20.3 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαH Κατάκτηση του Κόσμου και οι Ανακαλύψεις Μέρος Β': Η Πορτογαλική Αυτοκρατορία

H Κατάκτηση του Κόσμου και οι Ανακαλύψεις Μέρος Β’: Η Πορτογαλική Αυτοκρατορία


Του Βασίλη Χατζή,

Από τις αρχές του 15ου αιώνα η Πορτογαλική Αυτοκρατορία ξεκίνησε τις συστηματικές και οργανωμένες αποστολές για την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση νέων περιοχών, λίγα χρόνια μόλις πριν από την γείτονα της Ισπανία. Αν και οι αιτίες της αναζήτησης νέων εμπορικών δρόμων για την Πορτογαλία δεν διέφεραν από εκείνους της Ισπανίας, η πρώτη επιχείρησε να ανακαλύψει νέους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους προς την νότια Ασία και την Άπω Ανατολή, πλέοντας νότια στην  γύρω από την Αφρική και από εκεί προς τον Ινδικό Ωκεανό. Την εποχή αυτή άλλωστε οι συνθήκες ήταν κατάλληλες καθώς η Πορτογαλία, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις που αντιμετώπιζαν πληθώρα προβλημάτων στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό τους, είχε πετύχει την πολιτική σταθερότητα. Επιπλέον, ήδη από τον 13ο αιώνα είχε οργανώσει το ναυτικό της και είχε δημιουργήσει ικανό στόλο  που απαρτιζόταν από έμπειρους θαλασσοπόρους αλλά και από ένα νέο είδος πλοίου, κατάλληλο για μεγάλα ταξίδια, την καραβέλα.

Εικόνα 1. Χάρτης των πορτογαλικών κτήσεων

Σε αντίθεση με τους Ισπανούς, που ξεχύθηκαν δυτικά, οι Πορτογάλοι κατευθύνθηκαν ανατολικά προς τις Ινδίες, εξερευνώντας νέα εμπορικά μονοπάτια, στα οποία οι κίνδυνοι που υπήρχαν στην Μεσόγειο και στους χερσαίους δρόμους της Ευρασίας ήταν πολύ περιορισμένοι. Πρώτη κατάκτηση των Πορτογάλων αποτέλεσε η πόλη Θέουτα στις ακτές του Μαρόκο το 1415, στρατηγικού λιμένα στην είσοδο της Μεσογείου. Στα επόμενα χρόνια, και μέχρι τον θάνατο του, ο Ερρίκος της Κόιμπρα (1394- 1460) ή ο «Θαλασσοπόρος» όπως ονομάστηκε, αποτέλεσε τον βασικό διοργανωτή του προγράμματος των θαλάσσιων αποστολών της Πορτογαλίας, δημιουργώντας ένα δίκτυο τεχνικών, ναυπηγών, ναυτικών και χαρτογράφων για την οργάνωση αποστολής με σκοπό την ίδρυση εμπορικών σταθμών κατά μήκος των ακτών της Αφρικής αλλά και την απώθηση των μουσουλμάνων από αυτή και την αντικατάσταση τους από χριστιανούς. Ξεκινώντας από τις δυτικές ακτές,  οι Πορτογάλοι βρέθηκαν στη Μαδέρα (1419), στις νήσους Αζόρες (1427), έφτασαν στη Σενεγάλη και το Πράσινο Ακρωτήρι μέχρι το 1447, ενώ στο νησί Αργκουίν στα ανοιχτά της Μαυριτανίας ίδρυσαν τον πρώτο τους εμπορικό σταθμό. Σκοπός της ίδρυσης του σταθμού ήταν ο έλεγχος των καραβανιών που έφθαναν στις ακτές του Ατλαντικού από την ενδοχώρα της Αφρικής. Το 1471, το πρώτο πορτογαλικό καράβι πέρασε τον Ισημερινό, ενώ ως το τέλος του αιώνα κατάφεραν να φτάσουν έως το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας  της Νοτίου Αφρικής και να ολοκληρώσουν τον πρώτο περίπλου της ηπείρου. Αυτό επετεύχθη το 1488 από τον περίφημο θαλασσοπόρο Βαρθολομαίο Ντίαζ (1450- 1500), ο οποίος περνώντας από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, εισήλθε στον Ινδικό Ωκεανό. Τέλος, ο Βάσκο ντα Γκάμα (1469- 1524) διέσχισε ολόκληρο τον Ινδικό Ωκεανό, και εγκαινίασε ένα νέο ναυτικό δρόμο προς τις Ινδίες, στον οποίο είχαν μονοπώλιο, κάτι που επικυρωνόταν επίσημα από την Συνθήκη της Τορδεσίγιας (1494).

