Της Σοφίας Χρηστακίδου,
Οι ανακεφαλαιοποιήσεις δεν είναι μία έννοια που προέκυψε πρόσφατα. Στο παρελθόν, έχει πραγματοποιηθεί πολλές φορές διάσωση τόσο των τραπεζών όσο και των μεγάλων συστημικών επιχειρήσεων.
Στο 2ο μέρος είχαμε σημειώσει ότι ο συστημικός κίνδυνος είναι εκείνος που ελλοχεύει όταν αντιμετωπίζει προβλήματα μία επιχείρηση μεγάλου μεγέθους ή με μεγάλο βαθμό διείσδυσης σε μία οικονομία. Αν η επιχείρηση χρεοκοπήσει αυτό θα έχει τεράστιο αντίκτυπο σε μία οικονομία. Επίσης, αναφέραμε ότι και οι τράπεζες αποτελούν μία ειδική κατηγορία επιχειρήσεων με το δικό τους επιχειρηματικό μοντέλο, τους κινδύνους και τα προβλήματά τους.
Επομένως, είναι λογικό όταν υπάρχει συστημικό ρίσκο να επεμβαίνει το κράτος προκειμένου να επιλύσει το ζήτημα που υπάρχει. Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται ακόμα και στις πιο φιλελεύθερες οικονομίες του κόσμου, όπως είναι για παράδειγμα αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ας δούμε, λοιπόν, κάποιες από αυτές τις μεγάλες παρεμβάσεις:
Η κατάρρευση των χρηματιστηριακών αγορών το 1929
Γενικό πλαίσιο:
Πρώτα από όλα, όταν μιλάμε για κατάρρευση μίας χρηματιστηριακής αγοράς εννοούμε την απότομη πτώση των τιμών των μετοχών και άλλων χρεογράφων που τίθενται προς ανταλλαγή στην συγκεκριμένη αγορά. Οι λόγοι που συμβαίνει ένα τέτοιο φαινόμενο είναι πολλοί και άπτονται τόσο οικονομικών παραγόντων όσο και προσωπικών αντιλήψεων των επενδυτών για το πως κινείται η αγορά. Όταν οι τελευταίοι βλέπουν να πέφτουν οι τιμές των χρεογράφων στα οποία έχουν επενδύσει τότε προσπαθούν να τα ξεφορτωθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται, προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες τους.
Το γεγονός αυτό, όμως, οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο: η μεγάλη προσφορά μετοχών και χρεογράφων ρίχνει περαιτέρω την τιμή τους δημιουργώντας ένα νέο κύμα πανικού, κατά το οποίο, οι επενδυτές προσπαθούν να ρευστοποιήσουν τις τοποθετήσεις τους και ούτω καθ’ εξής.
Μία από τις χειρότερες χρηματιστηριακές κρίσεις είναι αυτή του 1929. Πριν την κατάρρευση αυτή ο δείκτης Dow Jones ανέβαινε με εξωπραγματικούς ρυθμούς και η οικονομία των ΗΠΑ γνώριζε ιδιαίτερη άνθηση, γεγονός που ίσως να αύξησε υπερβολικά την αυτοπεποίθηση των επενδυτών. Επίσης, δόθηκε η δυνατότητα για πρώτη φορά σε ανθρώπους με χαμηλότερο εισόδημα να επενδύσουν σε μετοχές. Οι τελευταίοι πλήρωναν ένα ποσοστό της αξίας των μετοχών με δικά τους χρήματα και μπορούσαν να δανειστούν τα υπόλοιπα, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τις επενδύσεις τους.
Οι ειδικοί έχουν διάφορες απόψεις για το πως έλαβε χώρα η κατάρρευση αυτή, η οποία στην συνέχεια επέφερε μία βαθιά ύφεση, γνωστή ως Great Depression. Δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω στους λόγους και τα αποτελέσματα αυτής της κρίσης, καθώς δεν μας αφορούν στο παρόν κείμενο. Αν κάποιος επιθυμεί μία σύνοψη αυτών μπορεί να βρει ένα σχετικό κείμενο εδώ.
