαση της αποτρόπαιας δολοφονίας της βιολόγου στην Κρήτη και το σχετικό κυνήγι μαγισσών, που εκτυλίσσεται εδώ και λίγες μέρες στα μέσα ενημέρωσης, επέλεξα να σχολιάσω το ζήτημα της αντιμετώπισης της ψυχικής ασθένειας στην Ελλάδα. Τι σχέση μπορεί να έχει, όμως, η κοινωνική αναπαράσταση της ψυχικής νοσηρότητας με ένα σεξουαλικό έγκλημα κατά της ζωής; Η κοινωνική απεικόνιση του ψυχολογικού προφίλ του εν λόγω εγκληματία απαντά στο παραπάνω ερώτημα, καταδεικνύοντας τη βαθιά ριζωμένη προκατάληψη εναντίον των ψυχικά ασθενών.
Είναι σύνηθες, εγκλήματα κατά της ζωής και της γενετήσιας ελευθερίας να παρουσιάζονται ως άμεσα συνδεδεμένα με πιθανή ψυχική ασθένεια του δράστη. Στην προαναφερθείσα περίπτωση δεν ισχύει κάτι διαφορετικό. Οι εκπρόσωποι της ενημέρωσης προβαίνουν, δίχως κάποια επίσημη ψυχιατρική γνωμάτευση, σε πρόχειρα κατασκευασμένες επαγωγές για την ψυχική υγεία του 27χρονου Κρητικού, διαιωνίζοντας το στερεότυπο του «ψυχασθενή-δολοφόνου». Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε πλέον στους κόλπους της επιστήμης, η ψυχική ασθένεια δεν αποτελεί συγκοινωνούν δοχείο με την επιθετικότητα. Η άγνοια, ο φόβος και η αδιαφορία συντελούν στη διαμόρφωση απλοϊκών εικασιών και την αναπαραγωγή ψευδών πληροφοριών, ως προς τη φύση της ψυχικής νόσου. Στον κοινό νου υφίσταται ακόμα η έννοια επικίνδυνου, απρόβλεπτου και επιθετικού φρενοβλαβή. Έτσι, αποδίδεται με ποικίλους μειωτικούς χαρακτηρισμούς, ένα κοινωνικό στίγμα, που στερεί από τους ψυχιατρικούς ασθενείς το δικαίωμα της πλήρους κοινωνικής αποδοχής, με αποτέλεσμα την απώλεια της κοινωνικής του υπόστασης και υπόληψης.
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο, Franco Basaglia: “Η τρέλα είναι μια ανθρώπινη κατάσταση, είναι παρούσα μέσα μας, όπως και ο λόγος. Το πρόβλημα είναι ότι η κοινωνία, για να λέγεται πολιτισμένη, θα πρέπει να αποδέχεται τόσο το λόγο, όσο και την τρέλα. Αντίθετα, όμως, επιφορτίζει την ψυχιατρική επιστήμη, να μεταφράζει την τρέλα σε αρρώστια, με σκοπό να την εξαφανίσει. Αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης του ψυχιατρείου”. Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς, η ελληνική κοινωνική συνείδηση κάνει ακριβώς αυτό το πράγμα. Ταυτίζει, δηλαδή, το «διαφορετικό» με το «παθολογικό» και προσπαθεί να το εξαλείψει με όποιο μέσο. Στο παρελθόν, όσοι έχρηζαν ψυχιατρικής παρέμβασης “αποσχίζονταν” από τον πυρήνα της οικογένειας, κλείνονταν σε ψυχρά δωμάτια κλινικών και αντιμετωπίζονταν ως μιάσματα. Σήμερα, όσο και να θέλουμε να ισχυριζόμαστε το αντίθετο, το στίγμα της «τρέλας», εξακολουθεί να είναι το πιο αιχμηρό αγκάθι στην προσπάθεια πρόληψης, διάγνωσης και αντιμετώπισης των ψυχιατρικών διαταραχών. Η αντιμετώπιση της ψυχικής νόσου ως μολυσματικής ασθένειας, η μεταχείριση πρώην ή νυν τροφίμων ψυχιατρικών κλινικών ως υποδεέστερων ανθρώπων, δεν έχουν πάψει να υφίστανται, απλώς έχουν επενδυθεί με το πέπλο του φαινομενικά αποδεκτού στην κατά τα άλλα, «πολιτισμένη» ελληνική κοινωνία.
Ενώ η χώρα, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, έχει εισέλθει στην εποχή της αποασυλοποίησης των ψυχικά ασθενών, οι κοινωνικές και κυρίως οι θεσμικές διακρίσεις καλά κρατούν. Στο χώρο της Κοινωνικής Ψυχιατρικής έχει γίνει πλέον κατανοητό, ότι αποασυλοποίηση δεν σημαίνει απλά και μόνο εκκένωση των μεγάλων ψυχιατρείων, καθώς και ότι ο ιδρυματισμός δεν είναι φαινόμενο αποκλειστικά και μόνο των ασύλων, αφού συμβαίνει να απαντάται και μέσα στην κοινότητα. Η αντί-ιδρυματική φιλοσοφία είναι επιτυχής, στο βαθμό που συναρτάται με την επιδίωξη του μέγιστου δυνατού βαθμού αυτονομίας του χρόνια αρρώστου. Κάτι τέτοιο, μάλλον, δεν συνάδει με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, καθώς ο θεσμός του «βολεμένου» ασθενούς κυριαρχεί. Εάν κάνουμε ένα σύντομο απολογισμό των όσων έχουν συμβεί από την αποασυλοποίηση και μετά, διαπιστώνουμε πως οι ψυχικά ασθενείς εμπίπτουν σε τέσσερις, διακριτές κατηγορίες. Στην καλύτερη περίπτωση, οι πάσχοντες, όντας οικογενειάρχες, ζουν σε κοινότητες και βιοπορίζονται ανεξάρτητοι. Στη δεύτερη κατηγορία κατατάσσονται όσοι ζουν σε στεγαστικές δομές στην «κοινότητα», δηλαδή σε πιο ανθρώπινα, μικρότερα άσυλα.
