Του Χρήστου Μπέντσου,
Στις 13/5/2018, η McKinsey, σε μελέτη της για τη ΔΕΗ, κατέληγε στο συμπέρασμα πως είναι μια μη βιώσιμη επιχείρηση και θα πρέπει να βελτιώσει τη λειτουργική κερδοφορία της κατά 500 εκατ. σε μια 5ετία για να αποφύγει την κατάρρευση. Ένα χρόνο αργότερα, τα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ δείχνουν πως, με ευθύνη της κυβέρνησης και της διοίκησης της, η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία.
Το 2018 έκλεισε για τη ΔΕΗ με ζημίες 542 εκατ. ευρώ έναντι κερδών 127,6 εκατ. ευρώ το 2017. Το πραγματικό ύψος των ζημιών, εάν συμπεριληφθούν και οι μονάδες Μελίτης και Μεγαλόπολης που βρίσκονται σε διαδικασία πώλησης, ανέρχεται στα 903,7 εκατ. ευρώ. Ο κύκλος εργασιών της εταιρείας μειώθηκε κατά 4,1% (201,8 εκ.) σε σύγκριση με το 2017. Ο ορκωτός λογιστής (ΕΥ) επισήμανε στην έκθεση των οικονομικών αποτελεσμάτων τον κίνδυνο χρεοκοπίας.
Η μετατροπή της ΔΕΗ από υγιή επιχείρηση και πυλώνα του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας σε προβληματική επιχείρηση και συστημικό κίνδυνο για την οικονομία είναι αποτέλεσμα διαχρονικών πολιτικών επιλογών. Η μεγάλη ευκαιρία αναδιάρθρωσης της ΔΕΗ και εξυγίανσης συνολικά της αγοράς ηλεκτρισμού χάθηκε το 2015, όταν η κυβέρνηση εγκατάλειψε το «σχέδιο Μικρή ΔΕΗ». Το σχέδιο «Μικρή ΔΕΗ» απαντούσε τόσο στην υποχρέωση της χώρας για άρση του μονοπωλίου της ΔΕΗ στον λιγνίτη, όσο και στο άνοιγμα της λιανικής αγοράς και δημιουργούσε ταυτόχρονα τις βάσεις για συνολική αναδιάρθρωση της επιχείρησης, με την αξιοποίηση των αναμενόμενων εσόδων ύψους 1,5 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση εισηγήθηκε στους θεσμούς, αντ’ αυτού, την πώληση λιγνιτικών μονάδων, αλλά και τη διάθεση μέσω δημοπρασιών λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ισχύος σε χαμηλές τιμές και με δεσμευτικούς στόχους. Τρία χρόνια μετά την εφαρμογή αυτού του καταστροφικού σχεδιασμού, η ΔΕΗ έχει επιβαρυνθεί με 1 δισ. ευρώ και είναι αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να καταλήξει άγονος και ο δεύτερος διαγωνισμός για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων Μελίτης και Μεγαλόπολης. Σήμερα, η ΔΕΗ βρίσκεται στο ίδιο σημείο, σε σχέση με τις υποχρεώσεις της, έναντι της Ε.Ε. και των θεσμών, αλλά σε πολύ χειρότερη χρηματοοικονομική κατάσταση.
Παράλληλα, εγκλωβισμένη στον εναγκαλισμό του κράτους, υποχρεώθηκε να εφαρμόσει οριζόντιες πολιτικές μη διακοπής του ρεύματος για οφειλές έως και 1.000 ευρώ, με αποτέλεσμα οι συνολικές ανεξόφλητες οφειλές επιχειρήσεων και νοικοκυριών να εκτοξευθούν σε πάνω από 2,7 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 50% του τζίρου της. Η κατάσταση σε σχέση με τη ρευστότητα της επιχείρησης επιδεινώθηκε από τα μέσα του 2017, με την ανοδική τάση του κόστους του CO2 (από 5 ευρώ στις αρχές του 2017 στα 27 ευρώ ο τόνος σήμερα), καθώς η κυβέρνηση, αναλογιζόμενη το πολιτικό κόστος, απέτρεψε τη μετακύλιση μέρους αυτού του κόστους στους καταναλωτές. Στο διάστημα αυτό, η ΔΕΗ έχασε σημαντικό έδαφος για την επέκτασή της στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους εγχώριους ανταγωνιστές της και στις μεγάλες ξένες εταιρείες που εισέρχονται επιθετικά στην αγορά.
