Του Θεοφάνη Τζεβελέκου,
Η 7Η Ιουλίου σηματοδότησε μια σημαντική αφετηρία στην πολιτική ζωή της χώρας. Το εκλογικό σώμα των Ελλήνων πολιτών ανέδειξε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας στην πρώτη θέση της εκλογικών αποτελεσμάτων, καταλαμβάνοντας 158 έδρες (39.85%) και σχηματίζοντας αυτοδύναμη κυβέρνηση. Στη νέα Βουλή των έξι κομμάτων, ακολουθούν ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με 86 έδρες (31.53%) στην δεύτερη θέση, το Κίνημα Αλλαγής με 22 έδρες (8.10%) στην τρίτη θέση, το ΚΚΕ με 15 έδρες (5.30%) στην τέταρτη θέση, η Ελληνική Λύση με 10 έδρες (3.70%) στην πέμπτη θέση και στην τελευταία, έκτη θέση το ΜέΡΑ25 με 9 έδρες (3.44%). Σε αυτό το σημείο αξίζει να γίνουν κάποιες σημαντικές παρατηρήσεις. Ως βασικό μήνυμα των τελευταίων εθνικών εκλογών, θα μπορούσε κάποιος να αποσαφηνίσει, την διάθεση για πολιτική σταθερότητα και ομαλότητα στη δημόσια ζωή της χώρας. Από μεριάς των Ελλήνων ψηφοφόρων, εμπιστεύτηκαν με τη ψήφο τους μια παραδοσιακή πολιτική δύναμη με βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία, όπως είναι αυτή της κεντροδεξίας παράταξης της Νέας Δημοκρατίας. Το πρόταγμα για σταθερότητα ίσως να είχε τεθεί και λίγο νωρίτερα βέβαια, κατά την τελευταία θητεία του απερχόμενου ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ο οποίος κατάφερε να ασκήσει κυβερνητικά καθήκοντα τετραετίας, πολιτική κατάσταση που φάνταζε πολύ δύσκολη προς επίτευξη από το 2012, εξαιτίας των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων που πραγματοποιούνταν.
Από την άλλη μεριά, έχουμε την επιστροφή του δικομματισμού, καθώς διαμορφώνονται δύο νέοι πολιτικοί πόλοι. Από τη μία η σταθερή Νέα Δημοκρατία και από την άλλη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, που από σήμερα θα βρίσκεται στη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Αρχής γενομένης από το 2012 και σταδιακά από το 2015, μπορούμε να μιλήσουμε για την «πασοκοποίηση» – ας μου επιτραπεί αυτή η πολύ εκλαϊκευμένη έκφραση- καθώς ο ίδιος, από ένα μικρό αριστερό-ριζοσπαστικό κόμμα διαμαρτυρίας μετατράπηκε σε κόμμα εξουσίας, ενώ ιδεολογικά μετατοπίστηκε από τα αριστερά του πολιτικού άξονα, προς το κέντρο και τη σοσιαλδημοκρατία. Η τρίτη θέση των εκλογών, καταλαμβάνεται από το Κίνημα Αλλαγής (ΚΙΝ.ΑΛ.) παρά τις διάφορες εσωκομματικές περιπέτειες, όπως ήταν η βαρυσήμαντη αποχώρηση του Ευάγγελου Βενιζέλου. Παρατηρούμε την άνοδο του ΚΙΝ.ΑΛ. συγκριτικά με τις εθνικές εκλογές του 2015 όπου είχε καταλάβει την τέταρτη θέση στην Βουλή των οκτώ κομμάτων που είχε προκύψει τότε, όμως ακόμα φαντάζει μακρινή η διεκδίκηση της εξουσίας από το ίδιο.
Στην τέταρτη θέση τερμάτισε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (ΚΚΕ), το οποίο σημείωσε εκλογική άνοδο και παραμένει σταθερά στις πρώτες προτιμήσεις των Ελλήνων ψηφοφόρων. Ας μην ξεχνάμε πως είναι το παλαιότερο πολιτικό κόμμα της ελληνικής πολιτικής ιστορίας μετρώντας εκατό χρόνια ζωής, ενώ δεν απομακρύνεται ποτέ από τις θεμελιώδεις πολιτικές αρχές της ίδρυσης τους.
Επιπροσθέτως, αποτελεί θετική έκπληξη το γεγονός ότι παρέμεινε εκτός Βουλής, το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής καθώς δεν κατάφερε να περάσει το κατώφλι του 3% που απαιτείται από το Σύνταγμα, για την είσοδο ενός κόμματος στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Βέβαια, ας μην ξεχνάμε πως αντί αυτού, εισήλθε το ιδεολογικά συγγενικό κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου, η Ελληνική Λύση, το οποίο καλύπτει το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε από την απουσία της Χρυσής Αυγής και των Ανεξάρτητων Ελλήνων (ΑΝ.ΕΛ.) του Πάνου Καμμένου και τοποθετείται στην συντηρητική και άκρα δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος. Το συγκεκριμένο κόμμα φαίνεται να έλαβε υποστήριξη και να έχει ισχυρά ερείσματα στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας, όπως διαπιστώνεται από τις ιδιότητες τόσο των υποψήφιων όσο και των εκλεγέντων Βουλευτών του, ενώ όπως χαρακτηριστικά λέγεται είναι το «ρωσόφιλο» κόμμα εν Ελλάδι.
Σε μικρή απόσταση, από την Ελληνική Λύση, ένα κόμμα που μετράει μόλις ένα χρόνο ζωής, η ΜέΡΑ25 του οποίου ηγείται ο πρώην Υπουργός Οικονομικών της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, Γιάνης Βαρουφάκης, κατέλαβε την έκτη και τελευταία θέση στη Βουλή. Τα παραπάνω δύο μικρά κόμματα εκφράζουν εκείνο το τμήμα των Ελλήνων πολιτών, που παραμένουν δυσαρεστημένοι με την εν γένει πολιτική και κοινωνικοοικονομική κατάσταση των τελευταίων ετών, αναζητώντας νέες «αγνές» και «άφθαρτες» πολιτικές δυνάμεις που εμφανίζονται στο πολιτικό προσκήνιο, αντιπροσωπεύοντας τους στο κοινοβούλιο της χώρας. Αξίζει πάντως να μελετήσουμε και να καταγράψουμε την μελλοντική εξέλιξη αυτών των νέων πολιτικών σχηματισμών, στο πέρασμα του εκλογικού χρόνου, δηλαδή το αν θα παραμείνουν σε μια ριζοσπαστική ρητορική με «άκαρπα» πολιτικά αποτελέσματα, ακολουθώντας την τύχη ανάλογων πολιτικών σχηματισμών που αναδείχθηκαν τη τελευταία κρίσιμη δεκαετία της οικονομικής κρίσης όπως είναι το Ποτάμι, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, η Ένωση Κεντρώων κ.α.
Τέλος, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε το μεγάλο ποσοστό στο οποίο ανήλθε η αποχή των εκλογέων, της τάξεως του 42,08% επί του συνόλου. Αποτελεί «τροφή για σκέψη» που θα πρέπει να μας γεμίσει προβληματισμούς άμεσα, για το πώς θα αντιστραφεί αυτή η κατάσταση. Η τεράστια αποχή είναι επακόλουθο της δυσαρέσκειας, της απογοήτευσης και της έλλειψης εμπιστοσύνης σχεδόν του μισού πληθυσμού της ελληνικής κοινωνίας ως προς το πολιτικό της σύστημα και τους θεσμούς του που τα θεωρεί «χρεοκοπημένα» και ανίκανα να παράξουν πολιτικές προς όφελος της άμεσα.