10.4 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΒ’ Πεντηκονταετία: Η Ελλάδα στην σκιά του Πελοποννησιακού Πολέμου

Β’ Πεντηκονταετία: Η Ελλάδα στην σκιά του Πελοποννησιακού Πολέμου


Του Κώστα Σακκά,

Εν αρχή η περίοδος της Β’ Πεντηκονταετίας (387 π.Χ – 338 π.Χ) συνοψίζει την βάκιλο της πανώλης της ελληνικών πόλεων της Αρχαιότητας που είναι η έρις. Εξυφαίνεται, λοιπόν, ανταγωνισμός τριών μεγάλων πόλεων (Θήβα, Σπάρτη, Αθήνα), ο οποίος δεν θα οδηγήσει σε κάποιο αποτέλεσμα ή νικητή, παρά μόνο θα καταστήσει επί της ουσίας τον Πέρση Βασιλέα επόπτη των Ελληνικών πραγμάτων σε μια Ελλάδα καθημαγμένη. Είχε προηγηθεί μια σειρά πολεμικών γεγονότων την προηγούμενη εποχή που αφορούσαν αρχικά την πρώτη πεντηκονταετία, της οποίας η κληρονομιά σε γενικό πλαίσιο ταυτίστηκε με ένα πεδίο δόξης λαμπρό για την Αθήνα και τους στόχους της πρώτης Αθηναϊκής συμμαχίας: Αυτονομία Ιωνικών πόλεων στην Μικρά Ασία και ακύρωση των Περσικών σχεδίων για επέκταση στο Αιγαίο. Σε δεύτερη φάση ακολουθεί ο Πελοποννησιακός πόλεμος, προϊόν της ιμπεριαλιστικής έπαρσης της Αθήνας, οδηγώντας την Σπάρτη και κατ’ επέκταση την Πελοποννησιακή συμμαχία, με την οικονομική συνδρομή των Περσών, να κατανικήσουν τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους. Εν συνεχεία οι Πέρσες ήταν αυτοί οι οποίοι στην μακρά διάρκεια της επιβεβλημένης ηγεμονίας της Σπάρτης (404 π.Χ – 371 π.Χ) όχι μόνο είχαν ισχύ επί των ελληνικών πραγμάτων αλλά χρησιμοποίησαν και Έλληνες μισθοφόρους για την αντιμετώπιση μιας ενδοπερσικής έριδας. Υπήρξε η φιλονικία για τον θρόνο μεταξύ του Αρταξέρξη Β’ και του Κύρου, τον οποίο συνδράμουν ελληνικά στρατεύματα, οδηγώντας σε πολεμική σύρραξη (μάχη στα Κούναξα 401 π.Χ) που είχε ως αποτέλεσμα την ήττα και τον θάνατο του Κύρου, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο τις Ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας στο έλεος των Περσών Σατραπών. Ύστερα από αίτημα των Ιωνικών πόλεων ο βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίλαος, ο επονομαζόμενος «φιλέλλην», διενεργεί το 399 π.Χ – 394 π.Χ μια εκστρατεία στην Μικρά Ασία όπου υπερφαλάγγιζε συνεχώς τα Περσικά στρατεύματα. Οι Πέρσες αντέδρασαν δυναμικά πυροδοτώντας αντισπαρτιατικό συνασπισμό στην κυρίως Ελλάδα (Αθήνα, Κόρινθος, Θήβα, Άργος) γεγονός που οδηγεί στον Κορινθιακό πόλεμο (395 π.Χ – 387 π.Χ) αναγκάζοντας τον Αγησίλαο να διακόψει τις περαιτέρω πολεμικές επιχειρήσεις και να εγκαταλείψει την Μικρά Ασία. Ο στόχος του προαναφερθέντος πολέμου απορρέει από την ενδόμυχη επιθυμία του «Μεγάλου Βασιλέως» να ρυθμίζει τα ελληνικά πράγματα και να κρατά τους Έλληνες αποδυναμωμένους και σε κλίμα αλληλεξουδετέρωσης, εγκαινιάζοντας μια περίοδο ταραχών και αστάθειας.