Η εικόνα των μεγεθών της ΔΕΗ θα μπορούσε να είναι εντελώς διαφορετική, εάν είχαν εισακουστεί οι επανειλημμένες εκκλήσεις της διοίκησης για λήψη επώδυνων μέτρων, που ήταν αναγκαία για να ορθοποδήσει η εταιρεία. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η σημαντική μείωση του προσωπικού, η αύξηση των εσόδων από τα τιμολόγια και μια σειρά από άλλα μέτρα, όπως το άνοιγμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το αίτημα της ΔΕΗ, παρότι υπεβλήθη επισήμως από τη διοίκησή της, απορρίφθηκε από το υπουργείο Ενέργειας χωρίς καμία απολύτως τεκμηρίωση. Ο αρμόδιος υπουργός, Γ. Σταθάκης, ήταν κατηγορηματικός ότι δεν θα γίνουν αυξήσεις, ανεξάρτητα από τα πρόσθετα κόστη που βαρύνουν την επιχείρηση. Μια σαφής τοποθέτηση λόγω της άτυπης προεκλογικής περιόδου που είχε εισέλθει η χώρα.
Την ίδια στιγμή, το επιτελείο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει εκπονήσει συγκεκριμένο πλάνο δράσης το οποίο θα τεθεί σε άμεση εφαρμογή, αν γίνει η επόμενη κυβέρνηση της χώρας στις ερχόμενες εκλογές. Σε πρώτη φάση, θα επιδιωχθεί η ενίσχυση της ρευστότητας των εσόδων της ΔΕΗ μέσα από μέτρα είσπραξης των ληξιπρόθεσμων οφειλών, περιστολής δαπανών, αλλά κυρίως της εκκίνησης διαδικασιών για την αξιοποίηση των παραγωγικών μονάδων. Σε δεύτερη φάση, θα εφαρμοστούν μέτρα μείωσης του προσωπικού και εκπόνησης νέου οργανογράμματος, μιας και η ΔΕΗ θα προσαρμοστεί, πλέον, σε συνθήκες αγοράς με μερίδιο κάτω του 50%. Η τρίτη φάση του σχεδίου προβλέπει την είσοδο στρατηγικού εταίρου στη δημόσια εταιρία. Σκοπός είναι με την εμπειρία και την καθοδήγηση του επενδυτή η ΔΕΗ να περάσει σε αναπτυξιακή πορεία με άντληση εσόδων από άλλες δραστηριότητες, όπως την επέκταση της στο εξωτερικό, τις ΑΠΕ και την ηλεκτροκίνηση.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της δεξαμενής σκέψης για την Ενεργειακή Οικονομία (ΗΑΕΕ), Κώστα Ανδριοσόπουλο, η υπόθεση της ΔΕΗ πρόκειται περί μιας “καυτής πατάτας” που μόνο πονοκέφαλο προκαλεί στην επόμενη κυβέρνηση. Στον διαγωνισμό αποεπένδυσης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, η προτιμότερη λύση θα ήταν η εξεύρεση ενός στρατηγικού επενδυτή για την αγορά ενός πακέτου περιουσιακών στοιχείων και πελατών στα πρότυπα δηλαδή της “μικρής ΔΕΗ”, αλλά αναπροσαρμοσμένο στις σημερινές συνθήκες. Για το σύνολο του κλάδου, είναι ενθαρρυντικό ότι έχει δρομολογηθεί η λειτουργία των νέων αγορών στον ηλεκτρισμό, μέσω του Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Παρά τις καθυστερήσεις που σημειώθηκαν, η λειτουργία τους θα προσφέρει ενισχυμένο ποιοτικό βάθος στον κλάδο και αυξημένες δυνατότητες χειρισμών για τους παίκτες της αγοράς. Το φυσικό συνεπακόλουθο θα είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού.
Απόφοιτος του τμήματος Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ, μεταπτυχιακός φοιτητής στο MSc Energy and Finance στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας και υπότροφος του Ιδρύματος Καρέλια. Στα πλαίσια του Erasmus+ βρίσκεται στο Costas Grammenos Center for Shipping, Trade and Finance στο Cass Business School, ενώ εργάζεται στον Παγκόσμιο Οργανισμό Ναυτιλίας (IMO) στο Λονδίνο. Πολιτικά χαρακτηρίζεται φιλελεύθερος και ευρωπαϊστής. Είναι μέλος του Finance Club, της Ελληνικής Εταιρείας Διοίκησης Επιχειρήσεων και του Ομίλου Ροταράκτ Θεσσαλονίκης. Υπήρξε μέλος του συλλόγου φοιτητών κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών και class representative στο μεταπτυχιακό.