Εικόνα 2. Προσωπογραφία του Βάσκο Ντα Γκάμα

Από το 1505 ξεκινά και η ίδρυση πορτογαλικών εμπορικών σταθμών εκτός Αφρικής, στην αραβική χερσόνησο, στον Περσικό Κόλπο, στην Μαλαισία και την Ινδία, με σημαντικότερους εκείνους της Μανίλα, της Καλκούτα και της Γκόα. Πρέπει όμως να επισημανθεί πως οι εμπορικού σταθμοί των Πορτογάλων διαφέρουν εντελώς τις εγκαταστάσεις των Ισπανών. Σε αντίθεση με αυτές, οι πορτογαλικοί εμπορικοί σταθμοί δεν αποτελούσαν αποικίες εγκατάστασης, αλλά επρόκειτο για ένα είδος στρατιωτικού και οικονομικού ελέγχου εμπορικών σημείων, όπου οι Πορτογάλοι συγκέντρωναν προϊόντα από την ενδοχώρα, όπως ζάχαρη, μπαχαρικά, χρυσό, ασήμι, και τα προωθούσαν στην μητρόπολη. Μάλιστα, για τη διευκόλυνση της μεταφοράς των προϊόντων από το εσωτερικό, προέβαιναν σε κατασκευές οδικών δικτύων, λιμανιών αλλά και διοικητικών κτιρίων. Παρόλα αυτά, δεν προέβαιναν στην κατάλυση ντόπιων θεσμών και συχνά έκλειναν ειδικές συμφωνίες με τους ντόπιους ηγεμόνες.

Έως και το 1530, όποτε και ξέσπασε κρίση, οι Πορτογάλοι ήταν πλήρως εξαρτημένοι από την παραγωγή ζάχαρης από την Ινδία. Η κρίση προκάλεσε μεγάλα οικονομικά προβλήματα και η Πορτογαλία εξαναγκάστηκε να στραφεί ανατολικότερα ώστε να αναζητήσει οικονομικές λύσεις. Οι Πορτογάλοι ήταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που εμπορεύτηκαν στα εδάφη της Κίνας, ενώ το 1543 έφτασαν στην Ιαπωνία, όπου και απέκτησαν δικαίωμα να εμπορεύονται με τους Ιάπωνες από το λιμάνι του Ναγκασάκι. Το 1557, αφού ενέταξαν στην επικράτεια της αυτοκρατορίας τους το νησί Μακάο, δημιούργησαν εκεί ένας από τους κυριότερους εμπορικούς σταθμούς τους. Έτσι, έως το 1557, οι Πορτογάλοι είχαν ιδρύσει ένα εκτεταμένο δίκτυο εμπορικών σταθμών, που περιλάμβανε στρατηγικές τοποθεσίες στην Αφρική έως την Κίνα και την Ιαπωνία.