Ο Κορινθιακός πόλεμος τελειώνει με την σύναψη της Ανταλκιδείου Ειρήνης στις Σάρδεις το 386 π.Χ από τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Ανταλκίδα. Επρόκειτο για μια διεθνούς εμβέλειας συνθήκη η οποία όχι μόνο ορίζει την Περσία ως διαιτητή τον ελληνικών πραγμάτων αλλά ανατρέπει όλα τα κεκτημένα της προηγούμενης Πεντηκονταετίας. Το βασικό πρόσταγμα της συμφωνίας ήταν η επιστροφή των Ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας στην κυριαρχία του «Μεγάλου Βασιλέως» και την χορήγηση αυτονομίας στις ελληνικές πόλεις. Όσον αφορά το τελευταίο, πράγματι θα πρέπει να επισημανθεί ότι εξυπηρετούσε ακραιφνώς τα Περσικά συμφέροντα διότι με αυτόν τον τρόπο, στο πνεύμα της αποδυνάμωσης της κυρίως Ελλάδας, διαλύονταν ισχυρές συνομοσπονδίες όπως λ.χ. το Κοινό των Βοιωτών, καταστρατηγώντας την αίσθηση του συνανήκειν που είχε καλλιεργηθεί. Ως εγγυητής της διασφάλισης για την τήρηση της συνθήκης, η οποία έμελλε να επηρεάσει όλη αυτήν την περίοδο, ορίστηκε η Σπάρτη δημιουργώντας μια σύντομη ηγεμονία (386 π.Χ – 371 π.Χ). Ωστόσο τα νήματα της εξουσίας τα κινούσε το «σιδερένιο» χέρι του Αρταξέρξη. Η συνθήκη κατά το αναμενόμενο καυτηριάζεται έντονα από τις πνευματικές προσωπικότητες της εποχής (λ.χ. Ισοκράτης, Γοργίας κλπ.) οι οποίοι είχαν την ενσυναίσθηση και την πολιτική ευπαιδευσία, καθώς μετείχαν στα κοινά, να διακρίνουν το αρνητικό πρόσημο της συμφωνίας που ήταν η παράδοση των Ιωνικών παραλιών. Στο διάστημα των 15 χρόνων (386 π.Χ – 371 π.Χ) η Σπάρτη, σύμφωνα με την δική της ανάγνωση της συνθήκης, επεμβαίνει σε περιοχές της κυρίως Ελλάδας, όπου δεν ακολουθείται επακριβώς το πρόσταγμα της Βασιλείου ειρήνης, κάτι που οδηγεί σε μια εσφαλμένη πολιτική σκέψη. Αρχικά βάζει σε τάξη τις Πελοποννησιακές υποθέσεις καταστρέφοντας με μια εκδικητική ενέργεια την αρκαδική πόλη της Μαντινείας με το πρόσχημα ότι είχε συμπαραταχτεί σε λάθος στρατόπεδο. Έπειτα ακολουθεί η επέμβαση της Σπάρτης στην Χαλκιδική, με την πρόφαση της τήρησης του εδαφίου της συνθήκης περί αυτονομίας, όπου με ένα τριετή πόλεμο (382 π.Χ – 379 π.Χ) υποτάσσεται το Κοινό των Χαλκιδέων και η Όλυνθος. Στο ίδιο διάστημα όμως επισυνέβη ένα γεγονός που θεωρείται το απόγειο της Σπαρτιατικής ηγεμονίας. Ο στρατηγός Φοιβίδας, κατευθυνόμενος προς την Χαλκιδική, προέβη σε μια πολεμική επιχείρηση σε βάρος της Βοιωτίας και της Θήβας καταλαμβάνοντας το φρούριο της Καδμείας. Η εν λόγω επέμβαση θεωρήθηκε από τον ελληνικό κόσμο, με προεξάρχουσα την Αθήνα, ιεροσυλία. Επομένως το πολιτικό κύρος της Σπάρτης μειώνεται αισθητά και η Αθήνα αδράζει την ευκαιρία της πολιτικής αδυναμίας, απελευθερώνοντας την Θήβα (379 π.Χ) με την εκδίωξη της Σπαρτιατικής φρουράς και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην πόλη. Εντασσόμενη λοιπόν στην σφαίρα επιρροής της Αθήνας, η Θήβα εισέρχεται με ειδική συμφωνία, όπως και άλλες ελληνικές πόλεις στην νεοσυσταθείσα Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία το 377 π.Χ.

Η δημιουργία της συμμαχίας ήταν μια προσπάθεια επιστροφής στο status quo της προηγούμενης Πεντηκονταετίας και ο στόχος της πλέον διασαφηνίζεται μέσω ψηφίσματος το οποίο ορίζει την διασφάλιση της αυτονομίας των πόλεων από την μάστιγα της Σπαρτιατικής λαίλαπας. Ωστόσο η υφή της συμμαχίας ήταν εντελώς διαφορετική διότι απαγορευόταν δια ροπάλου η «γης έγκτησις» και η εγκατάσταση στρατιωτικών αποίκων (κληρουχιών) σε πόλεις μέλη και φίλα προσκείμενες προς την συμμαχία, στρέφοντας την Αθήνα σε μια πορεία σεβασμού της αυτονομίας των ελληνικών πόλεων μακριά από τα λάθη και την οίηση του παρελθόντος. Η Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία αποτέλεσε σημαντικό πολιτικό επίτευγμα και παράγοντα εθνικής συσπείρωσης το οποίο έδρασε, υπό την ηγεσία τριών στρατηγών (Ιφικράτης, Χαβρίας, Τιμόθεος) για είκοσι χρόνια (377 π.Χ – 357 π.Χ), φέρνοντας στο προσκήνιο την Αθήνα ως ηγετική δύναμη που επιζητούσε διακαώς την εύνοια του Πέρση βασιλιά. Ένα γεγονός άλλαξε άρδην τα πράγματα και αυτό ήταν ο Συμμαχικός Πόλεμος (357 π.Χ – 355 π.Χ), ο οποίος συνέβαλε στην οικονομική εξασθένιση της Αθήνας και στη κατωφερική της πορεία μέχρι το 338 π.Χ.

