21 C
Athens
Τετάρτη, 20 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΑριστείδης: Ο εγγυητής της δικαιοσύνης επί της γης

Αριστείδης: Ο εγγυητής της δικαιοσύνης επί της γης


Του Κώστα Σακκά,

“Ανάμεσα στους ανθρώπους, σπάνια βρίσκει κανείς την ανδρεία και τη φρόνηση, απ’ όλα δε τα αγαθά το πιο σπάνιο είναι η δικαιοσύνη.”

-Πλούταρχος-

Η αρχαία ελληνική πολιτική θεωρία και η φιλοσοφία τοποθετούσε την δικαιοσύνη ανάμεσα στις υψηλότερες αρετές και την κοσμούσε επί της αρχής με ένα μυθολογικό περίβλημα, το οποίο έγκειται στο γεγονός, ότι διαβιβαστής και εγγυητής της δικαιοσύνης ήταν ο Δίας. Η δικαιοσύνη μαζί με την ευθυκρισία δεν είναι με κλήρο μοιρασμένες αλλά ανήκουν σε εκείνον που φρονεί και έχει λογική. Συγκεραστά, λοιπόν, οι δυο αυτές έννοιες ανυψώνουν τον άνθρωπο σε ένα θειο επίπεδο ενώ η αδικία τον μετατρέπει σε θηρίο που δρα με μοχλό το θυμικό. Αξιόλογο παράδειγμα αυτού του συγκρητισμού(δικαιοσύνη-ευθυκρισία) αποτελεί η προσωπικότητα του Αριστείδη ο οποίος έλαβε ομοθυμαδόν, από τους Αθηναίους πολίτες, την προσωνυμία «ο Δίκαιος», καθιστώντας το όνομα του με χρυσά γράμματα στον πίνακα των σπουδαιότερων πολιτικών της Αρχαίας Αθηναϊκής δημοκρατίας.

Ο Αριστείδης (540-468 π.Χ) ήταν γιος του Λυσιμάχου και έδρασε, κάνοντας τα πρώτα πολιτικά του βήματα, σε μια εποχή όπου στιγματίζεται και χρωματίζεται από τις ισονομικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένους (508/7 π.Χ). Ο ίδιος κατοικούσε στην Αντιοχίδα φυλή και ανήκε στον δήμο Αλωπεκής. Όσον αφορά την οικονομική του κατάσταση, οι απόψεις διίστανται, καθώς πάρα πολλοί θεωρούν αβέβαιη την οικονομική ευρωστία της οικογενείας του. Ωστόσο παρατηρείται μια αντίφαση σχετικά με το γεγονός ότι ήταν κάτοχος επώνυμης αρχής και το ότι του επεβλήθη εξοστρακισμός, καθώς επρόκειτο για δυο πράγματα που κινούνται παραδοσιακά στον χώρο των πλουσίων ανδρών. Παρολαυτά ο Αριστείδης ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερα αγαπητός στο πλήθος και έλαβε, λόγω των ανδραγαθημάτων και της υστεροφημίας του, αξίωμα το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με την περιουσία.

Ήταν αυτός ο οποίος μαζί με τον Κλεισθένη οργάνωσαν το πολίτευμα της δοξάζουσας και ισονομικής δημοκρατίας. Κατόπιν όμως ο ίδιος, όντας θαυμαστής του νομοθέτη Λυκούργου, έκλεινε προς την αριστοκρατία εν αντιθέσει με τον πολιτικό του αντίπαλο, Θεμιστοκλή, που τασσόταν υπέρ της δημοκρατίας. Η διαφορά ως προς τα ιδανικά και τον χαρακτήρα τους δεν άργησε να φανεί από μικρή ηλικία διότι ανατράφηκαν στο ίδιο περιβάλλον και είχαν άμεση επαφή. Η σύγκρουση τους σε «προγυμναστικό» επίπεδο διογκώθηκε εξαιτίας μιας ερωτικής αντιζηλίας που αργότερα κορυφώθηκε με την συμμέτοχη τους στις κοινές υποθέσεις της πόλης. Ο Αριστείδης έτρεφε μια ευκαταφρόνητη σωφροσύνη στο ευαίσθητο δίπολο δίκαιου-αδικίας, θεωρώντας ότι οι πράξεις και τα λόγια θα πρέπει να είναι ακρογωνιαίοι λίθοι της ηθικής και της δικαιοσύνης. Η εναντίωση του στην εύνοια και την συναλλαγή φάνηκε στην θητεία που διατέλεσε ως δημόσιος ταμίας (αιρετό αξίωμα). Έπειτα από την ανάληψη του «χαρτοφυλακίου» διαπίστωσε ότι μεγάλες οικογένειες της Αθήνας λυμαίνονταν την δημόσια περιουσία. Επομένως διαχειρίστηκε με ιδιαίτερη ακριβολογία και φειδώ τα δημόσια οικονομικά βάλλοντας τα «πυρά» του ενάντια στα μεγάλα συμφέροντα. Ο Θεμιστοκλής, ως επικεφαλής μιας εταιρείας (αντιπολιτευτική ομάδα), παρακίνησε όλους τους κλακαδόρους και τα πληγείσα οικονομικά συμφέροντα να συκοφαντούν και να μέμφονται τον Αριστείδη. Όμως οι Αθηναίοι πολίτες, δείχνοντας του την εγκάρδια εμπιστοσύνη τους, τον επανεξέλεξαν στο ίδιο αξίωμα. Παρόλα αυτά ο ίδιος προέβη σε μια διαφορετική μεταχείριση, καθώς επέτρεψε τις έκνομες ενέργειες εκείνων που έκλεβαν δημόσιο χρήμα. Μετά το πέρας της θητείας του εμφανίστηκε στο δικαστήριο της λογοδοσίας (εύθυναι) όπου οι προαναφερθέντες κλακαδόροι τον επευφημούσαν για την έως τότε φιλικά διακείμενη διακυβέρνηση του. Αφού πήρε τον λόγο εξαπέλυσε ένα λογύδριο ακραιφνούς αγανάκτησης απέναντι στις αδικίες εκείνων που επιδίωκαν την αύξηση της περιουσίας τους προς ίδιον όφελος, αποκαλύπτοντας τις ζημίες τους.

