9.6 C
Athens
Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΕλλάδαΕίναι ο τουρισμός η λύση της ελληνικής οικονομίας;

Είναι ο τουρισμός η λύση της ελληνικής οικονομίας;


Του Παναγιώτη Δωρή,

Το 2018 υπήρξε ένα εξαιρετικό έτος για τον ελληνικό τουριστικό τομέα και την γενικότερη ελληνική οικονομία, καθώς περισσότερο από το 20% του ΑΕΠ της χώρας προήλθε από τον τουρισμό, κάτι το οποίο αντιπροσωπεύεται με περίπου 1.000.000 θέσεις εργασίας! Εκπληκτικό αν αναλογισθεί κανείς την έκταση και τον πληθυσμό της χώρας. Αρκεί ακόμη να προσθέσουμε ότι την Ελλάδα επισκέφθηκαν περίπου 30.000.000 τουρίστες, αριθμός που ισούται με τρεις φορές τον πληθυσμό της χώρας, την ίδια ώρα που η γείτονα Τουρκία δέχθηκε τον ίδιο αριθμό, αλλά με πληθυσμό πολύ μεγαλύτερο της Ελλάδας (έως και 8 φορές περισσότερο). Συμπερασματικά, στην αναλογία τουρισμού προς πληθυσμό η χώρα μας είναι στις πρώτες θέσεις, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και σε όλον τον πλανήτη.

Ήλιος, θάλασσα, αρχαιότητες. Αυτό είναι το τρίπτυχο επιτυχίας του ελληνικού τουριστικού τομέα και με αυτό έλκει κάθε χρόνο όλο και περισσότερους ανθρώπους, ώστε να επισκεφθούν την χώρα. Παρ’ όλα αυτά, οι παράγοντες που έχουν οδηγήσει στην κατάσταση αυτή είναι πολλοί περισσότεροι, που για οικονομία χρόνου και χάρτου δεν θα αναλυθούν στο παρόν άρθρο. Ενδεικτικά θα αναφέρω την ποιότητα της ελληνικής κουζίνας, τα αμέτρητα χιλιόμετρα ακτογραμμής στην ηπειρωτική χώρα και ,ταυτόχρονα, τα εκατοντάδες νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου.

Πώς όμως φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Πώς η ελληνική οικονομία κατάφερε να γιγαντώσει τον ελληνικό τουρισμό;

Η απάντηση στα άνωθεν ερωτήματα δεν είναι μονάχα μία. Με την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας το 2009 και την καταφυγή της χώρας σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (ΔΝΤ και ESM), υποβαθμίστηκε και η ίδια η οικονομία, χάνοντας αξία σε χρήμα (κάτι που αποτυπώνεται στο ΑΕΠ). Τα βίαια μέτρα λιτότητας, με την μείωση μισθών και συντάξεων και η ταυτόχρονη αύξηση των άμεσων και έμμεσων φόρων οδήγησε σε γενικότερο «πανζουρλισμό», όχι μόνο τους επιχειρηματίες, αλλά και τους υπαλλήλους όλων των κλάδων, όλων των τομέων παραγωγής.

Η χώρα έπρεπε και πάλι να σταθεί στα πόδια της. Έπρεπε πλέον να θέσει σοβαρά ένα οργανωτικό πρόγραμμα ανάπτυξης, βραχυπρόθεσμο (η Ελλάδα δεν επιτελεί μακροπρόθεσμα σχέδια), με στόχο την εισροή χρήματος από το εξωτερικό. Μόνο με επενδύσεις ιδιωτικού χρήματος θα μπορούσε η χώρα να ανασάνει και η λύση σε αυτό το πρόβλημα υπήρξε ο τουρισμός. Η ελεύθερη μετακίνηση εντός της ΕΕ και η διαφήμιση στο εξωτερικό, με παράλληλη προώθηση του τόπου από μεγάλες εταιρίες με αντικείμενο τον τουρισμό, οδήγησαν στην σημερινή κατάσταση.