Ακολουθεί η σειρά της Θήβας να αναλάβει τα πρωτεία μιας ηγεμονεύουσας δύναμης, καθώς ανασυστήνει το Βοιωτικό Κοινό (373 π.Χ) με ένα οργανωτικό δημοκρατικό πρότυπο παραβιάζοντας ρητά την Ανταλκίδειο ειρήνη. Συγκαλείται Συνέδριο στη Σπάρτη το 371 π.Χ, με προτροπή της Σπάρτης, όπου σύσσωμες οι συμμετέχουσες πόλεις ζητούν από τον Βοιωτάρχη Επαμεινώνδα την διάλυση του Βοιωτικού Κοινού. Η κατάσταση εκτραχύνεται μεταξύ των δυο πλευρών και το σημείο συνάντησης τους χρωματίζεται από την φωτιά της μάχης στα Λεύκτρα. Η αιχμή του δόρατος των Θηβαίων (λοξή φάλαγγα) γεννά στην σκιά της υπάρχουσας κατάστασης την εφήμερη Θηβαϊκή ηγεμονία με την Σπάρτη να χάνει την ιδιότητα του προστάτη της Ειρήνης. Τα γεγονότα που ακολουθούν σε αυτήν την δεκαετή πορεία διακατέχονται από έναν σύνθετο χαρακτήρα. Ο Πελοπίδας, επιφανής στρατηγός των Θηβαίων, συμμετέχει στις συνομιλίες που γίνονται στο συνέδριο στα Σούσα (366 π.Χ). Η ισχύς που είχε αποκτήσει η Θήβα καθώς και η διπλωματική ευφυΐα των αντιπρόσωπων της ήταν αρκετή για να αποσπαστεί η εύνοια των Περσών. Οι Θηβαίοι, με προεξάρχων τον Επαμεινώνδα, θέτουν τα θεμέλια της δημιουργίας ενός ισχυρού ναυτικού στόλου 100 τριηρών απέναντι στην Β’ Αθηναϊκή συμμαχία η οποία έστω και αμυδρά υφίσταται. Όμως το ουτοπικό όραμα της ηγεμονίας τέλειωσε έπειτα από μια πράξη ιεροσυλίας, συνοδευόμενη από την διάσπαση του Αρκαδικού Κοινού, που οδήγησε σε σύγκρουση την Θήβα με τους συνασπισμένους Αθηναίους και Σπαρτιάτες. Αν και αβέβαιη η έκβαση της μάχης σήμανε την νίκη των Θηβαίων, ωστόσο ο θάνατος του Επαμεινώνδα έβαλε τέλος στις Θηβαϊκές φιλοδοξίες εγκαινιάζοντας μια εύθραυστη και ανισόρροπη περίοδο «Ακρισίας».

Συνοψίζοντας, το τέλος αυτής της Πεντηκονταετίας σημαδεύεται από ένα γεγονός εξόχως σημαντικό το οποίο σφυρηλατεί ένα λαμπρό μέλλον. Αρχικά εμφανίζεται από τον Βορρά ένας διορατικός και οξυδερκής πολίτικος, ο Βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος. Η εποχή του συνάδει με την δεσπόζουσα επικράτηση της Μακεδονίας στα πολιτικά πράγματα της Νοτίου Ελλάδας, αφού πρώτα κατανίκησε τους συνασπισμένους Έλληνες του Νότου σε μια αδελφοκτόνο μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ). Έπειτα στο συνέδριο της Κορίνθου, την ίδια εποχή σμιλεύτηκε μια Πανελλήνια συμμαχία, με αρχηγό τον Φίλιππο και με κεντρικό διακύβευμα την κήρυξη του πολέμου κατά των Περσών για τις ιεροσυλίες που διαπράχτηκαν το 480 π.Χ (Ακρόπολη, Δελφοί). Η Συμμαχία βρέθηκε συνεπικουρούμενη από το ιδεολογικό υπόβαθρο της Πανελλήνιας Ιδέας που υποβοσκούσε στην Αθήνα. Συνοπτικά συνάγεται το συμπέρασμα ότι η 50χρονη διάρκεια της Ανταλκιδείου Ειρήνης επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ιδιοσυγκρασία και την πολιτική σκέψη του Φιλίππου γι’ αυτό και έθεσε τέρμα στις παθογένειες της ελληνικής πολιτικής ζωής που οδηγούσαν σε εμπόλεμες συρράξεις με τον δάκτυλο του Πέρση Βασιλιά. Η περίοδος αυτή είναι ένα έξοχο παράδειγμα πορείας από τις στάχτες της έριδας και της «Ακρισίας» στην αναγέννηση της συμφιλίωσης και της μελλοντικής εξάπλωσης του Ελληνισμού στα βάθη της Ασίας.


Κώστας Σακκάς
Είναι γεννημένος το 1999 στην Θεσσαλονίκη και απόφοιτος Γενικού Λυκείου. Αυτή την εποχή σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), με κατεύθυνση στην Ιστορία.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