Επιπλέον η μεγαλοφροσύνη και το αίσθημα δικαίου του Αριστείδη μπήκαν σε μεγάλη δοκιμασία κατά την διάρκεια της μάχης του Μαραθώνα. Ο Αριστείδης βλέποντας την στρατιωτική ευφράδεια και την ιδιοφυΐα του Μιλτιάδη προχώρησε σε μια αμοιβαία υποχώρηση, παραχωρώντας οικειοθελώς την ημερήσια αρχιστρατηγία του στον Αθηναίο στρατηγό. Με αυτή του κίνηση προέτρεψε και τους υπόλοιπους να προβούν σε αυτή την ενέργεια, καθώς ο μόνος που μπορούσε  να διαχειριστεί καθ’ ολοκληρίαν αυτή την κατάσταση ήταν ο Μιλτιάδης. Μάλιστα βρέθηκε σε μια κρίσιμη στιγμή για την έκβαση του πολέμου, να μάχεται διπλά-δίπλα με τον μισητό εχθρό του Θεμιστοκλή. Ακόμη και τα αμύθητα πλούτη των Περσών, που πλέον ήταν ως λάφυρα, δεν του κέντρισαν το ενδιαφέρον έτσι ώστε να αντικαταστήσουν τον απώτερο σκοπό που ήταν η μάχη περί αρετής. Αμέσως μετά ο Αριστείδης ανέλαβε την επώνυμη αρχή (489/8 π.Χ) σε μια εποχή η οποία όχι μόνο διακρίνεται για την κυριαρχία του Θεμιστοκλή στην πολιτική ζωή, αλλά και από εξελίξεις στο ίδιο το πολίτευμα διότι επισυμβαίνουν οι πρώτοι εξοστρακισμοί. Η περίπτωση του Αριστείδη έχει ένα περίβλημα ιδιαιτερότητας, καθόσον έλαβε την προσωνυμία «Δίκαιος» ταυτοχρόνως με τα εκπορευόμενα συναισθήματα φθόνου από την πλειονότητα των Αθηναίων. Αυτό συνέβη διότι ο Θεμιστοκλής διέδιδε στο πλήθος κίβδηλες κατηγορίες που παρουσίαζαν τον Αριστείδη να προαλείφεται να καταργήσει τα δικαστήρια και να γίνει μονάρχης και με αυτό τον τρόπο οι Αθηναίοι εξοστράκισαν τον Αριστείδη δια δεκάχρονης εκτόπισης (483 π.Χ), ονομάζοντας τον φθόνο τους για την δόξα του φόβο για το ενδεχόμενο τυραννίας. Η μεγαλοψυχία και η σεμνότητα του Αριστείδη στην προκειμένη κατάσταση φαίνεται συλλήβδην από το γεγονός ότι ευχήθηκε, καθώς έφευγε, στην ανάγκη να μην χρειαστούν οι Αθηναίοι την συμβολή του, όποτε υπάρξει δυσχερής κατάσταση.

