10.4 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΚυβερνητικά Ασυμβίβαστα

Κυβερνητικά Ασυμβίβαστα


Της Μαρίας Βλάχου,

Τις τελευταίες μέρες έχει ξεσπάσει έντονη συζήτηση γύρω από το πρόσωπο του Υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ο ρόλος του κ.Οικονόμου περιλαμβάνει θέματα Χωροταξίας και Αστικού Περιβάλλοντος και κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός για την ανάπτυξη της χώρας και την πραγμάτωση πλειόνων επενδύσεων. Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε συνεργασία με τον υφυπουργό είναι αρμόδιοι για την έκδοση της απόφασης με την οποία εγκρίνονται οι περιβαλλοντικοί όροι ενός έργου ή μίας δραστηριότητας, μετά την κατάθεση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η συζήτηση, λοιπόν, οφείλεται στο γεγονός ότι ο κ.Οικονόμου υπήρξε σύμβουλος της Lamda Development στις διαπραγματεύσεις που η εταιρία έκανε με την Πολιτεία για το θέμα της επένδυσης του Ελληνικού. Επ’αφορμής του περιστατικού αυτού, κρίνεται σκόπιμο να αναλυθούν τα ασυμβίβαστα των Υπουργών –και κατ’επέκτασιν των Υφυπουργών.

Όμως, τί ακριβώς είναι τα ασυμβίβαστα των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών;

Τα ασυμβίβαστα ανακύπτουν μετά τον διορισμό της Κυβέρνησης ή την εκλογή κάποιου ως Βουλευτή και αντιδιαστέλλονται ως έννοια από τα κωλύματα εκλογιμότητας, τα οποία αποτελούν κάποιες ιδιότητες που εάν συντρέχουν στο πρόσωπο κάποιου, αυτός δεν μπορεί να ανακηρυχθεί υποψήφιος Βουλευτής. Αξίζει να σημειωθεί, ότι τα βουλευτικά κωλύματα των άρθρων 56 & 57 του Συντάγματος (εφεξής «Σ») δεν εφαρμόζονται στους υπουργούς και στους υφυπουργούς, όπως προκύπτει από την αποκλειστική αναφορά του άρ.81§2 στο άρ.55Σ.

Αποτελούν τα ασυμβίβαστα ορισμένες ιδιότητες ή έργα που δεν επιτρέπεται να συντρέχουν με την υπουργική ιδιότητα, προκειμένου να αποτρέπεται η δυνατότητα αλλά και η δημιουργία της εντύπωσης ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εν λόγω ιδιότητα προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων. Αναλυτικά, η §3 του άρ.81Σ απαγορεύει κατά τρόπο απόλυτο κάθε επαγγελματική δραστηριότητα των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάληψη της θέσης του Υπουργού, και του Υφυπουργού αντιστοίχως, δεν συνιστά κατά κυριολεξία άσκηση δικαιώματος, αφού ο Υπουργός διορίζεται, υφίσταται δυνατότητα επέκτασης του υπουργικού ασυμβιβάστου. Η δυνατότητα αυτή πηγάζει και από την §4 του άρ.81Σ, το οποίο επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να διευρύνει την λίστα των ασυμβιβάστων. Πραγμάτωση της συγκεκριμένης συνταγματικής πρόβλεψης αποτελεί το άρ.18 §§1-2 ν.1558/1985, το οποίο ορίζει ότι: «Τα μέλη της Κυβέρνησης και οι υφυπουργοί δεν επιτρέπεται να συνάπτουν οποιασδήποτε μορφής σύμβαση με το Δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, από την οποία γεννάται οποιοδήποτε όφελος υπέρ αυτών ή τρίτων. Η απαγόρευση ισχύει και για οποιασδήποτε μορφής εταιρεία ή επιχείρηση, στην οποία συμμετέχει μέλος της Κυβέρνησης ή υφυπουργός ως κύριος μέτοχος, ή ως ομόρρυθμος, ετερόρρυθμος ή περιορισμένης ευθύνης εταίρος, ή διατηρεί την ιδιότητα ανώτατου διοικητικού στελέχους.» Το πρώτο σκέλος του άρθρου είναι περιττό, καθώς η απαγόρευση άσκησης κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας καταλαμβάνει και την άσκηση καθηκόντων στο δημόσιο φορέα. Η νομοθεσία για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα κωδικοποιήθηκε με το π.δ.63/2005. Το άρ.26 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος ορίζει την επέκταση των ασυμβιβάστων και στον Πρωθυπουργό. Η διάταξη αυτή, επίσης, παρέλκει, καθώς και ο Πρωθυπουργός είναι μέλος της Κυβέρνησης σύμφωνα με το άρ.81§1Σ και άρα εμπίπτει στο ασυμβίβαστο της §3.