Οι δύο τελευταίες κατηγορίες είναι και αυτές που χρήζουν περαιτέρω συζήτησης. Έχουμε εκείνους που φυτοζωούν στην κοινότητα με ελάχιστο επίδομα από το κράτος , δίχως καμία επαγγελματική απασχόληση. Τέλος, έχουμε άτομα που ζουν «γκετοποιημένα» στο πατρικό τους σπίτι , χωρίς να υπάρχει στον ορίζοντα προοπτική για κοινωνική ένταξη και προσωπική ανάπτυξη, σε οποιοδήποτε επίπεδο. Το κοινό που έχουν η 3η και 4η κατηγορία είναι το «βόλεμα» στην ασθενική κατάσταση. Το σύστημα είναι έτσι διαμορφωμένο, ώστε να «κλειδώνει» το άτομο στο ρόλο του μη λειτουργικού ασθενή, του πλήρως ανάπηρου (67% αναπηρία). Η νομοθεσία επιβραβεύει την αρρώστια και τιμωρεί όποιον θέλει να βγει από αυτό το αυστηρά καθορισμένο σχήμα και να παράγει έργο ως δημιουργικό και ενεργό μέλος της κοινωνίας. Συνεπώς, όποιος λήπτης υπηρεσιών ψυχικής υγείας θελήσει να ξεκινήσει να εργάζεται, αυτομάτως χάνει το δύσκολα κατοχυρωμένο επίδομά του. Υπάρχουν, λοιπόν, δύο επιλογές, η υγεία ή η αρρώστια, τίποτα ενδιάμεσο. Έτσι, το στίγμα της ψυχικής ασθένειας διαιωνίζεται, χωρίς τη δυνατότητα απαλλαγής από αυτό.
Πέραν όσων ειπώθηκαν ήδη, κάτι που επίσης θα έπρεπε να λάβουμε υπ’όψιν, είναι ότι ψυχική ασθένεια δεν είναι μόνο η σχιζοφρένεια. Η έννοια της ψυχικής νόσου χρησιμοποιείται για να εκφράσει ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων και εμπειριών που επηρεάζουν την ψυχική υγεία. Μπορεί να αναφέρεται σε καταστάσεις πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Πρέπει, λοιπόν, να μας προβληματίζει το γεγονός ότι ακόμα και άτομα με κατάθλιψη ή αγχώδεις διαταραχές ζουν υπό το φόβο της αποκάλυψης του «μυστικού» τους. Κρύβονται από συγγενείς και φίλους, εργοδότες και συναδέλφους. Αυτή η συμπεριφορά που περιορίζει κατά πολύ τη δυνατότητα διάγνωσης και αντιμετώπισης του προβλήματος. Πολλές φορές επίσης, τα άτομα αυτά, ενστερνιζόμενα τις στεγανές αντιλήψεις της κοινωνίας, αυτοεπκληρώνουν την προφητεία της ανημποριάς και της ασθενικότητας. Για άλλη μια φορά, η κοινωνία μέμφεται τα πιο αδύναμα μέλη της, αντί να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εξέλιξη τους.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να επισημάνουμε ότι το στίγμα λογίζεται ως «δεύτερη» νόσος, η οποία συνοδεύει την πρωτογενή διαταραχή και υπονομεύει ποικιλοτρόπως τον εντοπισμό και τη θεραπεία της. Η αντιμετώπισή του αξιολογείται ως ανάλογης σπουδαιότητας με εκείνη των ψυχιατρικών διαταραχών. Είναι χρέος μας, επομένως, να ανοίξουμε το διάλογο για τις ψυχικές διαταραχές, να ενημερωθούμε και να ευαισθητοποιηθούμε. Η καταδίκη των ψυχικά ασθενών σε μια κοινωνική ζωή στην οποία πορεύονται ταμπελοποιημένοι και δακτυλοδεικτούμενοι δεν ταιριάζει με τα πρότυπα μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Η Ελλάδα δεν πρέπει να σπρώχνει αυτούς τους ανθρώπους πιο βαθιά στο λάκκο με τα φίδια. Η έλλειψη σεβασμού προς το συνάνθρωπο και τη διαφορετικότητα δεν έχουν θέση εδώ.
Γεννημένη το Μάιο του 1999 στην Αθήνα, σπουδάζει στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Το ενδιαφέρον της επικεντρώνεται κυρίως στην κοινωνική ψυχολογία, την κοινωνιολογία και την κοινωνική πολιτική ενώ παράλληλα ασχολείται και με τις ξένες γλώσσες. Έχει λάβει μέρος σε πλήθος συνεδρίων και σεμιναρίων ποικίλης θεματολογίας.