Όμως δυστυχώς για την πεποίθηση του ίδιου, τα πράγματα διαμορφώθηκαν με τέτοιο τρόπο που οι Αθηναίοι είχαν την ανάγκη της σωφροσύνης του Αριστείδη ως προς την δεύτερη αντιμετώπιση της Περσικής λαίλαπας. Αφού επέστρεψε από την εξορία δεν επιδόθηκε σε μηχανορραφίες και εκδικητικές ενέργειες εναντίον του Θεμιστοκλή, αντιθέτως πρώτος ήταν αυτός που αναγνώρισε τον Θεμιστοκλή με το αξίωμα του στρατηγού αυτοκράτορα και μάλιστα προς χάριν του ολικού συμφέροντος του πρότεινε να γίνει και σύμβουλος του. Αυτή η ένδειξη πραότητας του Αριστείδη έφερε τα αποτελέσματα της, διότι συνέβαλε καθοριστικά με την κατάκτηση της Ψυτάλλειας στην ολοκλήρωση του οικοδομήματος της νίκης των Ελλήνων στην ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ). Επίσης σημαντικής εμβέλειας ήταν η συμμετοχή του ως στρατηγού αυτοκράτορος στην μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ) διότι, κατόπιν διαμεσολάβησης του, κρατήθηκε στιβαρή η ομόνοια των Ελλήνων αρχηγών. Αμέσως μετά την μάχη ξέσπασε μια παράτολμη έριδα μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, για το ποιος θα έχει τα πρωτεία του στησίματος του τροπαίου της μεγάλης νίκης, που αν συνεχιζόταν θα αποτελούσε επικίνδυνη θρυαλλίδα εξελίξεων. Ο Αριστείδης με την επιτηδευμένη μειλίχια στάση του κατεύνασε τις δυο πλευρές προτείνοντας ότι το τρόπαιο πρέπει να ανιδρυθεί στην γη των Πλαταιών.

Με την επιστροφή των Αθηναίων στην Αθήνα αποκαταστάθηκε η δημοκρατική αρχή και ο Αριστείδης ενέπνευσε φιλολαϊκά αισθήματα στο πλήθος, το οποίο θεωρούσε από τούδε και εξής, ότι αυτός ήταν ο βασικός πυλώνας της δικαιοσύνης και της ευθυκρισίας και έπρεπε όλες οι αποφάσεις να φιλτράρονται από την δικαιική του κρίση, καθώς ήταν σεβαστός και άξιος εμπιστοσύνης. Η καλοκαγαθία του Αριστείδη ήταν κατά βάση αυτή που εμφύσησε αισθήματα δέους και στους υπόλοιπους Έλληνες οι οποίοι θέλησαν να αποκοπούν από την επάρατη και σκληρή ηγεμονία της Σπάρτης και να προσεταιριστούν τους Αθηναίους ως προεξάρχοντες μιας νέας συμμαχίας. Ο Αριστείδης λοιπόν στην όψη της νέας συμμαχίας προχώρησε, κατόπιν αιτήματος των υπόλοιπων πόλεων, με τρόπο καθαρό και αρεστό σε όλους, στην θέσπιση μιας εισφοράς η οποία θα πληρείτε ανάλογα με τα έσοδα και την αξία κάθε πόλης. Το πόσο αυτό έφτανε περίπου τα 460 τάλαντα.

Συνοψίζοντας, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο βίος του Αριστείδη αποτελείται από «χρυσοποίκιλτες» σελίδες ενός ανθρώπου ο οποίος μπορούσε να περηφανεύεται περισσότερο για την φτώχεια του παρά για το ενδεχόμενο πλουτισμού του. Ο Αριστείδης πολιτεύτηκε με γνώμονα την αρετή και την ηθική και αποτέλεσε το «γρανάζι» εκείνο στην σκέψη των Αθηναίων συμπολιτών του, ότι είναι προτιμότερο να περιβάλλονται από την ένδεια και το πνευματικό μεγαλείο της δικαιοσύνης παρά από τον μανδύα του υλισμού και του πλούτου,  που οδηγούν στην φαινομενική ευθυμία και στην αυταρέσκεια. Ο Αριστείδης έσβησε από γηρατειά στην Αθήνα (468 π.Χ) και η μνήμη του απήλαυσε ιδιαίτερης τιμής καθώς οι Αθηναίοι μερίμνησαν για τον τάφο του με δημόσια δαπάνη, που βρίσκεται στο Φάληρο, και εν συνεχεία για την αποκατάσταση των απογόνων του, ως φόρο τιμής για την προσφορά ενός φρονίμου και ενάρετου ανδρός.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Εκδότης: Οδυσσέας Χατζόπουλος, Πλούταρχος Βίοι Παράλληλοι Τόμος 7 Αριστείδης – Μάρκος Κάτων
  • Francois Lefevre, Ιστορία του Αρχαίου Ελληνικού Κόσμου
  • Ιωάννης Σ. Τουλουμακός, Ιστορία των Αρχαίων Ελλήνων

Κώστας Σακκάς
Είναι γεννημένος το 1999 στην Θεσσαλονίκη και απόφοιτος Γενικού Λυκείου. Αυτή την εποχή σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), με κατεύθυνση στην Ιστορία.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ραφαήλ-Νικόλαος Μπελενιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Ραφαήλ-Νικόλαος Μπελενιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1999. Είναι φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με κατεύθυνση στην νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία.