Του Κωνσταντίνου – Ειρηναίου Σταμούλη,
Εθνικές κάλπες είναι η απάντηση στο ερώτημα σχετικά με τις εξελίξεις που έκρυβε η επαύριον των Ευρωεκλογών. Όπως ήταν απολύτως φυσικό το γεγονός αυτό πυροδότησε άμεσα πολιτικές εξελίξεις και ανακατατάξεις στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό. Μετά λοιπόν από μια μεγάλη μάχη, εκείνη των Ευρωεκλογών, τα κόμματα άρχισαν πυρετωδώς τις ετοιμασίες για την μητέρα των μαχών: Τις εθνικές εκλογές.
Ξεκινάμε την περιήγησή μας στο πολιτικό τοπίο, από τον μεγάλο νικητή των τριπλών κάλπεων που στήθηκαν τις Κυριακές της 26ης Μαΐου και εκείνη της 2ης Ιουνίου αντίστοιχα, τη Νέα Δημοκρατία. Η νίκη με 9.5% διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος. Ένα εκλογικό αποτέλεσμα, το οποίο δίνει την καθαρή εντολή την οποία ζήτησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης προκειμένου να αποδοκιμαστεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα να αποτελέσει την καλύτερη δυνατή μετάφραση της απόσυρσης της εμπιστοσύνης του λαού από τον Αλέξη Τσίπρα. Οι ιθύνοντες του κόμματος καθώς και όλο το πολιτικό επιτελείο, προβάλλουν σε αυτή τη μετεκλογική και συγχρόνως προεκλογική περίοδο, μια στάση άκρως ενωτική. Στο σημείο αυτό γίνεται σαφές πως επιδιώκεται η προβολή μιας ενωτικής εξωστρέφειας απέναντι στον διχασμό που όπως υποστηρίζουν σπέρνει ο Πρωθυπουργός. Αυτό προκύπτει παρατηρώντας την επικαιρότητα της καθημερινότητας όπως αυτή προκύπτει τις τελευταίες εβδομάδες. Με επιχειρήματα και απόψεις όπως ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είναι «ο πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων» ο οποίος «θα ενώσει τους Έλληνες και θα βάλει την πατρίδα μας σε μία νέα, πιο αισιόδοξη εποχή» επιχειρούν να αναδείξουν τις ριζικές διαφορές τους από τα διχαστικά όπως θεωρούν τα λεγόμενα του Αλέξη Τσίπρα σχετικά με την Ελλάδα των πολλών και των λίγων, των ελίτ και των μικρομεσαίων.
Παράλληλα, η Νέα Δημοκρατία προωθεί το πρόγραμμά της για την επομένη των εκλογών σε περίπτωση νίκης το οποίο στηρίζεται σε 3 πυλώνες ׃ Επιχειρηματικότητα – Ασφάλεια – Μείωση Φόρων. Με το τρίπτυχο αυτό επιδιώκεται η μέγιστη δυνατή κοινωνική συνοχή, καθώς βάση σχεδιασμού, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και επακολούθως άμεση μείωση της ανεργίας, η μείωση των φόρων με τη σειρά της θα προσελκύσει νέους φιλόδοξους επενδυτές και θα καταστήσει βιώσιμη την καθημερινότητα για τη μεσαία τάξη η οποία χτυπήθηκε οξύτατα στα χρόνια της κρίσης. Σε κάθε περίπτωση η φιλελεύθερη παράταξη, επιδιώκει ένα εκλογικό αποτέλεσμα που θα της δίνει την δυνατότητα να δημιουργήσει μια σταθερή και ακλόνιστη κυβέρνηση, ή για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, μια κυβέρνηση με αυτοδυναμία Νέας Δημοκρατίας, ικανή να θέσει άμεσα σε εφαρμογή και να υλοποιήσει απερίσπαστα τον προγραμματικό της σχεδιασμό.