Κάθε οικονομία διακλαδίζεται σε τρεις βασικούς τομείς παραγωγής:

Α) τον πρωτογενή

Β) τον δευτερογενή και

Γ) τον τριτογενή

Το σύγχρονο κράτος της Ελλάδας, εξ υπαρχής, στηριζόταν πάντοτε στον πρωτογενή τομέα, και ιδιαίτερα στον αγροτικό. Παρ’ όλα αυτά, και δεδομένης της οικονομικής τους αδυναμίας, το κράτος ποτέ δεν έθεσε σε λειτουργία ένα συγκροτημένο πρόγραμμα αγροτικής παραγωγής. Ο αγροτικός κλάδος της χώρας πάντοτε υπήρξε ο πρώτος που μαστιζόταν από τους κλονισμούς της οικονομίας. Παρά ταύτα, υπήρξε πάντοτε ο πυλώνας της εγχώριας οικονομίας, καθώς οι φόροι και οι δασμοί μέσω των εξαγωγών υπήρξαν σωτήριοι για την ορθή λειτουργία του κράτους.

Όλα αυτά άλλαξαν με την είσοδο της χώρας στην Ε.Ε. Τα χρήματα από τους δασμούς «χάθηκαν», υποχρεωθήκαμε να εισάγουμε προϊόντα, που δεν υπήρχε ουσιαστική ανάγκη να το πράξουμε, καθώς είχαμε συχνά επάρκεια. Ένα ακόμη δίκοπο μαχαίρι υπήρξαν οι επιδοτήσεις, οι οποίες ,ναι μεν είχαν αγαστά κίνητρα και ως σκοπό είχαν τον εκσυγχρονισμό του αγροτικού τομέα, αλλά εντούτοις πολλά χρήματα κατασπαταλήθηκαν σε έτερους σκοπούς, με αποτέλεσμα ο αγροτικός κλάδος να παραμείνει απαρχαιωμένος.

Με βάση των όσων προαναφέραμε, λογικά θα διατυπωθεί ένα βασικό ερώτημα: για ποιον λόγο είναι τόσο σημαντικός ο πρωτογενής τομέας και γιατί να επενδύσουμε; Και ακόμη, αφού ξεκινήσαμε από τον τουρισμό, πώς καταλήξαμε στον αγροτικό τομέα;

Μια οικονομία, όσο ισχυρή και να είναι ή μάλλον θέλει να είναι, δεν θα καταφέρει ποτέ να σταθεί σε έναν και μοναδικό τομέα παραγωγής.

Ας λάβουμε ως παράδειγμα την Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και το Ισραήλ, τέσσερις χώρες που βρίσκονται στην λεκάνη της Μεσογείου. Ειδικώς η Πορτογαλία είναι μια χώρα που παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία με την Ελλάδα: έκταση, πληθυσμός, τοποθεσία και οικονομική πορεία. Το τελευταίο, βέβαια, έως πρότινος, διότι πλέον η Πορτογαλία διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ ετησίως στην Ε.Ε. Οι παραπάνω χώρες είναι τουριστικές, δέχονται μεγάλο πλήθος τουριστών (η Ισπανία είναι δεύτερη στον κόσμο), παρ’ όλα αυτά η πρόνοια που επιδεικνύουν για τον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα είναι αξιοζήλευτη. Την ώρα που στην Ελλάδα μεγάλο μέρος των αγροτών δεν δύναται αντικειμενικώς να καλλιεργήσει ό, τι θεωρεί επικερδές, καθώς τα αρδευτικά έργα υποδομής είτε δεν υφίστανται είτε βρίσκονται σε «προπολεμικό» στάδιο, η ευφυής γεωργία επεκτείνεται διαρκώς και ταχύτερα σε όλες τις προαναφερθείσες χώρες. Αναλογιστείτε ότι στην Βαλένθια υπάρχει πανεπιστήμιο και ινστιτούτο αγροτικού τομέα (IVIA) έκτασης χιλιάδων στρεμμάτων, μέσα στο οποίο φοιτητές και έμπειροι καταρτισμένοι επιστήμονες από πολλές χώρες εργάζονται με στόχο να παραχθούν νέες ποικιλίες προϊόντων, προσοδοφόρων και δίχως μειονεκτήματα παραγωγής, αλλά και επιπρόσθετα νέοι τρόποι παραγωγής και εκμετάλλευσης της γης! Στην Ελλάδα, όμως, δεν υφίστανται προηγμένες σχολές αγροτικής παραγωγής, αλλά και οι νέοι δεν επιθυμούν να στραφούν στην γεωργία, θεωρώντας ότι αποτελεί ένα κλάδο του παρελθόντος.