Εικόνα 3. Σχέδιο του Μακάο, 1649

Μέσω του εμπορικού αυτού δικτύου, η Πορτογαλική Αυτοκρατορία απέκτησε τον έλεγχο του εμπορίου μπαχαρικών, ζάχαρης και μεταξιού προς την Ευρώπη, κάτι που αποδείχθηκε ζωτικό για την επιβίωση της οικονομίας τους, μιας και υπολογίζεται πως το 70% των κρατικών εσόδων προερχόταν κατά κύριο λόγο από αυτό. Επικερδής αποδείχθηκε άλλωστε και η εμπορία δούλων από την Αφρική με προορισμό τις ισπανικές αποικίες στην Αμερική. Ωστόσο, η σχεδόν πλήρης εξάρτηση της πορτογαλικής οικονομίας από το αποικιακό εμπόριο ήταν και το τρωτό της σημείο, κάτι που κατέστη φανερό στις επόμενες δεκαετίες. Όταν το 1580, οι δύο ιβηρικές δυνάμεις βρέθηκαν υπό κοινό στέμμα, το αποικιακό εμπόριο ξέφυγε από τον κρατικό έλεγχο και άρχισε να διεξάγεται από ιδιώτες. Αποτέλεσμα αυτού ήταν αφενός να περιοριστούν τα κρατικά έσοδα, αλλά επίσης και να χαθεί ο έλεγχος εμπορικών κόμβων, που τώρα πέρασε στα χέρια Ολλανδών που άρπαξαν την ευκαιρία και δραστηριοποιήθηκαν στο αποικιακό εμπόριο, καταλαμβάνοντας θέσεις που ανήκαν στους Πορτογάλους. Οι Πορτογάλοι κατάφεραν να περισώσουν μόνο την Γκόα, το Ντιου και το Νταμάο στην Ινδία καθώς και το Μακάο στην Κίνα. Όταν επήλθε η εκ νέου απόσχιση του ισπανικού και του πορτογαλικού στέμματος, το 1640, η κατάσταση στην Ασία είχε αλλάξει και οι Πορτογάλοι αδυνατούσαν να επανακτήσουν την τέως πρωτοκαθεδρία τους.

Η μοναδική αποικία που ίδρυσε η Πορτογαλία στη Δύση, και μάλιστα μια από τις σημαντικότερες της, ήταν εκείνη στην Βραζιλία. Η επέκταση στον Νέο Κόσμο ήρθε σε δεύτερη μοίρα για την Πορτογαλία, αφού προτεραιότητα δόθηκε στην Αφρική και την Ασία. Έτσι, οι Πορτογάλοι κινήθηκαν δυτικά μόλις το 1497, φθάνοντας στη Νέα Γη του Καναδά, ενώ η άφιξη στην Βραζιλία έγινε μόλις το 1500, σε μία εξερευνητική αποστολή υπό τον Πέδρο Αλβάρες Καμπράλ (1467-1520). Η έντονη δραστηριοποίηση στην Βραζιλία ξεκίνησε μετά το 1530 και οφείλεται σε δύο παράγοντες. Αφενός η εμφάνιση των Γάλλων κουρσάρων στις ακτές της Βραζιλίας και η αμφισβήτηση του πορτογαλικού ελέγχου της περιοχής αλλά και του μονοπωλίου τους στη ξυλεία, ώθησε του δεύτερους να ιδρύσουν πόλεις-φρούρια, όπως το Σάο Πάολο και το Σάο Βιθέντε, με σκοπό να αποτρέψουν τις επιδρομές τους. Επιπλέον, η Βραζιλία αποτέλεσε τον κυριότερο τόπο καλλιέργειας και εμπορίας ζάχαρης, ιδιαίτερα μετά την κρίση που ξέσπασε στην παραγωγή της στην Ινδία, το 1530.

Η Βραζιλία σύντομα οργανώθηκε σε κανονική αποικία, κατά το ισπανικό μοντέλο, με την εισροή αποίκων από την Ευρώπη και την κυριαρχία της πορτογαλικής αριστοκρατίας στην περιοχή. Η περιοχή διαιρέθηκε αρχικά σε 12 και στη συνέχεια 15 καπιτανίες, ως διοικητής- γαιοκτήμονας της κάθε μίας διατελούσε πορτογάλος αριστοκράτης που ήταν υπεύθυνος για την παραγωγή και την πληρωμή φόρων για τη συντήρηση των στρατιωτικών δυνάμεων. Λόγω των προβλημάτων που μάστιζαν τις επαρχίες της Βραζιλίας, με κυριότερες τις συγκρούσεις με τους ιθαγενείς, τις ασθένειες και τις κουρσάρικες επιδρομές, φάνηκε πως η Βραζιλία έπρεπε να διαθέτει μια οργανωμένη κεντρική διοίκηση. Από το 1549, σταδιακά οι καπιτανίες καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από δυο επαρχίες που υπαγόντουσαν στον έλεγχο της κεντρικής διοίκησης. Παράλληλα ξεκίνησε η εξερεύνηση της ενδοχώρας και η επέκταση της πορτογαλικής κατοχής σε αυτή, λόγω του ότι μερικές θέσεις στα παράλια είχαν περιέλθει σε ολλανδικό έλεγχο. Η νέα πορτογαλική ζώνη έφθανε πια έως τα όρια των ισπανικών αποικιών στο Περού ενώ η επέκταση στην ενδοχώρα συνδυάστηκε και με ένα πρόγραμμα διάδοσης του καθολικισμού στους ιθαγενείς.