Μετατόπιση στο στρατόπεδο του ΣΥΡΙΖΑ και συνάμα στον ηττημένο των Ευρωεκλογών. Η εικόνα αμηχανίας και απογοήτευσης ήταν έκδηλη στα πρόσωπα των στελεχών του κυβερνώντος κόμματος τόσο το βράδυ της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων, όσο και τις αμέσως επόμενες ημέρες. Η εντύπωση που η κοινή γνώμη σχημάτισε, ήταν εκείνη ενός κόμματος που δεν περίμενε μια τέτοια ήττα και κατά συνέπεια δεν ήταν προετοιμασμένο να τη διαχειριστεί. Η επόμενη μέρα βρίσκει τη Ριζοσπαστική Αριστερά σε κλίμα αποδοχής της δίκαιης και καθαρής ήττας και αυτοκριτικής. Τα στελέχη του κόμματος προέβησαν σε απολογισμό και απέδωσαν το εκλογικό αποτέλεσμα σε 3 βασικές αιτίες : 1) Την φυσιολογική και αναμενόμενη φθορά μιας κυβέρνησης που έφτασε την 4ετία και κλήθηκε να αντιμετωπίσει κομβικά ζητήματα βαρύνουσας σημασίας όπως αυτά της οικονομικής κατάστασης της χώρας, της διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος και της διευθέτησης εθνικών ανοιχτών θεμάτων και εξωτερικής πολιτικής. 2) Το γεγονός ότι δεν προλάβανε να γίνουν αισθητά στην καθημερινή ζωή της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας τα μέτρα ελάφρυνσης όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού με την παράλληλη κατάργηση του υποκατώτατου, η παροχή αναλογικής 13ης σύνταξης ή η δυνατότητα ρύθμισης οφειλών σε 120 δόσεις. 3) Η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης, η οποία σύμφωνα με τα στελέχη της Κουμουνδούρου, σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος των μνημονίων.
Βασιζόμενοι λοιπόν στα στοιχεία αυτού του απολογισμού, οι ιθύνοντες του Σύριζα επικεντρώνονται στη δημιουργία ενός προγράμματος το οποίο ακριβώς θα ανακουφίσει την μεσαία τάξη και θα εξασφαλίσει, όπως υποστηρίζουν την θετική και αναπτυξιακή πορεία της Ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό ο Αλέξης Τσίπρας, εξακολουθεί να θέτει το δίλημμα στους πολίτες σχετικά με την πρόοδο που όπως υποστηρίζει πρεσβεύει το κόμμα του και την οπισθοδρόμηση, της οποίας συνώνυμο παρουσιάζει τη Νέα Δημοκρατία. Ταυτόχρονα, στην προσπάθεια του για ανάκαμψη, ο ΣΥΡΙΖΑ στρέφεται στον ευρύτερο προοδευτικό κόσμο επιχειρώντας να αποτελέσει τον κυριότερο εκφραστή και σημείο αναφοράς του. Την ίδια στιγμή αυτό αποτελεί ένα άνοιγμα προς το Κίνημα Αλλαγής με το οποίο θεωρητικά έχουν κοινές επιδιώξεις, την δημιουργία δηλαδή ενός ισχυρού κεντροαριστερού πυλώνα. Πρακτικά όμως το άνοιγμα αυτό δεν φαίνεται να βρίσκει ανταπόκριση αφού στο ΚΙΝΑΛ θεωρούν πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απορροφήσει τη μεγάλη μερίδα του κόσμου του, άλλωστε δεν είναι τυχαίο που τη χρονιά που το ΠΑΣΟΚ καταποντίστηκε ( βουλευτικές εκλογές 2012) υποχωρώντας στην 3η θέση με 13,18% (από 43, 92% σε εκείνες του 2009) ο Σύριζα αναδείχθηκε 2ος με 16,7% (από 4,68% του 2009).
