Της Αιμιλίας Γανταδάκη,
Με αφορμή ποικίλα ζητήματα από την επικαιρότητα βρέθηκε ξανά στο προσκήνιο των συζητήσεων ο προβληματισμός ως προς την φερεγγυότητα του συστήματος της ελληνικής δικαιοσύνης. Το ζήτημα της επιλογής των μελών των ανωτάτων Δικαστηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο, καθώς και η δυνατότητα άσκησης της αρμοδιότητας που προβλέπει το α. 90 παρ.5 από μια Κυβέρνηση που σχεδόν έχει εκπνεύσει, υπήρξαν αρκετά για να γεννήσουν βάσιμες υποψίες εναγκαλισμού μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας στη χώρα μας. Μόλις λίγους μήνες πριν, εξεδόθη η ΣτΕ 2615-2616/2018 απόφαση για την Συμφωνία των Πρεσπών με βάση την οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας – κατά πάγια νομολογία του – αρνήθηκε να ελέγξει την εν λόγω συμφωνία ως μια γνησίως κυβερνητική πράξη με πολιτικά ελατήρια. Αρκετοί είναι εκείνοι που τονίζουν, εντούτοις, την ανάγκη αποψίλωσης του ανέλεγκτου πρωθυπουργικού συστήματος και την ανεύρεση τέτοιων θεσμικών αντιβάρων που να παράσχουν τελικώς εγγυήσεις συνταγματικής σταθερότητας. Μήπως άραγε ενδείκνυται αλλαγή στο δικαιοδοτικό μας σύστημα; Στο πλαίσιο της θεσμικής αυτής διερεύνησης θα μπορούσε να ανατρέξει κανείς στην μακραίωνη παράδοση πολλών ευρωπαϊκών χωρών με κεντρικό δικαιοδοτικό πυλώνα ένα εθνικό Συνταγματικό Δικαστήριο.
Πρώτα απ’ όλα, ως Συνταγματικό νοείται το ειδικό δικαστήριο που έχει αποκλειστικό σκοπό να ελέγχει ευθέως εάν μια διάταξη νόμου είναι πλήρως εναρμονισμένη με το υπέρτατης νομοθετικής ισχύος κείμενο, το Σύνταγμα. Μόλις 44 χώρες στον πλανήτη έχουν θεσμοθετήσει το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο, μεταξύ άλλων η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρία και η Ιταλία. Στη Γαλλία, ρόλο συνταγματικού δικαστηρίου έχει το γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο (Conseil Constitutionnel), τα μέλη του οποίου διορίζονται με ίσες αναλογίες από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης και από τον Πρόεδρο της Γερουσίας. Βασική ιδιαιτερότητά του αποτελεί ο προληπτικός χαρακτήρας του ελέγχου, ενώ η έλλειψη απαιτούμενων τυπικών προϋποθέσεων (λχ. η ιδιότητα του νομικού ή του δικαστή) συνιστά γεγονός που στα μάτια πολλών φαίνεται να κλυδωνίζει τη φερεγγυότητα του θεσμού. Από την άλλη πλευρά, στη Γερμανία κεντρικό ρόλο έχει το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (Bundesverfassungsgericht), που ανάγεται στον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της οργάνωσης του κράτους, καθώς και σε λόγους ιστορικούς έπειτα απ’ το ναζιστικό τραύμα. Οι δικαστές, διορισμένοι από το ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο και το ομοσπονδιακό συμβούλιο είναι αρμόδιοι να εκδικάζουν διαφορές μεταξύ πολιτειακών οργάνων, μεταξύ ομοσπονδιακής δομής και ομόσπονδων κρατιδίων, να ελέγχουν το κύρος των εκλογών, καθώς και την τυχόν παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών. Έτσι, το ΟΣΔ σε ρόλο «διαιτητή», συνιστά μέχρι και σήμερα ύψιστο πολιτειακό θεσμό της Γερμανίας και μάλιστα απολύτως σύμφυτο με την έντονη «κρατικιστική» δομή της.
Για την πολυπρισματικότερη εξέταση του θέματος κρίνεται αναγκαίο να παρατεθούν και οι δύο όψεις του νομίσματος. Έτσι, θιασώτες του συνταγματικού αυτού θεσμού θα επιχειρηματολογούσαν υπέρ της παρεχόμενης ασφάλειας δικαίου, καθώς με την εφάπαξ δικαστική κρίση του επέρχεται οριστική ακύρωση του αντισυνταγματικού νόμου, αποφεύγεται το ενδεχόμενο έκδοσης αντίθετων δικαστικών αποφάσεων και επιτυγχάνεται η αποτελεσματικότερη απονομή δικαιοσύνης. Δικαστές με υψηλό βαθμό εξειδίκευσης, που απολαύουν έμμεσης λαϊκής νομιμοποίησης και επιδιώκουν να αναχαιτίζουν την εσωτερική διαπλοκή της δημόσιας διοίκησης, αναντίλεκτα καλλιεργούν ένα κλίμα εμπιστοσύνης των πολιτών για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους. Από την άλλη πλευρά, όμως, η ύπαρξη μίας και μόνο συγκεντρωτικής δομής που θα κρίνει επί των συνταγματικών ζητημάτων που αναφύονται, γεννά ζητήματα αμεροληψίας και ενδέχεται να καταλήξει σε εργαλειοποίηση του θεσμού, ώστε η κοινοβουλευτική διελκυστίνδα να γέρνει προς τους ευνοϊκώς διακείμενους υποψήφιους δικαστές. Κατ’ επέκταση, έτσι τορπιλίζεται η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Εξάλλου, καθίσταται σαφές πως η αμετάκλητη ακύρωση ενός νόμου αφαιρεί τη δυνατότητα επανεξέτασης του ζητήματος υπό το φως διαφορετικών πραγματικών περιστατικών και κατ’ εκτίμηση επιχειρημάτων που προβάλλονται από διαφορετικούς διαδίκους σε δίκη που πιθανώς να προκύψει στο μέλλον.