Και αν οι διαφορές της χώρας μας με τις υπόλοιπες στον πρωτογενή τομέα σας φαίνονται τεράστιες, τότε για το δικό σας καλό δεν θα σας παρουσιάσω πολυσχιδώς την πρόοδο των υπόλοιπων χωρών στον δευτερογενή τομέα (βιομηχανία, βιοτεχνία, μεταποίηση), καθώς όλοι μας θα νοιώσουμε μειονεκτικά.

Ακριβώς όπως η Ελλάδα δεν αποτελείται μονάχα από ήλιο, θάλασσα και αρχαιότητες, ακολούθως και η οικονομία δεν μπορεί να αναπτυχθεί και να προοδεύσει δίχως ταυτόχρονη πρόοδο των δύο πρώτων τομέων παραγωγής. Όπως είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ένας καθηγητής πανεπιστημίου: «Η οικονομία είναι ένα όμορφο οικοδόμημα δύο ορόφων. Ο δεύτερος όροφος (ο τριτογενής τομέας) είναι αυτός που ο καθένας παρατηρεί και θαυμάζει, καθώς έχει θέα. Αλλά όλοι πρέπει να ενθυμούμαστε ότι το οικοδόμημα στέκεται όρθιο χάρις τα θεμέλια (πρωτογενής) και το ισόγειο (δευτερογενής)».

Αυτό που οφείλουμε να κατανοήσουμε όλοι στην Ελλάδα είναι ότι ο τουρισμός δεν είναι κάτι το αυθύπαρκτο. Δεν θα συνεχίσει να αποδίδει για αιώνες και στην πρώτη κρίση θα καταρρεύσει. Μονάχα με σωστό σχέδιο οικονομίας, συγκροτημένο και εξισορροπημένο σε όλους τους τομείς, μπορεί η Ελλάδα να προχωρήσει. Αυτό, όμως, προϋποθέτει κάτι ζωτικής σημασίας: να αλλάξει η κουλτούρα των Ελλήνων. Δυστυχώς οι Έλληνες, και ειδικά οι νέοι, προτιμούν  να απασχοληθούν μερικώς και για μικρό χρονικό διάστημα στις τουριστικές υπηρεσίες παρά στους άλλους τομείς.

Τελικά όλα ξεκινούν από εμάς τους ίδιους.


Παναγιώτης Δωρής

Έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο Ναύπλιο. Σπουδάζει στη Νομική σχολή του Δ.Π.Θ. Όντας πολύ καλός γνώστης αγγλικών, έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις και σε αρκετά επιστημονικά συνέδρια. Το ενδιαφέρον του κεντρίζεται γύρω από τα ζητήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και την πολιτική ενεργοποίηση των νέων.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώτα Κοσκινά
Γιώτα Κοσκινά
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Πειραιά. Αποφοίτησε το 2016 από το τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με κατεύθυνση την Πολιτική Επιστήμη. Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο μεταπτυχιακό με τίτλο «Πολιτική και Διαδίκτυο» του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα ως επικοινωνιολόγος.