Η διάσωση:
Εκείνο που μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε, στην προκειμένη περίπτωση, είναι το πλήθος των προγραμμάτων διάσωσης που έλαβαν χώρα, κατά την εκλογή του Franklin D. Roosevelt το 1933, προκειμένου να ανακουφιστούν οι Ηνωμένες Πολιτείες από την βαθιά αυτή ύφεση. Το λεγόμενο Great Depression είχε επιφέρει ανεργία κοντά στο 25%, ενώ πολλοί άνθρωποι είχαν μείνει άστεγοι.
Μία από τις πολλές δράσεις που πραγματοποίησε ο Franklin Roosevelt (New Deal κλπ.) προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση ήταν να ιδρύσει το Home Owners’ Loan Corporation. Ο οργανισμός αυτός στην ουσία αγόρασε από τις τράπεζες τα δάνεια που δεν μπορούσαν να αποπληρωθούν από τους δανειολήπτες και τα αναχρηματοδότησε με μικρότερο επιτόκιο. Επειδή εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε δευτερογενής αγορά, η κυβέρνηση κράτησε τα δάνεια μέχρι την αποπληρωμή τους. Επομένως, μιλάμε για μία διάσωση των τραπεζών «από έξω» (bailout).
Η Κρίση των Δανειοδοτικών Ενώσεων του 1989 (Savings and Loans Crisis of 1989)
Γενικό πλαίσιο:
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε έκρηξη στην αγορά ακινήτων. Οι βετεράνοι, μετά την επιστροφή τους στις ΗΠΑ το 1944, αγόραζαν πολλά σπίτια στα προάστια. Ο λόγος ήταν ότι δημιουργούσαν πολύ μεγάλες οικογένειες (η περίοδος αυτή ονομάστηκε χαρακτηριστικά baby boom), καθώς και το γεγονός ότι μετά την έλλειψη αγαθών που υπήρξε κατά την περίοδο του πολέμου, ακολούθησε μία περίοδος ευημερίας και αφθονίας. Όλα αυτά βοήθησαν την μεσαία τάξη να κάνει «ανοίγματα» και ως επακόλουθο έδωσαν μεγάλη ώθηση τόσο στην αγορά ακινήτων όσο και στον κατασκευαστικό κλάδο.
Προκειμένου, λοιπόν, να υπάρξουν περισσότερες ευκαιρίες για τους καταναλωτές ιδρύθηκαν οι Δανειοδοτικές Ενώσεις. Οι τελευταίες ήταν ένα γκρουπ από σχετικά συντηρητικούς και οικονομικά υπεύθυνους δανειστές. Συνήθως, οι ενώσεις αυτές πλήρωναν μικρότερα επιτόκια καταθέσεων από τον μέσο όρο και για τον λόγο αυτό μπορούσαν να παρέχουν φθηνότερα δάνεια σε σχέση με τις παραδοσιακές τράπεζες.
Από την δεκαετία του 1960 και μετά, τα περισσότερα στεγαστικά δίνονταν από τις συγκεκριμένες ενώσεις, ενώ το ποσοστό των ανθρώπων που είχαν το δικό τους σπίτι έφτασε στο 64% μέχρι το 1980.
Αυτός ο πλεονασμός κεφαλαίων, όμως, οδήγησε τις συγκεκριμένες ενώσεις στο να κάνουν επικίνδυνες επενδύσεις στην αγορά ακινήτων, χωρίς να έχει προηγηθεί η σωστή μελέτη και επεξεργασία. Επιπλέον, το νομοθετικό πλαίσιο που όριζε τις συγκεκριμένες δραστηριότητες των Δανειοδοτικών Ενώσεων ήταν «χαλαρό» και ασαφές. Ως αποτέλεσμα, πολλές από αυτές τις επενδύσεις απέτυχαν.
