Του Στάθη Αποστόλου,
Ενώ πλησιάζει το πανηγύρι της δημοκρατίας, η κορυφαία άσκηση του δημοκρατικού δικαιώματος των πολιτών με τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, θα ήθελα να παραθέσω μερικές σκέψεις μου συγκρίνοντας δύο χώρες με παρόμοια προβλήματα, υποδομές και θεωρητικά ίδιας ιδεολογικής κατεύθυνσης κυβέρνηση, την Ελλάδα και την Πορτογαλία ή μάλλον καλύτερα την κυβερνώσα αριστερά της Ελλάδας και την κυβερνώσα αριστερά της Πορτογαλίας.
Στην Ελλάδα ήταν η πρώτη φορά όπου ένα δημοκρατικό κόμμα ενδεδυμένο τον μανδύα των αριστερών αρχών κατέλαβε την εξουσία για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2015 προκαλώντας τότε την πτώση της κεντροδεξιάς κυβέρνησης με αφορμή την εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας, όμως και στην Πορτογαλία ήταν η πρώτη φορά που τα Σοσιαλιστικά ιδεώδη, τα οποία κατετάγησαν δευτέρα στις εκλογές του 2015, συνασπίστηκαν με τα αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα εναντίον της κραταιάς κεντροδεξιάς και για πρώτη φορά σχημάτισαν κυβέρνηση με προγραμματική σύγκλιση τριών κομμάτων. Το αποτέλεσμα ήταν κυβέρνηση με Σοσιαλιστή πρωθυπουργό αλλά με την αριστερά σε όλο της το φάσμα στην εξουσία. Στην χώρα μας όμως η κυβερνώσα αριστερά άρχισε από τις επόμενες κιόλας μέρες της νίκης της να αποτινάζει από πάνω της την ιστορία και την ιδεολογική κατεύθυνσης της.
Για να μπορέσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση η Ελληνική Αριστερά συμμάχησε με ένα κόμμα το οποίο ασπάζεται και επικροτεί ακραίες ρητορικές που ακούγονται πλέον σε όλη την Ευρώπη. Συμμάχησε με ένα πολιτικό κόμμα το οποίο όπως αποδείχθηκε εν τοις πράγμασι δεν είχε και και ούτε έχει πολιτική τοποθέτηση για τα μείζονα θέματα του Ελληνικού κράτους και των Ελλήνων. Η Ελληνική αριστερά κρύφτηκε λοιπόν πίσω από ένα κόμμα με ακραία ρητορική και συνειδητά απέρριψε ή δεν επέμεινε αρκετά στην προσπάθεια συγκρότησης κυβέρνησης συνεργασίας από τα αριστερά, κομμουνιστικά και Σοσιαλιστικά κόμματα που υπήρχαν στην βουλή εκείνη.
Στην Πορτογαλία τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα για τον σχηματισμό κυβέρνησης μακράς πνοής και την εκδίωξη της κεντροδεξιάς καθώς είχε αναδειχθεί ως πρώτη πολιτική δύναμη. Το σοσιαλιστικό κόμμα όμως μένοντας πιστό στις αρχές, τις διακηρύξεις και δεσμεύσεις του, πρότεινε στα αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα συνεργασία με σκοπό τον σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης. Οφείλουμε να σημειώσουμε δε πώς και οι δύο ετερόκλητοι κυβερνητικοί συνασπισμοί κινδύνευσαν με κατάρρευση αρκετές φορές.
Από Ελληνικής πλευράς είχαμε μια πρωτοφανή άνευ όρων εξουσιοδότηση του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου στην σχετικώς πλειοψηφούσα και συγκυβενώσα αριστερά για τα μείζονα χωρίς να επιβάλλει πουθενά την δική του πολιτική ατζέντα, όποια και αν ήταν αυτή, πού αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα ήταν ένα δείγμα γραφής πώς το εν λόγω κόμμα διαθέτει πρόγραμμα και στρατηγική. Στην Πορτογαλία κάτι τέτοιο δεν συνέβη και εξακολουθεί να μην συμβαίνει, οι σοσιαλιστές στηρίζονται από τα μικρότερα αριστερόστροφα κόμματα και αυτά ασκούν έλεγχο στις νομοθετικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης και αρκετές φορές επιβάλλουν την δική τους ατζέντα.
Όταν ανέλαβαν και οι δύο κυβερνήσεις την διακυβέρνηση της Ελλάδας και της Πορτογαλίας αντίστοιχα, έπρεπε στην Ελλάδα να ολοκληρώσουν το τελευταίο πρόγραμμα στήριξης (Μνημόνιο) και την τελευταία αξιολόγηση για να εξέλθει η χώρα από τον αναγκαστικό δανεισμό στις διεθνείς αγορές ως μία χώρα φυσιολογική, ενώ στην Πορτογαλία, η οποία είχε ήδη βγει στις αγορές και είχε ήδη ολοκληρώσει το πρόγραμμα διάσωσης, να μην διαταραχθεί η σταθερά ανοδική πορεία της οικονομίας. Οι ευρωπαϊκές αρχές έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου και προς της δυο νέες κυβερνήσεις οι οποίες ήθελαν να εφαρμόσουν ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής από το υφιστάμενο. Η διαφοροποίηση των δύο χωρών φάνηκε όταν η Πορτογαλία επέβαλλε στην κυριολεξία την δική της πολιτική ατζέντα η οποία είχε κοινωνικό πρόσημο προς τον λαό της χωρίς όμως να διαταραχθεί η σταθερή οικονομική ανάκαμψη και η παραμονή της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένειά. Η Ελλάδα από την άλλη προσπαθούσε επί έξι μήνες να βρει την φόρμουλα συνεργασίας μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των πιστωτών της με μια ρητορική ακραία επιθετική προς την ευρωπαϊκή ηγεσία και τους εταίρους. Προσπάθησε συνειδητά να επιβάλλει πράγματα στους «κακούς» -τότε – Ευρωπαίους εταίρους από μια θέση απόλυτης αδυναμίας, όταν όμως κατάλαβε πως το «παιχνίδι» τελείωνε και πως η έξοδος από το ευρώ ήταν πολύ κοντά καθώς οι Ευρωπαίοι ήθελαν να κάνουν με μια αξιόπιστη κυβέρνηση η οποία θα τους σέβεται, «συνθηκολόγησε» σε ένα νέο τρίτο πακέτο διάσωσης της οικονομίας ύψους 100 δισεκατομμυρίων με περικοπές στις κοινωνικές παροχές και στην κοινωνική πολιτική ύψους 24 δισεκατομμυρίων.
Συνοψίζοντας στα 4 και πλέον έτη της διακυβέρνησης της αριστεράς και στις δύο χώρες της Ευρωπαϊκής ένωσης παρατηρείται ξεκάθαρα πως ορισμένοι στην Ελλάδα καπηλεύτηκαν την ιστορία, την παρακαταθήκη, και το ηθικό πλεονέκτημα του χώρου με ένα σκοπό και μόνο: αυτόν της κατάκτησης της εξουσίας χωρίς κάτι ουσιαστικό και διαφορετικό να προτείνουν. Στην Πορτογαλία τα πράγματα δυστυχώς ή ευτυχώς είναι διαφορετικά, η κυβέρνηση μέσα από τα λάθη τα οποία θα έκανε κατά την ταπεινή μου άποψη τήρησε τις αρχές της και τα ιδανικά της και δεν συμβιβάστηκε με κάτι λιγότερο από αυτά.