20.3 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟι Βασικές πτυχές της Αρχαίας Ελληνικής Πειρατείας

Οι Βασικές πτυχές της Αρχαίας Ελληνικής Πειρατείας


Του Κώστα Σακκα,

Αρχικά πριν γίνει λόγος για τις εκφάνσεις και την ιστορία της πειρατείας στην Αρχαιότητα, απαιτείται προς όφελος μιας ολοκληρωμένης εικόνας, μια μικρή αναφορά για την εικόνα της εμπορικής ναυτιλίας. Η Ελληνική ναυτιλία καθρεφτίζει μια μακραίωνη πορεία στον ρου της ιστορίας. Παράλληλα με αυτήν την πορεία αναπτύχθηκε, με αφετηρία την ιδιάζουσα φύση του ανθρώπου, η πειρατεία. Ως δομικά συνυφασμένη έννοια με το θαλάσσιο εμπόριο, η πειρατεία αντανακλά μια ενδόμυχη επιθυμία του ανθρώπου να επιδοθεί στις πρακτικές εκείνες, οι οποίες θα του εξασφαλίσουν εύκολο και παράνομο κέρδος. Όμως το φαινόμενο της πειρατείας απορρέει κατά βάση από την ναυταπάτη (μια πρακτική-παρέκβαση της ναυτιλίας ιδιαίτερα ευπρόσβλητη σε αυτήν). Οι ρίζες της τοποθετούνται στην Αρχαία Ελλάδα, καθώς υπήρχε ένα γενικευμένο πλαίσιο άνθησης του εμπορίου, που ήταν συνδεδεμένο με τα ναυτικά δάνεια και τις ναυτικές συγγραφές (συμβάσεις). Οι διάφορες ναυτικές άπατες ήταν, ως επί το πλείστον, προϊόν αθετήσεως των όρων μιας ναυτικής σύμβασης και διακρίνονται καθ’ ομολογία ως εξής: κλοπή και παράνομη πώληση φορτίου, παρέκκλιση πορείας, πρόκληση ναυαγίου, εμπρησμός, απάτη στην ναύλωση του φορτίου. Σαφώς διενεργούνταν και συνδυασμός μεταξύ των προαναφερθέντων πρακτικών, ωστόσο στην κορυφή της ηθελημένης προτίμησης, δέσποζε η πρόκληση του ναυαγίου. Αναμφιβόλως το κόστος της ναυταπάτης διακλαδώνονταν σε κοινωνικό και οικονομικό που επηρέαζε κατά κόρον την υφή των πόλεων-κρατών.