Στην Ελλάδα, σε αντίθεση προς τον συγκεντρωτικό και ευθύ έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ο συντακτικός νομοθέτης επέλεξε έναν έλεγχο διάχυτο και παρεμπίπτοντα. Αυτό σημαίνει πως κάθε δικαστήριο και ιδίως το Συμβούλιο της Επικρατείας στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας μίας πράξης που υποβάλλεται προς ακύρωση είναι εκ του συντάγματος (Σ93 παρ. 4) επιφορτισμένο με την υποχρέωση να ελέγχει τη συμβατότητα του νομοθετικού ερείσματος με το Σύνταγμα. Πρακτικά αυτό οδηγεί στο ερμηνευτικό παράδοξο, ακόμη και σε περίπτωση ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης λόγω διαπίστωσης της παρανομίας του νόμου στον οποίο βασίστηκε, ο τελευταίος να εξακολουθεί να διατηρεί ακέραιη την τυπική ισχύ του. Η Ελλάδα απέκτησε για πρώτη φορά Συνταγματικό δικαστήριο επί χούντας στις 19 Σεπτεμβρίου 1973 και καταργήθηκε 2 μήνες αργότερα. Πλέον, μοναδική παραχώρηση του διάχυτου ελέγχου στην ελληνική έννομη τάξη αποτελεί το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Σ100) με ένα συγκεκριμένο εύρος αρμοδιοτήτων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η άρση αμφισβήτησης περί της αντισυνταγματικότητας ενός νόμου. Μάλιστα, εάν το ΑΕΔ κρίνει ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, αυτός καθίσταται ανίσχυρος έναντι πάντων (erga omnes). Το ερώτημα, λοιπόν το οποίο τίθεται είναι εάν υπάρχει πράγματι ανάγκη θέσπισης ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ελλάδα ή υποκρύπτονται άλλης φύσεως πολιτικές σκοπιμότητες.
Πολλοί είναι εκείνοι που έχουν υποστηρίξει πως για να επιτευχθεί το συνταγματικό ισοζύγιο θα πρέπει η Ελλάδα να ακολουθήσει το μιμητικό παράδειγμα των προαναφερθέντων χωρών. Φυσικά, το επιχείρημα αυτό κρίνεται αρκετά ανεπιτυχές μιας και στις χώρες αυτές η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου έγινε υπό εντελώς διαφορετικές πολιτικές και νομικές συνθήκες από την τωρινή ελληνική συγκυρία και μάλιστα κατά τρόπο που να εναρμονίζεται με τη φύση και την ιστορία τους. Ομοίως, και η όσμωση του διάχυτου με το συγκεντρωτικό έλεγχο ενδέχεται να προκαλέσουν δικονομικές αγκυλώσεις και καθυστερήσεις στην εκδίκαση των υποθέσεων, αφού για την οριστική κρίση του αρμόδιου δικαστηρίου θα προϋποτίθεται προηγουμένως παραπομπή στο Συνταγματικό και αναβολή της δίκης. Τέλος, η έντονη πολιτική απόχρωση ενός τέτοιου Δικαστηρίου θα κατέληγε στο οξύμωρο σχήμα αντί να ελέγχει την πολιτική εξουσία, να ετεροκατευθύνεται από αυτήν.
Κάνοντας μία συνολική αποτίμηση, θα έλεγε κανείς πως δεν είναι καθ’ εαυτός ο θεσμός, που οδηγεί άνευ ετέρου σε συνταγματική διολίσθηση ή ισορροπία. Λυδία λίθο για την αποτελεσματικότητα του αποτελούν οι εκάστοτε φορείς, σε συνδυασμό με τις τρέχουσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Σε ότι αφορά την Ελλάδα, το άρθρο 93 παρ. 4Σ αποτυπώνει μία μακρά συνταγματική παράδοση αρχών και κανόνων δικαίου που έχουν ριζώσει βαθιά στην συλλογική συνταγματική μας συνείδηση και οποιασδήποτε μορφής πρωτόγνωροι ακτιβισμοί απειλούν την ενότητα και την ταυτότητα του πολιτεύματος. Ακόμη κι αν το Σ90 παρ. 5 γεννά προβληματισμούς διαφάνειας η λύση δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση η ολιστική μεταρρύθμιση του δικού μας ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Κι αυτό διότι πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από δικαστικούς λειτουργούς με αδέκαστο φρόνημα, οι οποίοι θα έχουν συνείδηση της δύσκολης αποστολής που τους έχει ανατεθεί ανεξαρτήτως του εκάστοτε δικαιοδοτικού συστήματος.
ΠΗΓΕΣ
- Η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου – Αντώνης Μανιτάκης, διαθέσιμο στο: www.manitakis.gr
- Χρειαζόμαστε πραγματικά ένα Συνταγματικό Δικαστήριο; Μια πάντα επίκαιρη συζήτηση – Βασίλειος Π. Ανδρουλάκης, διαθέσιμο στο: www.constitutionalism.gr
- Ο θεμελιώδης Νόμος της Γερμανίας: 70 χρόνια ζωής – Ράμμος Ν. Χρήστος, διαθέσιμο στο: www.syntagmawatch.gr
- Είναι αναγκαίο ένα Συνταγματικό Δικαστήριο; – Αλέξανδρος Κασσανδρινός, διαθέσιμο στο: www.thecaller.gr