Συγχρόνως, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ αύξησε τα επιτόκια το 1979, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις πληθωριστικές πιέσεις της περιόδου. Συγκεκριμένα, την εποχή αυτή, έλαβε χώρα το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού κατά το οποίο υπάρχει μία άνοδος του γενικού επιπέδου τιμών, αλλά ταυτόχρονα αυξάνεται η ανεργία και μειώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης. Ο τότε διοικητής της Fed λοιπόν, ο Paul Volker, ακολουθώντας την μονεταριστική προσέγγιση αύξησε τα επιτόκια (τα οποία έφτασαν ακόμα και σε διψήφια επίπεδα) και ως αποτέλεσμα ο πληθωρισμός μειώθηκε, η οικονομία των ΗΠΑ όμως έπεσε σε ύφεση. Οι Δανειοδοτικές Ενώσεις, μέχρι εκείνη τη στιγμή, εξέδιδαν δάνεια με σταθερό επιτόκιο. Η αύξηση, λοιπόν, των επιτοκίων σε τόσο μεγάλα επίπεδα είχε ως συνέπεια οι Ενώσεις να χρεώνουν αναγκαστικά χαμηλότερο επιτόκιο από αυτό με το οποίο δανείζονταν κεφάλαια, δηλαδή το επιτόκιο που πλήρωναν στους καταθέτες.
Στο πρώτο μέρος της συγκεκριμένης σειράς είχαμε εξηγήσει ότι η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου των καταθέσεων και του επιτοκίου δανεισμού αποτελεί το κέρδος των τραπεζών. Επομένως, στην συγκεκριμένη περίπτωση η αύξηση των επιτοκίων από την Fed είχε ως αποτέλεσμα να μην έχουν ικανό περιθώριο κέρδους πολλές από τις Δανειοδοτικές Ενώσεις και έτσι να οδηγηθούν στην χρεοκοπία και κατ’ επέκταση πολλές χιλιάδες από αυτές να κλείσουν κατά την περίοδο 1986 – 1995.
Η διάσωση:
Προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση που περιγράψαμε, το Κογκρέσο ψήφισε το Νόμο περί Μεταρρύθμισης, Ανάκτησης και Εφαρμογής των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του 1989 (Financial Institutions Reform, Recovery And Enforcement Act – FIRREA – of 1989).
Ο νόμος αυτός ρύθμισε εκ νέου την δραστηριότητα των Δανειοδοτικών Ενώσεων. Μετά την ψήφισή του από το Κογκρέσο, επανακαθορίστηκε η διαδικασία εκτίμησης της περιουσίας του δανειολήπτη, τα εποπτικά πρότυπα και συντάχθηκαν καινούρια – αναλυτικότερα και πιο ακριβή – εγχειρίδια σχετικά με τις διαδικασίες που αφορούσαν τα δάνεια. Επίσης, ιδρύθηκε το Resolution Trust Corporation, η αρχή που ήταν υπεύθυνη για την αναδιοργάνωση και την εκ νέου ρύθμιση του τραπεζικού κλάδου, ενώ παράλληλα καταργήθηκαν άλλοι παλαιότεροι οργανισμοί που ήταν αρμόδιοι για τις υποθέσεις αυτές.
Στα πλαίσια αυτού του νόμου, λοιπόν, το Κογκρέσο διοχέτευσε 293.3 δις δολάρια πραγματοποιώντας μία από τις μεγαλύτερες διασώσεις στην ιστορία.
Στο επόμενο μέρος της σειράς αυτής θα δούμε την διάσωση κάποιων μεγάλων τραπεζών και ιδρυμάτων όπως η Bearn Stearns και η AIG. Επίσης, θα δούμε ποια είναι τα αποτελέσματα από την μη παρέμβαση του κράτους, όπως συνέβη στην περίπτωση της Lehman Brothers.
Προέρχεται από το τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΔΠΘ. Ασχολείται ενεργά με την επιχειρηματικότητα και την τεχνολογία. Έχει συμμετάσχει σε πολλές πρωτοβουλίες που υποστηρίζουν νεοφυείς επιχειρήσεις στα πρώτα τους βήματα, ενώ έχει εργαστεί στον τομέα της Συμβουλευτικής. Από την 1η Οκτωβρίου 2020 είναι αρχισυντάκτρια του project «Ραντάρ Αναπτυσσόμενων Χωρών».