Στην περίπτωση που παραβιαστεί κάποια από τις ως άνω απαγορεύσεις, δεν συντελείται έκπτωση από το αξίωμα του Υπουργού, πράγμα που θα συνέβαινε, αν υπήρχε βουλευτικό ασυμβίβαστο. Δεν υπάρχει ούτε κάποια δικαστική διαδικασία, ώστε να μπορεί να γίνει τούτο. Το άρ.18 §3 ν.1558/1985 και το π.δ.63/2005 στο άρ.43 §3 ορίζουν πως οι πράξεις που παραβιάζουν το ασυμβίβαστο απλώς ακυρώνονται. Ταυτόχρονα, μπορεί να παυθεί ο Υπουργός ή ο Υφυπουργός μόνο από εκείνον που προκάλεσε τον διορισμό αυτού, ήτοι από τον Πρωθυπουργό, όπως επιβάλλεται από το άρ.37 §1Σ. Είναι πιθανό και η Βουλή να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από τον συγκεκριμένο Υπουργό κατά το άρ.84 §2 εδ.α’Σ. Με τον μηχανισμό αυτό, το βάρος της απόφασης μετατοπίζεται στον Πρωθυπουργό και σε έναν δεύτερο βαθμό στη Βουλή, ώστε να κρίνουν την αμεροληψία του Υπουργού.

Τέλος, η ανυπαρξία της βουλευτικής ιδιότητας δεν ισοδυναμεί  με ασυμβίβαστο του Υπουργού, καθώς το άρ.81 §2Σ απαιτεί τα μέλη της Κυβέρνησης και οι Υφυπουργοί να διαθέτουν τα προσόντα του Βουλευτή, όπως ορίζεται στο άρ.55Σ, και όχι να είναι οι ίδιοι Βουλευτές. Έτσι, οι νέοι Βουλευτές είναι δυνατό να διοριστούν Υφυπουργοί αμέσως μετά τις εκλογές και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο να ακυρώσει την εκλογή τους. Στην περίπτωση αυτή, διατηρούν την θέση τους ως Υφυπουργοί. Διαφορετική είναι η περίπτωση των δικαστικών λειτουργών, για τους οποίους το Σύνταγμα προβλέπει ειδικό κώλυμα συμμετοχής στην Κυβέρνηση, σύμφωνα με το άρ.89 §4Σ.


Πηγές

Μαρία Βλάχου

Είναι φοιτήτρια στο τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει λάβει μέρος τόσο σε προσομοιώσεις, όσο και σε σεμινάρια και ημερίδες σχετικά με το Δημόσιο, το Ποινικό Δίκαιο και ζητήματα της επικαιρότητας. Η αγάπη της για τα βιβλία την ώθησε στην αρθρογραφία. Στόχος της είναι η αυτοβελτίωση, καθώς πιστεύει ότι μόνο μέσα από την εσωτερική μας καλλιέργεια, μπορούμε να εξελίξουμε την κοινωνία στην οποία ζούμε.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