Το φαινόμενο της πειρατείας (ένα πρώιμο στάδιο ναυταπάτης) είναι πολύ δύσκολο να χρονολογηθεί επακριβώς διότι ακολούθησε μια εξελικτική και ποικιλόμορφη διαδικασία, που γεννήθηκε παράλληλα με την έννοια της πλεύσης. Σημειώνουμε ότι υφίστανται δυο μορφές πειρατών σε ένα πλαίσιο «οργανωμένου» εγκλήματος: οι καιροσκόποι και οι οργανωμένοι. Όσον αφορά την πρώτη μορφή έχουμε μια δεξαμενή ευκαιριακών κακοποιών, αποκηρυγμένων και εγκληματιών, οι οποίοι λόγω του απολίτιστου χαρακτήρα τους δρούσαν, σε μικρές ομάδες με μικρή σχετικά χρονική διάρκεια, χωρίς ηθικούς φραγμούς για τον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής. Εν αντιθέσει η δεύτερη μορφή συνιστά μια πιο οργανωμένη εικόνα πειρατών που εκφράστηκε μεμονωμένα, ως κατ’ ουσία πρακτική από ιδιαίτερα δυναμικούς λαούς. Μεταξύ άλλων το κυριότερο χαρακτηριστικό ήταν η προβολή και η επιβολή ισχύος όπου προήλθε μέσω της ναυπηγικής και της ναυτιλίας. Με την πάροδο του χρόνου ο πήχης ανέβαινε στην στρατηγική και στην ναυπηγική, επιβεβαιώνοντας την προαναφερθείσα εξίσωση περί παράλληλης καταβολής της ναυτιλίας με την πειρατεία. Όμως η πειρατεία ως παρέκβαση-ανωμαλία της ναυτιλίας θα πρέπει να εναντιώνεται σε κάποιους βασικούς κανόνες και θαλάσσιους νόμους,  για να μπορεί να υφίσταται με την εικόνα που έχει διαδοθεί μέχρι σήμερα. Η θάλασσα του Αιγαίου στην Αρχαιότητα λειτουργούσε ως θέατρο πειρατικών επιχειρήσεων. Επίσης αναφέρεται πολλάκις ως πρακτική με κεντρικές ρίζες στην μυθολογία, στα ομηρικά έπη και εν τέλει στον ρου της ιστορίας, όπου πολλοί λαοί διαθρυλούνται περισπούδαστα για τις πειρατικές τους πρακτικές σε εκτενείς φάσεις της ιστορίας (Μηδικοί πόλεμοι, Πελοποννησιακός πόλεμος). Μερικοί εξ’ αυτών ήταν οι Τυρρηνοί (κατά καιρούς το όνομα τους ισούται με την προσωποποίηση της πειρατείας), οι Φοίνικες, οι Κρήτες, οι Δόλοπες και οι Κύλικες. Ωστόσο παρατηρείται, πέριξ του ορισμού της πειρατείας, μια γενικευμένη σύγχυση. Η αβεβαιότητα αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός, ότι στο διάστημα μεταξύ του 12ου και 4ου αιώνα, η λέξη πειρατής, που δεν μαρτυρείται ως όρος στα τότε έγγραφα, γίνεται αντικείμενο εξομοίωσης με την λέξη ληστής. Αυτή η εννοιολογική σύμπνοια αφορά είτε το ομηρικό ιδεώδες της πειρατείας με ληστρικές επιθέσεις στην στεριά είτε το κλασικό μοντέλο με ευρύτερες επιθέσεις στην θάλασσα και σε άλλα πλωτά μέσα. Σε κάθε περίπτωση ένας πειρατής δρούσε με γνώμονα το ίδιον όφελος και λαφυραγωγούσε δια της βίας ποικίλα αγαθά, ανθρώπους και χρήματα. Λειτουργικά οι πειρατές χρήζονται δυο ειδών: στους ιδιοτελείς, άρα τους υπηρέτες του ατομικού συμφέροντος(απόλυτα συνδεόμενο με το αθέμιτο κέρδος) και σε εκείνους οι οποίοι ενεργούσαν υπό την εύνοια μια πολιτείας για την εξυπηρέτηση των θελημάτων της. Όλα φυσικά συνέβαιναν με το αζημίωτο (χορήγηση πλοίων, χρημάτων και εξουσιών) και πλέον ο πειρατής μεταμορφώνεται από άξεστος και ενδεχομένως απεχθής, σε ήρωα, με την πειρατεία να λαμβάνει μια θεμιτή και νόμιμη διάσταση, καθώς αποτελούσε χρησιμοθηρικά τμήμα μια πολεμικής επιχείρησης προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων τρίτων κρατών. Η πειρατεία φέρει τον μανδύα και την εικόνα μιας διαρκούς κατάστασης αντιποίνων διότι συνδέθηκε με το δίκαιο της ανταπόδοσης, ως ένα σύνολο επιχειρήσεων που ενείχαν ανορθόδοξες  πρακτικές.

