Του Θεοχάρη Χατζημανώλη,
Στην φαινομενικά αέναη στροφοδίνη της σύγχρονης παγκόσμιας πολιτικής πραγματικότητας, είναι κατά κάποιον τρόπο πράγμα γνωστό σε χώρες με ορθοστατημένη πολιτική αγωγή, ο αστάθμητος δηλαδή παράγοντας των πολιτικών εξελίξεων, μέσα στο πλαίσιο εκρηκτικών επιστημονικών και οικονομικών καινοτομιών και ανανεώσιμων κοινοβουλευτικών μαχών.
Χωρίς φυσικά να υπάρχει καμία νύξη σε ξενόθεμες ουτοπίες, και για χάρη της αντίθεσης και μόνον ας αναλογιστούμε αντιστικτικά την ψηφοφορική διαδικασία στην Ελλάδα. Πόσοι είναι αυτοί που μπήκαν σε μεθοδική αξιολόγηση του πολιτικού περιεχομένου; Πόσοι είναι δε εκείνοι που ψήφισαν βάσει ενός συγκριτικού ενστίκτου;
Η αλήθεια είναι πως σήμερα οι μεταβλητές δεν είναι στο συντριπτικά μεγαλύτερο τους μέρος προβλέψιμες. Οι απόψεις που προσπαθούν να τις «υπολογίσουν» και φέρουν απόλυτες αλήθειες στα συμπεράσματα τους, ειδικά για την ελληνική πραγματικότητα, τείνουν να δημοσιεύονται ως «προφητείες», ως σωτηριολογικά μανιφέστα ή ως κινδυνολογικοί λίβελοι. Οι μετριασμένες απόψεις, αν και απαραίτητα πολύτιμες, δυστυχώς ενίοτε φαίνονται ως εγχειρήματα δομημένα να καλύψουν μία μικρή πτυχή της πολυπαραγοντικής πραγματικότητας, σαν πάσσαλοι μέσα στην ομίχλη.
Γιατί όλος αυτός ο λόγος για την σύνθεση της πολιτικής πραγματικότητας όμως; Και που κολλάει η πολιτική του νεοέλληνα ψηφοφόρου σε αυτό; Η απάντηση βρίσκεται για ακόμα μία φορά στον παράγοντα της γνώσης.
Είχε ένα παλιό κουσούρι στην νοοτροπία του ο Έλληνας που το κληρονόμησε παλιότερα και από τις αρχές της ζωής του νεοελληνικού κράτους. Ήξερε τι ήθελε. Ήξερε τι υπήρχε. Δεν ήξερε όμως τίποτα για την μεταξύ απόσταση αυτών των δύο, πολλώ δε μάλλον ήταν αγροίκος ως προς αυτό. Στην εξελικτική του πορεία βλέπουμε κάποια πολιτικά κατάλοιπα αυτής της νεοελληνικής κουλτούρας. Και σήμερα ο Έλληνας ζητάει πολλά, χωρίς να θέλει να βάλει τον εαυτό του σε κόπο να σκεφτεί πώς να τα ζητάει και τι να πληρώσει για να τα αποκτήσει. Χωρίς εν ολίγοις να έχει την ευχέρεια της αυτογνωσίας της ιδιότητας του ως εκλεκτικού παράγοντα, παράγοντα άμεσης άσκησης εξουσίας και ευθύνης. Χωρίς να νιώθει πολίτης. Δεν το έμαθε αυτό και δεν είχε την διάθεση να το μάθει. Δεν μπόρεσε να αποκτήσει την ικανότητα για σφαιρική θεώρηση του πολιτικού πράγματος και έγινε εύκολο θύμα πολιτικής μυθολογίας και καιροσκοπίας.
Το συνονθύλευμα των χαρακτηριστικών αυτών μας επιτρέπει να δούμε καθαρότερα το διακύβευμα αυτής της απορίας. Τελικά ο Έλληνας ψηφοφόρος απέναντι στην κάλπη τι κάνει; Αφουγκράζεται την πορεία μίας ανισόρροπης κρατικής οντότητας μπροστά στην παγκόσμια διεθνή πρόκληση ή επικαλείται μία κάποια σαθρή ιδεολογική ισορροπία –που μόνος του έχτισε- την οποία συνυφαίνει με την πολιτική παραφιλολογία και φημολογία; Σκέφτεται ή αισθάνεται; Βλέπει στο μέλλον ή είναι καθηλωμένος στο παρελθόν; Ψηφίζει για να αλλάξει, γνωρίζοντας κάθε τι που πρεσβεύει μία πολιτική μεταβολή ή για να ευχηθεί για αλλαγή, ακριβώς με τον τρόπο που ανάβει κανείς το κερί σε έναν ναό; Δρα ή υπομένει;
Σκέφτεται ή «ζυγίζει με το μάτι»;
Αν αναλογιστούμε τα υψηλά ποσοστά αποχής σε εκλογικές διαδικασίες (πρόσφατες κιόλας) μάλλον δεν κάνει τίποτα από όλα αυτά, δεν θεωρεί τον εαυτό του όργανο ψηφοθηρικό. Τον ξενίζει η όλη διαδικασία. Μία υλιστική εξέλιξη που ιστορικά ξεκινά από τον φανατισμό, συνεχίζει με την μαζοποίηση, καταλήγει στην «πολιτική καρτερία», η οποία προαναφέρθηκε και απογειώνεται στην αποχή, την άρνηση του δημοκρατικού «εγώ». Ένα κακοήθεις εξόγκωμα του πολιτεύματος, εύλογο όμως σε κάθε περίπτωση και αναμενόμενο.
Οι ραγδαίες εξελίξεις στον πλανήτη, αποτελούν πρόκληση για την ενσυναίσθηση της δημοκρατικότητας. Ο χειρισμός τους από κάθε άτομο -έστω η διάθεση για αυτόν- απαιτεί γνώσεις ερευνητικού και διεπιστημονικού χαρακτήρα. Είναι ορατός ο κίνδυνος της κονιορτοποίησης της αντιπροσωπευτικής διαδικασίας, μέσω της υποβάθμισης της υπόστασης των εκλογών στις συνειδήσεις και είναι ο καιρός για αποφασιστικότητα και θέληση για ανόρθωση τόσο των κυβερνόντων, όσο όμως και του εκλογικού σώματος που ευτυχώς φαίνεται να σαλεύει με τους χτύπους της ύφεσης από τον λήθαργο της μεταπολιτευτικής πολιτικής πραγματικότητας. Ξύπνησε ακόμα όμως;
Γεννήθηκε στο Λιτόχωρο Πιερίας το 1999. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Στα ενδιαφέροντα και τις δράσεις που αναπτύσσει συμπεριλαμβάνονται θεματικές ενότητες πολιτικής, ιστορίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, οικονομίας και κριτικής της τέχνης. Συμμετέχει σε πολιτικές προσομοιώσεις, επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες και ασχολείται από την παιδική του ηλικία με το θέατρο. Γνωρίζει αγγλικά και ιταλικά. Στο OffLine Post γράφει ιστορικά θέματα.