Μετά το 1640, όταν η Πορτογαλία απέκτησε εκ νέου την ανεξαρτησία της και αποσχίστηκε από το ισπανικό βασίλειο, απώθησε τους Ολλανδούς από τις ακτές της Βραζιλίας, ανασυγκρότησε τη διοίκηση της και αφιερώθηκε στις μεγάλες καλλιέργειες ζάχαρης και καπνού αλλά και την εκτροφή των βοοειδών. Έως το 1775, η Βραζιλία είχε οργανωθεί σε κρατίδια με τοπικούς διοικητές και μια κεντρική διοίκηση, ενώ επίσης είχαν ιδρυθεί σημαντικές πόλεις σε ολόκληρη την περιοχή, όπως το Ρίο Γκράντε, το Πόρτο Αλέγρε και η Φλοριανόπολις.

Εικόνα 4. Χάρτης της Βραζιλίας, περ. 1750

Η Βραζιλία, αν και τελευταία σε σειρά ίδρυσης αποικία των Πορτογάλων, ήταν δίχως αμφιβολία η πιο σημαντική. Οι καλλιέργειες του καπνού, της ζάχαρης, των μπαχαρικών και του κακάο, η ξυλεία, η εκτροφή βοοειδών καθώς επίσης και οι πολύτιμοι λίθοι της περιοχής, αποτελούσαν την βάση της πορτογαλικής οικονομίας. Μέσω της Βραζιλίας δηλαδή, και του μονοπωλίου των προϊόντων της περιοχής, τροφοδοτούσαν τις αγορές ολόκληρης της Ευρώπης. Για τον λόγο αυτόν, η περιοχή αυτή αποτελούσε τον προορισμό για μια καλύτερη ζωή για ορισμένους Πορτογάλους που ήταν διατεθειμένοι να εγκατασταθούν στις κτήσεις πέραν του Ατλαντικού. Πέραν του εμπορίου προϊόντων, η Βραζιλία αποτελούσε και τον σημαντικότερο προορισμό του επικερδούς δουλεμπορίου που διεξαγόταν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από τους Πορτογάλους. Επί το πλείστον αφρικανικής καταγωγής δούλοι έφταναν μέσω των πορτογαλικών λιμένων στον Νέο Κόσμο και πωλούνταν στην Νότιο Αμερική και την Καραϊβική. Χιλιάδες εξ αυτών αγοραζόταν από τους γαιοκτήμονες στη Βραζιλία, όπου εργάζονταν δίχως δικαιώματα, σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και αντιμετωπίζονταν βίαια από του ιδιοκτήτες τους. Οι μαύροι αυτοί που μεταφέρθηκαν από την Αφρική με σκοπό να εργαστούν στις καλλιέργειες των αποίκων, εμπλούτισαν εκ νέου την ήδη υπάρχουσα εθνολογική ποικιλομορφία της περιοχής με ένα καινούριο έως τότε φυλετικό χαρακτηριστικό.


Βασίλης Χατζής

Γεννηθείς το 1996. Μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στη Νεότερη Ιστορία. Κύρια ενδιαφέροντα του αποτελούν η πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία του 19ου και 20ου αιώνα, καθώς επίσης και ζητήματα της Μεταπολεμικής περιόδου. Γνωρίζει Αγγλικά, Ιταλικά και Ισπανικά.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