17.1 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Summertime Sadness


Του Μιχάλη Γιαννακίδη,

Κάθομαι στο γραφείο μου κοιτώντας το κάδρο του Quentin Tarantino που έχω στον τοίχο, ανάμεσα στις δύο μπαλκονόπορτες. Λατρεύω αυτό το κάδρο, όχι μόνο γιατί ήταν ένα αγαπημένο δώρο, αλλά γιατί μου κρατάει συντροφιά, σε αυτές τις μοναχικές μέρες του καλοκαιριού. Είναι στο κέντρο του δωματίου και νιώθεις πως σε κοιτάει όπου κι αν κάθεσαι, σαν μία πιο μοντέρνα, ελαφρώς ενοχλημένη, Μόνα Λίζα που έρχεται από τα βουνά του Τενεσί. Δεν έχουμε πολλά να πούμε. Που και που τον κοιτάω όταν παίζει κάποιο τραγούδι από τις ταινίες του, συνήθως το girl you’ll be a woman soon και το βλέμμα του, που δεν μπορώ να αποφασίσω τη υποδηλώνει, μου φαίνεται επιδοκιμαστικό. Με βάση τον φίλο μου τον Νίκο, ο Ταραντίνο σε κοιτάει μόνο όταν τον κοιτάς εσύ, μα όταν στρέφεις αλλού το βλέμμα σου, γυρίζει στην εφημερίδα του. Τώρα, όπως τον κοιτάω, η ματιά του μου φαίνεται αποδοκιμαστική.

Μάλλον χλευάζει την απραξία μου μέσα στο κατακαλόκαιρο, μα έτσι όπως τα έχουν φέρει οι συγκυρίες και ο εκνευριστικά μελαγχολικός καιρός, οι τελευταίες μέρες μου τείνουν να είναι αρκετά μονότονες, τόσο που άρχισα να ταυτίζομαι με τη Lana del Rey και το summertime sadness της. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω με τι ακριβώς ταυτίζομαι, δεν μπορώ να πω πως θυμάμαι, με ακρίβεια, τι  λέει το τραγούδι, μα θυμάμαι το ρεφρέν, έτσι προσαρμόζω την τέχνη του στις ανάγκες μου, όπως κάνουμε συχνά, χωρίς πάντα να το καταλαβαίνουμε.

Έτσι, χαζεύω τον γκρι ουρανό και παρότι τον καταριέμαι, τον σέβομαι γιατί μου φέρνει αυτό το φθινοπωρινό αεράκι. Ψάχνω, η τουλάχιστον προσπαθώ, να βρω κάποιον τρόπο να κάνω την ημέρα ξεχωριστή, όπως είπα εχθές ότι θα κάνω, μα παρότι πέρασαν 24 ώρες είναι ακόμη εχθές. Στο μυαλό του βαρεμένου καλοκαιρινού ανθρώπου, η ευτυχία μπορεί να βρίσκεται μέσα σε έναν ακόμη freddo capuccino, σε κάποιον περίπατο μακριά από τη γη της νηφαλιότητας ή έστω στον ζεστό, σπιτικό, εσπρέσο που είναι βγαλμένος κατευθείαν από τα κρύα βράδια του χειμώνα.

Προφανώς, οι καφέδες δεν δίνουν την λύση, όμως, σίγουρα, βοηθάνε, με το άρθρο που διαβάζετε αυτή τη στιγμή να είναι η απόδειξη. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν βοηθάει γιατί τίποτα δεν πάει λάθος. Σε ότι αφορά τυχόν συναισθήματα α λα summertime sadness δεν έχουμε να κατηγορήσουμε κανέναν, μα τον εαυτό μας και τις μη ρεαλιστικές προσδοκίες αυτοβελτίωσης που θέσαμε για το καλοκαίρι.

Φαντάζεσαι τον εαυτό σου σαν έναν αστέρα του NBA που εκμεταλλεύτηκε το καλοκαιρινό του διάλειμμα για να αποκτήσει ένα καλό σουτ τριών πόντων και σκέφτεσαι πως θα κάνεις το ίδιο. Έχεις, ήδη, σκεφτεί τα ψαγμένα άλμπουμ που θα ακούσεις, τις indie ταινίες που θα δεις και τα περίεργα βιβλία που θα διαβάσεις. Περιμένεις να τα κάνεις όλα αυτά και οραματίζεσαι τον εαυτό σου να μιλάει για όλα τα παραπάνω, σε ένα κοινό τριών ή τεσσάρων ανθρώπων που πραγματικά σε προσέχουν, όσο εσύ αναλύεις, με ένα στριφτό στο χέρι, έναν μπερέ και ένα μουστάκι που με κάποιον, ανεξήγητο, τρόπο κατάφερες να σου πηγαίνει.

Δυστυχώς, όμως, δεν ακούς the Velvet Underground, δεν βλέπεις το Eraserhead και δεν διαβάζεις τον επαναστατημένο άνθρωπο. Γιατί; Γιατί έχεις την δύναμη, αν θέλεις, να μην κάνεις απολύτως τίποτα και όπως είπε ένας σύγχρονος φιλόσοφος: No one man should have all that power. Ναι, ο Kanye West είχε δίκιο(!), στην υπερβολικά αγχώδεις κοινωνία μας το δικαίωμα της απόλυτης απραξίας είναι, για κάποιους ανθρώπους, ιδιαίτερα ελκυστικό.

Προφανώς, είμαι ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Έτσι το επόμενο πρωί θα ξυπνήσω και θα πείσω τον εαυτό μου πως δεν έχει να κάνει απολύτως τίποτα, απαλλάσσοντας τον από τις, λίγες, ενοχές του και επιτρέποντας του να σπαταλήσει τη μέρα του εν ειρήνη. Έπειτα, θα χρησιμοποιήσω τον δείκτη μου για να πατήσω το φανταστικό κουμπί του repeat και το μεσαίο μου δάχτυλο για να κάνω μια φανταστική άσεμνη χειρονομία προς τον εαυτό μου.

Τελικά, ίσως το summertime sadness να μην είναι τίποτα παρά βαρεμάρα με ήλιο. Όπως και να έχει, σε αναγκάζει να εκτιμήσεις τον χειμώνα και τη ρουτίνα που τον συνοδεύει και φυσικά, μου επιτρέπει να γράψω αυτό το άρθρο. Τώρα θα με συγχωρήσετε, πάω να δω, πάλι, τους άδοξους μπάσταρδους. Το βλέμμα του Κουέντιν γίνεται υπερβολικά επικριτικό.


Μιχάλης Γιαννακίδης

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά μένει μόνιμα στην Αθήνα. Είναι τριτοετής φοιτητής Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και πιο συγκεκριμένα στον χώρο τον media, ενώ στον ελεύθερο του χρόνο, ασχολείται με την τέχνη και την άθληση.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