Ο έτερος διεκδικητής της έκφρασης του κεντροαριστερού μετώπου και του λεγόμενου προοδευτικού πόλου, είναι το Κίνημα Αλλαγής. Το εκλογικό αποτέλεσμα δικαιώνει το Κίνημα για τη σταθερή του στάση σε όλο το προηγούμενο διάστημα σε συνδυασμό με την αποχή του από τις έντονες και αλλεπάλληλες διαμάχες ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία. Μετά από αρκετό καιρό δείχνει σημάδια ανάκαμψης και φαίνεται να σταθεροποιείται ως η τρίτη δύναμη, η οποία αναμένεται να κατέχει καθοριστικό ρόλο την αμέσως επόμενη μέρα των εκλογών και, εφόσον διατηρήσει ή αυξήσει τα ποσοστά του, θα αποτελεί ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων. Στο διάστημα αυτό το Κίνημα Αλλαγής εμφανίστηκε αρνητικό σε κάθε άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ προς αυτό. Ο λόγος είναι ότι υπάρχει βαθιά η πεποίθηση στο Κίνημα ότι ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του απορροφήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και κατά συνέπεια όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει, όπως θεωρούν, οι πολίτες θα επιστρέψουν και θα εμπιστευτούν το Κίνημα Αλλαγής. Στο πλαίσιο αυτό ασκείται σφοδρή κριτική στον κυβερνών κόμμα σε πολλά μέτωπα και για πολυάριθμους λόγους. Πιο συγκεκριμένα τα στελέχη του κόμματος κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ για «συνεργασία με ακροδεξιούς», για «πολιτικές λιτότητας και φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης» καθώς και για «ψεύτικες ελπίδες και πράξεις που απαξιώνουν την ίδια την πολιτική»
Στο εσωτερικό του κόμματος επικρατεί αναστάτωση μετά την αποχώρηση του πρώην προέδρου, Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος αρνήθηκε να παραμείνει αν δεν κατείχε την θέση του επικεφαλής στο ψηφοδέλτιο επικρατείας, που κατέληξε τελικά στον Γεώργιο Καμίνη. Οι απόψεις διίστανται αφού πολλοί εντός του κόμματος υποστηρίζουν ότι είναι λανθασμένη η επιλογή της απομάκρυνσης ενός ιστορικού στελέχους ενώ στον αντίποδα αρκετοί είναι και εκείνοι οι οποίοι υποστηρίζουν την απόφαση της Φώφης Γεννηματά και θεωρούν πως θα ήταν προτιμότερο να ριχθεί και αυτός στη «μάχη του σταυρού» και να μην βασιστεί στις δάφνες μιας ιστορικής εσωκομματικής πορείας. Παρόλα αυτά, το γεγονός δεν φαίνεται να απειλεί την ενότητα του Κινήματος ούτε να αποτελεί σοβαρό ή απροσπέλαστο εμπόδιο στην συσπείρωση του ενόψει Εθνικών Εκλογών στις 7 του Ιουλίου.
Δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που δεν θα συμφωνήσει στο γεγονός ότι οι εβδομάδες μέχρι τη κάλπη της 7ης Ιουλίου, προμηνύονται καυτές. Το κλίμα είναι εκρηκτικό ενώ κάθε μέρα η πολιτική αντιπαράθεση κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα. Η χώρα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και η κατάσταση απαιτεί σωστούς χειρισμούς και ορθή, υπεύθυνη διακυβέρνηση. Τα κόμματα προκύπτουν από την ανάγκη για ορθή άσκηση της πολιτικής, συνεπώς οφείλουν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και στην προεκλογική αυτή περίοδο να παρουσιάσουν με σαφήνεια και ειλικρίνεια τα προγράμματά τους στον Ελληνικό λαό. Ταυτόχρονα όμως θα ήταν μέγιστο λάθος η προεκλογική περίοδος να συνεπάγεται και με περίοδο αδράνειας του Ελληνικού κράτους, καθώς οι διεθνείς εξελίξεις στην γεωγραφική γειτονιά μας είναι σημαντικές και συνεχίζονται με αμείωτους ρυθμούς (όπως ενδεικτικά τα γεγονότα στα Βαλκάνια για την είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. ή τα ζητήματα στην Κυπριακή ΑΟΖ με τις συνεχείς Τουρκικές προκλήσεις) , καθιστώντας ακόμα πιο ταραγμένο και απρόβλεπτο τόσο το εγχώριο πολιτικό σκηνικό όσο και το ευρύτερο διεθνές τοπίο.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Σπουδάζει Πολιτική Επιστήμη και Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Ασχολείται ενεργά με το αντικείμενο των σπουδών του, αρθρογραφώντας και συμμετέχοντας σε συνέδρια και εκδηλώσεις σχετικά με την Πολιτική, τη Διεθνή διπλωματία και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.