Του Ραφαήλ – Νικόλαου Μπελενιώτη,
1.385 ημέρες και κάτι πέρασαν από την τελευταία τηλεοπτική μονομαχία του Α. Τσίπρα με τον Β. Μεϊμαράκη. Φυσικά τότε κάναμε λόγο έχοντας στη διάθεση μας άλλα μεγέθη. Ο Αλέξης Τσίπρας βάδιζε ενάντια στην Νέα Δημοκρατία με την αίγλη του αγωνιστή ηγέτη να μην έχει κατακαθίσει ακόμα σαν άμμος στην έρημο, όπως έμελλε να κατακαθίσει το ηθικό πλεονέκτημα λίγα χρόνια αργότερα. Τότε λέγανε, ότι προσπάθησε και ηττήθηκε το παιδί, μα μια προσπάθεια την έδωσε! Δεν είχαμε ακόμα αποκαλύψεις σαν και αυτές που ανακύπτουν σιγά σιγά από διάφορους πρόθυμους, δεν υπήρχε το Μάτι, δεν υπήρχαν οι «Ρασπούτιν»…
Ο ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούλιο του 2015, είχε βέβαια προλάβει να γράψει με έντεχνο λόγο και δημιουργικές ασάφειες το πρόγραμμα της «Θεσσαλονίκης» και την «υπερήφανη διαπραγμάτευση» στα παλαιότερα των υποδημάτων του. Είχε αρχίσει την προσαρμογή στα κελεύσματα των δανειστών, όμως ακόμη κατάφερνε και διατηρούσε το –ραγισμένο αλλά όχι θρυψαλιασμένο – προσωπείο του «νέου», του «καινούριου», του «άφθαρτου». Τότε μπορούσε ακόμα να πείσει.
Τον Αντώνη Σαμαρά μόλις τον είχαν «αποδράσει» από την προεδρία του κόμματος. Έφερε τη στάμπα του «ηττημένου» από την προηγούμενη προεκλογική διαδικασία και του «ανεπιθύμητου» ακόμα και στα ηγετικά δωμάτια της κομματικής νεολαίας. Η Νέα Δημοκρατία βρισκόταν στη χειρότερη στιγμή της. Μεταβατικός πρόεδρος, τότε, ορίστηκε ο κομματικός βετεράνος Βαγγέλης Μεϊμαράκης, άνθρωπος απλός, λαϊκός, ήπιων τόνων και παθών, προερχόμενος από την καραμανλική πτέρυγα. Ήταν μια πρώτη προσπάθεια να ξεπλύνουν την δεξιά φλεγματικότητα του Σαμαρά και του Άδωνι, που είχε κουράσει πολύ κόσμο και να πλησιάσουν τη λαϊκή φλέβα του ΣΥΡΙΖΑ, μια “φλέβα χρυσού” που του χάριζε το προβάδισμα της επικοινωνίας.
Στις 22 Ιουλίου, λοιπόν, είχε λάβει χώρα το ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών, στο κανάλι της ΕΡΤ. Ο Τσίπρας και ας μην το παραδέχθηκαν ποτέ τους, έπαιζε εντός έδρας, ακόμα και σε μια διεξαγωγή ντιμπέιτ. Σε εκείνο το ντιμπέιτ ο Α. Τσίπρας είχε παρελάσει κανονικότατα. Η ίδια η Κουμουνδούρου μετά το πέρας του ντιμπέιτ, προς έκπληξη όλων μας, αντί να επιδοθεί στο γνωστό και προσφιλές σε εκείνη ακατάσχετο κατηγορητήριο επί παντός επιστητού, είχε εκφράσει την ικανοποίηση της για την διεξαγωγή: “Ήταν ένα καλό ντιμπέιτ, σε σχέση με όσα είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε στο παρελθόν”.
