Της Ειρήνης Βαρελτζίδου,
Κατά το ελληνικό δίκαιο, ο θάνατος ενός προσώπου εκκινεί την κληρονομική διαδοχή του, που σημαίνει ότι η περιουσία του ως σύνολο περιέρχεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Η κληρονομική διαδοχή ενός προσώπου επέρχεται με δύο τρόπους: είτε με διαθήκη, όταν ο κληρονομούμενος εγκατέστησε ο ίδιος τους κληρονόμους του, είτε εκ νόμου, στην περίπτωση που η επαγωγή της κληρονομίας επέρχεται εξ αδιαθέτου λόγω έλλειψης διαθήκης του αποθανόντος. Στην περίπτωση που υπάρχει διαθήκη, ο διαθέτης μπορεί και να αποκληρώσει κάποιον κληρονόμο του, που σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου θα τον κληρονομούσε εν ελλείψει αυτής.
Ωστόσο, ο νόμος δεν αφήνει απολύτως ελεύθερο τον κληρονομούμενο να ρυθμίσει την τύχη της περιουσίας του μετά θάνατον, αλλά δεσμεύει μέρος της κληρονομίας υπέρ των στενών συγγενών και του συζύγου του. Ο περιορισμός αυτός της ελευθερίας του διατιθέναι δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας της οικογένειας του κληρονομουμένου και από τη συναφή υποχρέωσή του να αφήσει στους στενούς συγγενείς και τον σύζυγό του ορισμένο ποσοστό της κληρονομίας. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται στην οικογένεια του κληρονομουμένου ένα οικονομικό υπόβαθρο για τη διαβίωσή της. Υπό τις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες η οικογένεια διατηρεί έναν ιδιαίτερα σημαντικό κοινωνικό ρόλο, τον οποίο ο νομοθέτης επιδιώκει να ενισχύσει με τον θεσμό της νόμιμης μοίρας. Έτσι με τον θεσμό της νόμιμης μοίρας αναγνωρίζεται στους κατιόντες (δηλαδή στα τέκνα), στους γονείς και στον επιζώντα σύζυγο του κληρονομουμένου, κληρονομικό δικαίωμα στην περιουσία του διαθέτη, ακόμη και αν ο τελευταίος δεν τους συμπεριέλαβε στη κληρονομική διαδοχή. Τα πρόσωπα αυτά, που αποτελούν τους αναγκαίους κληρονόμους του αποθανόντος, αποκαλούνται «νόμιμοι μεριδούχοι».
Η αποκλήρωση από την κληρονομία αποτελεί εξαίρεση από την προστασία της νόμιμης μοίρας. Η αποκλήρωση αποτελεί ουσιαστικά λόγο έκπτωσης ή αποκλεισμού του κληρονόμου από το κληρονομικό του μερίδιο και γίνεται μόνο με τη διαθήκη. Ο νόμος προβλέπει δύο είδη αποκλήρωσης: την αποκλήρωση με ευρεία έννοια και την αποκλήρωση με στενή έννοια (ή απλώς αποκλήρωση). Στην αποκλήρωση από την κληρονομιά με ευρεία έννοια ο κληρονομούμενος με διάταξη της διαθήκης του αποκλείει τον κληρονόμο από το εξ αδιάθετου κληρονομικό δικαίωμα του, ενώ στην αποκλήρωση με στενή έννοια κληρονόμος στερείται το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του. Η αποκλήρωση με την ευρεία έννοια γίνεται είτε σιωπηρά, κατά τρόπο έμμεσο, με την εγκατάσταση άλλων κληρονόμων, έτσι ώστε να μην εγκαθιστά κληρονόμο το πρόσωπο που θα καλούταν στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, εάν ο κληρονομούμενος πέθανε αδιάθετος, είτε ρητά με διάταξη με την οποία διαθέτης δηλώνει απερίφραστα μέσα στη διαθήκη, ακόμα και χωρίς να εγκαταστήσει (διαθέτης) άλλον κληρονόμο ότι αποκλείει ορισμένο συγγενή ή τον σύζυγό του είτε από ολόκληρη είτε από μέρος της εξ αδιαθέτου μερίδας. Περαιτέρω, η αποκλήρωση με ευρεία έννοια μπορεί να είναι ολική ή μερική. Ολική είναι όταν ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος αποκλείεται σύμφωνα με τη θέληση του διαθέτη από ολόκληρη την κληρονομική μερίδα του και μερική όταν αποκλείεται από μέρος μόνο αυτή.
Σύμφωνα με το άρθρο 1840 ΑΚ, όπου απαριθμούνται οι λόγοι υπέρ του ανιόντος, διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει νόμιμα τον κατιόντα αν επιβουλεύθηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη, προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή στο σύζυγό του, από τον οποίο κατάγεται ο κατιών, έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση, κατά του διαθέτη ή του συζύγου του, αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει το διαθέτη, ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη. Η αποκλήρωση για το λόγο αυτό είναι άκυρη, αν ο κατιών κατά το θάνατο του διαθέτη είχε οριστικά εγκαταλείψει τον άτιμο ή ανήθικο βίο. Ο λόγος της αποκλήρωσης πάντως πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπάρχει κατά το χρόνο που συντάσσεται η διαθήκη και να αναφέρεται σ ́ αυτήν. Συνέπεια δε της αποκλήρωσης είναι ότι ο αποκληρούμενος μεριδούχος στερείται τη νόμιμη του μοίρα, ενώ σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να υπάρχει έγκυρη αποκλήρωση και να επιφέρει αυτή τα έννομα αποτελέσματά της, μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά η αναγνώριση της ακυρότητας την σχετικής διάταξης βουλήσεως του διαθέτη και η απόδοση των κληρονομιαίων που αντιστοιχούν στο ποσοστό της νόμιμης μοίρας του αποκληρούμενου μεριδούχου.
Η αποκλήρωση από την κληρονομία αποτελεί σημαντικό κομμάτι στο κληρονομικό δίκαιο, καθώς προστατεύει την περιουσία του κληρονομουμένου από μεριδούχο που έχει υποπέσει σε ορισμένα βαριά παραπτώματα απέναντι του. Αν δεν υπήρχε αυτή η προστασία, και αν ο μεριδούχος είχε τη δυνατότητα να αποκομίζει περιουσιακά οφέλη από την κληρονομία και μάλιστα υποχρεωτικά από τον νόμο, κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Έτσι, όταν με τη συμπεριφορά του μεριδούχου διασπάται ο οικογενειακός δεσμός μεταξύ αυτού και του κληρονομουμένου, που αποτελεί σημαντικό κομμάτι για το κληρονομικό δίκαιο, δεν συντρέχει πλέον λόγος προστασίας του.
Πηγές
- Ψούνη Νίκη, (2016). Κληρονομικό Δίκαιο. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα
- Απόστολος Γεωργιάδης, Σ. (2014). Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα
- Γεωργιακάκη Εμμανουέλα, (2006). Η Αποκλήρωση. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα
Γεννήθηκε το 1996 στη Θεσσαλονίκη. Είναι φοιτήτρια στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από ξένες γλώσσες γνωρίζει γερμανικά και άπταιστα, αγγλικά. Από μικρή της άρεσε η ενασχόληση με πολιτικά, κοινωνικά και νομικά θέματα, για αυτό έχει συμμετάσχει σε πολλά σεμινάρια και συνέδρια (όπως στη Βουλή των Εφήβων, σε μοντέλα Ηνωμένων Εθνών, στο Μοντέλο Βουλής των Ελλήνων). Αρθρογραφεί για νομικά θέματα, κυρίως οικογενειακής φύσεως