Επιπλέον ανά τους αιώνες διατυπώθηκαν υποθέσεις γύρω από το πρόσωπο και την εμφάνιση ενός πειρατή. Επρόκειτο για την εικόνα ενός ανθρώπου περιθωριοποιημένου από τις ευνομούμενες πολιτείες λόγω της άνομης δράσης του. Συμβάλλει επίσης το γεγονός, ότι ένας πειρατής δεν αποδέχεται την αίσθηση του ανήκειν σε μια πολιτεία. Συνεπώς παρουσιάζεται με άγρια και σκληρά χαρακτηριστικά τα οποία πολλές φορές έπρεπε να καλυφτούν με την δέουσα ενδυμασία. Εξυφαίνεται όμως ένας προβληματισμός σχετικός με το είδος του οπλισμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται λόγος για έναν βαρύ οπλισμό δυσανάλογο με την επαρκή επιβίωση σε μια θαλασσομαχία. Πέρα όμως από τον φόβο που έσπερνε ο βαρύς οπλισμός, ο αντικειμενικός σκοπός ενός πειρατή ήταν, αναμφιβόλως, η εξάρτηση του ελαφρού οπλισμού, ως απαραίτητη κίνηση για μια αιφνιδιαστική επίθεση. Ένα ακόμη θέμα το οποίο βρίθει ενδιαφέροντος είναι η ιδιομορφία των πειρατικών πλοίων. Αξίζει να σημειωθεί, ότι τα ειδικώς ναυπηγημένα πειρατικά σκάφη απολαμβάνουν προνόμια μεγάλης ταχύτητας λόγω του ελαφρού βάρους τους. Ήταν πολύ δημοφιλές χαρακτηριστικό το οποίο σε συνδυασμό με την αναγκαία εξασφάλιση άλλων στοιχείων (ελεύθερο κατάστρωμα για δράση, ελεύθερους αποθηκευτικούς χώρους για τη μεταφορά λαφύρων/αιχμαλώτων, ετοιμότητα πληρώματος για την επικείμενη μάχη) μπορούσε να αποτρέψει το ενδεχόμενο κατατρόπωσης ενός πειρατικού σκάφους. Σημειωτέον τα πειρατικά σκάφη χρήζουν διαφόρων τύπων που ανταποκρίνονται στις προαναφερθείσες προσδοκίες. Όσον αφορά δε την συγκρότηση του πειρατικού πληρώματος διακρίνουμε δυο μορφές (προσωρινό πλήρωμα, μόνιμο πλήρωμα). Δεν υπήρχαν κάποιοι κανόνες που να συμπίπτουν με την διαδικασία συγκρότησης ενός νόμιμου πληρώματος, πολλώ δε μάλλον κάποιος εσωτερικός κανόνας ή μορφή ιεραρχίας πλην ελαχίστων περιπτώσεων. Άξιο παραδοχής είναι η δεδομένη επικράτηση της φιλοσοφίας του «ξεχωριστού» ή του «γενναιότερου». Οι δυο μορφές παρουσιάζουν πλήθος πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων. Αναλυτικά ένα προσωρινό πλήρωμα αποτελεί μια ομάδα κακοποιών με ιδεατό σκοπό την εκπλήρωση της υπόσχεσης του αρχηγού για διαμοιρασμό της λείας μετά το πέρας της επιχείρησης, όπου και το πλήρωμα συνήθως διαλύεται. Εν αντιθέσει ένα μόνιμο πλήρωμα έχει μια οργανωμένη μορφή με δοκιμασμένους ανθρώπους που μάχονται άοκνα σαν μια ομάδα για την επίτευξη του σκοπού. Ο αριθμός του πληρώματος κυμαίνεται ανάλογα με την περιουσία του αρχηγού. Σε οποιαδήποτε μορφή πληρώματος τα λάφυρα, είτε είναι αγαθά είτε άνθρωποι, μοιράζονται σε ανάλογο ποσοστό από τον αρχηγό χωρίς όμως να αποφεύγονται και περιστατικά αδικιών.

Ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο είναι η πειρατική τακτική που αποτέλεσε βασικό στοιχείο, τουλάχιστον για τις ομάδες που δρούσαν οργανωμένα, μαζί με άλλες προϋποθέσεις (επιλογή του τόπου των επιχειρήσεων, συλλογή πληροφοριών), οι οποίες αντλούνται σποραδικώς από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Βασικός πυλώνας αυτών των αναλλοίωτων προϋποθέσεων, είναι η ποικιλόμορφη γεωγραφία της Ελλάδος που προεικάζει την δημιουργία αφιλόξενων και επικίνδυνων ακτών. Οι συνθήκες αυτές επιβεβαίωναν ένα λογικό συλλογισμό για έναν τόπο, που θα εγκυμονούσε κινδύνους για  την ναυσιπλοΐα και θα λειτουργούσε ως ορμητήριο, όπου θα συνδύαζε χαρακτηριστικά κατασκοπείας, καθώς και δύσβατου περιβάλλοντος για τα λοιπά πλοία. Πέρα όμως από την επιλογή του τόπου, απαραίτητο στοιχείο για την διεξαγωγή πειρατικής επιχείρησης ήταν πρωτίστως η συλλογή πληροφοριών. Αυτή η κίνηση αποδείχτηκε καταλύτης διότι αυτές οι πληροφορίες (είδος και εθνικότητα πλοίου, είδος μεταφερόμενου εμπορεύματος, αξιόπλοο πλοίου, αξιόμαχο πλήρωμα, πορεία και προορισμός) οδηγούσαν τους πειρατές, ενδεχομένως και με το κατάλληλο καμουφλάζ για την απόκρυψη του ληστρικού ύφους, να κάνουν εισπήδηση (ρεσάλτο) σε ώρες ευνοϊκές για την διενέργεια της (φαγητό και ύπνος). Η τύχη των πληρωμάτων είχε να κάνει αποκλειστικά με την προσωπική διάθεση του πειρατή. Η καλλιεργηθείσα εικόνα της γοητείας και της φιλανθρωπίας ήταν ένα αποκύημα μυθιστορηματικού και κινηματογραφικού χαρακτήρα. Σε ουκ ολίγες φορές ο θάνατος του πληρώματος, έπειτα από διαπόμπευση, χλευασμό και βασανισμό, ήταν δεδομένος. Σε κάθε περίπτωση έπρεπε πλοίο και πλήρωμα να εξαφανιστούν. Σπανίως, όσοι επιζούσαν, γίνονταν υποχείρια της δουλικής χρηματαγοράς με όρους εκβιασμού προς απαίτηση λύτρων και ήταν οι πιο όμορφοι και  υγιείς.

Ακόμη οι πειρατές κατά κυριολεξία αποτυπώνονται ως άνθρωποι που δεν έχουν ιερό και όσιο διότι προβαίνουν σε πράξεις κακοποίησης ιερών συμβόλων και ναών. Το κόστος μιας πειρατικής ενέργειας εξετάζεται σε δυο κλάδους (οικονομικό και κοινωνικό). Το κοινωνικό κόστος έχει να κάνει με μυριαρίφνητες ανθρώπινες απώλειες και το συνεπακόλουθο άγος που δημιουργούν στις πλάτες των πειρατών ενώ το οικονομικό κόστος επηρεάζει ολικά το εμπόριο και τον εφοδιασμό των πόλεων. Μια άλλη κατηγορία ανθρώπων ζημιωμένων από πειρατικές ενέργειες είναι οι πλοιοκτήτες και οι ναυλωτές, όπου οι μεν αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος για τα έξοδα και τις ανάγκες ενός σκάφους και οι δε βρίσκονταν στην ίδια μοίρα, καθόσον είχαν την φροντίδα της διατήρησης του φορτίου.