Ο Τσίπρας είχε καταφέρει να δώσει τις γνωστές αεριτζίδικες απαντήσεις του με σαφήνεια και ευθύτητα. Διατηρούσε μια τεράστια ψυχραιμία, απέφευγε την προσωπική αντιπαράθεση και τις λεκτικές ακροβασίες. Αντίθετα, το χιούμορ του τότε προέδρου της Ν.Δ. ήταν αποτυχημένο, έκανε χρήση προσωπικών χαρακτηρισμών, είχε ένα ξεψυχισμένο ράθυμο τόνο και ο λόγος του προκαλούσε νωθρότητα. Το αίμα του νέου παλικαριού «έβραζε» και αυτό επιδράσει θετικά στον κόσμο. Πολλοί ψέλλισαν τότε, πως στο ντιμπέιτ αγωνίστηκαν τα πνεύματα δύο Ελλάδων, η «παλιά και η καινούρια Ελλάδα…».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναγνώρισε το συνολικό προβάδισμα που κατείχε έναντι του γαλάζιου προέδρου. Μάλιστα είχε στεναχωρηθεί που θα τον έχανε από αντίπαλο. Είχε στεναχωρηθεί, τη στιγμή που την ηγεσία λάμβανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Τότε πρέπει να τοποθετούμε την απαρχή της πολιτικής αποδρομής του ΣΥΡΙΖΑ. Την αρχή της ιδεολογικής του απογύμνωσης, της προγραμματικής αποδόμησης, της ηθικής συντριβής, της στρατηγικής ήττας.
Το debate του Ιουνίου μεταξύ αρχηγών συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης, αρχικά φαινόταν να είχε «κλειδώσει» εν όψει των εθνικών εκλογών της 7ης Ιουλίου αλλά εν τέλει ακυρώθηκε. Η εξέλιξη αυτή έχει συμβολικό χαρακτήρα. Συμβολίζει την αδυναμία του πάλαι ποτέ κραταιού προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ να προκριθεί στον στίβο των εντυπώσεων και της δημαγωγίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι Βαγγέλης Μεϊμαράκης και η Νέα Δημοκρατία του 15’, της «αποδρομής» του Σαμαρά, δεν είναι το σημερινό κόμμα «όλων των Ελλήνων» που καλπάζει προς την αυτοδυναμία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε ένα ενδεχόμενο ντιμπέιτ θα έκοβε σαν ξυράφι. Θα έχανε τις εντυπώσεις και τους τύπους, θα κέρδιζε όμως σε αμεσότητα και σε ευθύτητα. Με την ειλικρίνεια των προγραμματικών προθέσεων θα εκμηδένιζε την ανακύκλωση του τρόμου και της ανευθυνότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Άλέξης Τσίπρας θα έχανε το παιχνίδι της δημαγωγίας και του χειρισμού της εικόνας, για πρώτη φορά σε τόση μεγάλη και καθοριστική εμβέλεια.
Ο λαοπρόβλητος είναι γυμνός. Συντεταγμένα, μεθοδικά, με την αγαπημένη τακτική του να λέει αλλά στον έναν και άλλα στον άλλο, ώστε να μπορεί να επιτεθεί σε όλους γενικεύοντας και συκοφαντώντας με στόχο να αναδείξει εαυτόν, έριξε το Ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών στις καλένδες. Στην αρχή, από την μία δεχόταν ότι ώρα και ημέρα θα του υποδείκνυαν οι «άλλοι», κάτι είχε ψελλίσει και για Skype. Από την άλλη, αδυνατούσε γιατί “έχει να παρευρεθεί στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο”. Ξαφνικά δήλωσε στο ΚΚΕ «κόπωση». Στο τέλος θα ερχόταν ακόμα και με αεροπλάνο στο ντιμπέιτ «αρκεί να το δεχόντουσαν οι άλλοι».
Σαν άλλος αρχοντοχωριάτης προπονητής δεν παίζει με την ομάδα του σε γήπεδα στα οποία δεν προεξοφλεί τη δική του νίκη, επιλέγοντας το χαρτί της παραπλάνησης. Αλλοπρόσαλλες σπασμωδικές κινήσεις σοκ, λίγο πριν την τελική συντριβή και πτώση. Το τέλος της αποδρομής.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1999. Είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με κατεύθυνση στην Ιστορία. Αρέσκεται στο να αποκωδικοποιεί την τρέχουσα επικαιρότητα μέσω της αρθρογραφίας.