Επίσης, για την αντιμετώπιση του φαινομένου υπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες εδρασμένες στην επιθυμία των θυμάτων για αντίσταση προς τις πειρατικές ενέργειες. Γι’ αυτό σε πρώτη φάση έχουμε την λήψη σημαντικών τοπικών μέτρων όπως η ανέγερση οχυρωμάτων και πύργων. Εκ των υστέρων γίνεται αντιληπτό, ότι η εφαρμογή αυτών των μέτρων δεν εξαλείφει το πρόβλημα αλλά το διαιωνίζει. Εξ αρχής η αντιμετώπιση όφειλε να έχει τις διαστάσεις μιας εκστρατείας συνασπισμένων πόλεων με συλλογικό πνεύμα αποτροπής, ως ευρύτερη κάλυψη από τον κυκεώνα των πειρατικών επιθέσεων (όπως συνέβη στους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους). Εξάλλου επί της αρχής οι αρμόδιες αρχές αντιμετώπισαν με μαλθακότητα την πειρατεία και στην καλύτερη περίπτωση εξέδιδαν νόμους εναντίον της, κάτι που συνιστά έλλειψη ιδιαίτερης προσοχής για την αντιμετώπιση της, εφ’ όσον αιωρούταν η έως τότε εσφαλμένη και υπεροπτική θεώρηση για το αναξιόμαχο των πειρατών. Με άλλα λόγια έλλειπε ένα σχέδιο άμεσης και αποφασιστικής δράσης.

Όσον αφορά τις ποινές που επιβάλλονταν για την άσκηση της πειρατείας, το μόνο σίγουρο είναι ότι περιβάλλονται από ένα νέφος ελλιπούς πληροφόρησης γιατί τα στοιχεία είναι λίγα. Παρόλ’ αυτά ένα γενικό σχήμα που έχει εξαχθεί αναφέρει μια ήπια μεταχείριση ως τρόπο καταστολής. Έπειτα από την σύλληψη τους, οι πειρατές δικάζονταν κατά κεραία σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο της εκάστου πολιτείας. Προφανώς δεν έλειπαν οι περιπτώσεις θανατικής καταδίκης. Εξετάζοντας όμως εξονυχιστικά αυτό το ζήτημα, έχουμε πληροφορίες για διενέργειες βασανισμού πριν την καταδίκη, που βασικό στόχο είχαν να σωφρονίσουν υποσυνείδητα τους υπόλοιπους πολίτες, να εμφυσήσουν τον φόβο και τον δισταγμό στους απανταχού πειρατές και να αποσπάσουν σημαντικές πληροφορίες για τα σχέδια δράσεως των πειρατών.

Εν κατακλείδι, ας μη λησμονούμε ότι πέρα από μια ένδοξη και γοητευτική εικόνα που καλλιεργήθηκε εκ προθέσεως για τους πειρατές, η πρακτική αυτή δεν αποτέλεσε αντικείμενο επικρότησης ούτε έχαιρε θαυμασμού από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Τουναντίον καταδικαζόταν. Συνεπώς δεν θα πρέπει να μελετάμε μεμονωμένα τις πηγές που εξυμνούν και «θωπεύουν» μια πρακτική η οποία εν τέλει είναι παράνομη. Με σημερινούς όρους η πειρατεία λογίζεται ως διεθνές αδίκημα και οι πειρατές ως εχθροί της ανθρωπότητας που διώκονται αναλόγως. Σήμερα ο ΟΗΕ με αποφασιστικά πονήματα, που δομούν μια συλλήβδην εκφυλιστική εικόνα της πειρατείας, διατρανώνει το πασιφανές και το αυτονόητο δηλαδή πάταξη/εξάλειψη της πειρατείας.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
  • Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου, Η Πειρατεία στην Αρχαία Ελλάδα
  • Francois Lefevre, Ιστορία του Αρχαίου Ελληνικού Κόσμου
  • Ιωάννης Σ. Τουλουμάκος, Ιστορία των Αρχαίων Ελλήνων

Κώστας Σακκάς
Είναι γεννημένος το 1999 στην Θεσσαλονίκη και απόφοιτος Γενικού Λυκείου. Αυτή την εποχή σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), με κατεύθυνση στην Ιστορία.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