Του Ραφαήλ Μπελενιώτη,
«Μνήμη είναι ο εφιάλτης, της μεγάλης αποστασίας του 1965» διαλαλούσε με στεντόρεια φωνή ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1989 από το πρωθυπουργικό βήμα στην βουλή. Ήταν λίγο πριν αναφωνήσει εκείνο το περίφημο «Καληνύχτα σας κύριε Μητσοτάκη!» και αποχωρήσει εν μέσω χειροκροτημάτων από τους πράσινους βουλευτές. Η παροιμιώδης φράση αυτή, του 1989, θυμίζουμε ότι επανήλθε από το στόμα του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα εν έτη 2017, όταν με τον ίδιον τρόπο «καληνύχτισε» τον νεώτερο Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η αλήθεια είναι ότι εκείνη η εποχή των δύο μεγάλων «αρχηγών», χαράχτηκε ανεξίτηλα στις μνήμες και στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Οι πλείστοι παραλληλισμοί που κάνουμε με το σήμερα, το αποδεικνύουν κατάφωρα. Αναπόφευκτο, λοιπόν, δύο χρόνια έπειτα από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1918-2017) να θυμηθούμε ξανά την αίγλη και την γοητεία ενός πρωθυπουργού ήπιων τόνων και παθών, κεντρώων πολιτικών συναισθημάτων αλλά και άτεγκτης βούλησης.
Το Κέντρο και ο Ανένδοτος
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πριν την αρχή της καριέρας του στην Ένωση Κέντρου με τον Γ. Παπανδρέου, υπήρξε ο άνθρωπος ο οποίος υπερασπίσθηκε τον συγγραφέα Ν. Καζαντζάκη, έναν δηλωμένο κομμουνιστή, όταν αυτός διωκόταν για λόγους θρησκευτικής προκατάληψης. Το 1955 υπερθεμάτισε μέσα στη Βουλή υπέρ του «μεγάλου λογοτέχνη» και «αληθινού πατριώτη».
Η ίδρυση της Ένωσης Κέντρου θα βρει τον Κ. Μητσοτάκη να επιθυμεί να αναλάβει την ηγεσία της παράταξης ο Γ. Παπανδρέου. Ύστερα ο ίδιος θα επανεκλεγεί βουλευτής με το ενιαίο κόμμα, ενώ θα συμμετάσχει ενεργά στον «Ανένδοτο Αγώνα» τον οποίο κηρύττει η Ένωση Κέντρου εναντίον των εκλογικών αποτελεσμάτων του 1961, κάνοντας λόγο για «εκλογές βίας και νοθείας» υπέρ της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της τρομοκρατίας που άσκησε το παρακράτος.
Ο Κ. Μητσοτάκης ήταν ένας από τους σκληροπυρηνικούς πολιτικούς, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στον αγώνα του «Ανένδοτου», μαζί με τον Πάνο Κόκκα εκδότη της εφημερίδας «Ελευθερία» και τον Γ. Παπανδρέου. Βρέθηκε από την αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας συνειδητά στον πολιτικό χώρο του «κέντρου» τραβώντας εμφανείς διαχωριστικές γραμμές από την δεξιά της ΕΡΕ και του Κ. Καραμανλή. Το 1962 είχε καταγγείλει δημόσια στη Βουλή τον θεσμό «προικοδότησης» από το κράτος του γάμου της Πριγκίπισσας Σοφίας, ζητώντας την κατάργηση του, ενώ μόλις τον Ιουλίου του 1962 εξέπληξε ξανά την κοινή γνώμη, ζητώντας την νομιμοποίηση του ΚΚΕ ψέγοντας τις κατασταλτικές πρακτικές της εποχής
Αργότερα το 1963 θα στηρίξει την πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την αναθεώρηση του συντάγματος, κάτι που φυσικά δεν πραγματοποιήθηκε ελέω της ρευστότητας των καταστάσεων, ενώ έπειτα από την εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου το 1963 θα διατελέσει Υπουργός Οικονομικών στις κυβερνήσεις του «Γέρου της Δημοκρατίας» ως το 1964.
Τα Ιουλιανά
Η «Αποστασία» του 1965 δεν σταμάτησε να ταλανίζει ποτέ την πολιτική ζωή της Μεταπολίτευσης. Εργαλειοποιήθηκε πολιτικά σφόδρα από υιό του Γ. Παπανδρέου τον Ανδρέα Παπανδρέου, αρχηγό του ΠΑΣΟΚ και αντίπαλό του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας από το 1984.
Πριν την «Αποστασία» είχε προηγηθεί η υπόθεση «Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α», μιας συνωμοτικής στρατιωτικής οργάνωσης αξιωματικών όπου είχε προβεί σε δολιοφθορές οχημάτων και φερόταν να έχει εμπλοκή σε αυτή ο Ανδρέας Παπανδρέου. Έτσι ο Βασιλιάς άρχισε να δυσανασχετεί στην ιδέα ενός πρωθυπουργού όπου ο υιός του φερόταν να εμπλέκεται σε ένα αντιβασιλικό συνωμοτικό κέντρο με πραξικοπηματικά χαρακτηριστικά.
Μετά την νίκη της Ένωσης Κέντρου στις βουλευτικές εκλογές του 1964, ο Γεώργιος Παπανδρέου σχημάτισε κυβέρνηση με 171 βουλευτές, υψηλό αριθμό εδρών, λόγω του ποσοστού ρεκόρ (52.2%) που είχε λάβει. Η ρήξη με το παλάτι θα ερχόταν έναν χρόνο αργότερα και θα αφορούσε την επιλογή προσώπου για το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Ο Παπανδρέου επιθυμούσε να αντικαταστήσει τον, ως τότε, υπουργό Πέτρο Γαρουφαλιά και τον αρχηγό ΓΕΣ στρατηγό Γεννηματά, οι οποίοι κατά την άποψή του ελέγχονταν από το παλάτι, με ανθρώπους της εμπιστοσύνης του. Ο ίδιος ο Γαρουφαλιάς είχε την άποψη ότι ο Γ. Παπανδρέου επιθυμούσε, παγίως και με συνεχείς παρεμβάσεις, να κομματικοποιήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις. Ο Παπανδρέου είχε εκδηλώσει την πρόθεση να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ως ύστατη λύση, όμως ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ αρνούνταν να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, προβάλλοντας ως αιτιολογία τη φημολογούμενη εμπλοκή του γιου του Ανδρέα (!) στην υπόθεση του ΑΣΠΙΔΑ.
Έτσι στις 15 Ιουλίου ο Γ. Παπανδρέου προτού δηλώσει την παραίτηση του η «κυβέρνηση των αποστατών» όπως ονομάσθηκε η κυβέρνηση Αθανασιάδη-Νόβα, ορίσθηκε με την εντολή του Βασιλιά. Ο σχηματισμός της κυβέρνησης εκείνης δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Χρειάστηκε μέχρι και η παρέμβαση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για να αναγκασθεί να ορκισθούν οι νέοι υπουργοί, μεταξύ αυτών και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μιας και ήταν απρόθυμοι ύστερα από την άρνηση των περισσότερων βουλευτών της Ένωσης Κέντρου, να υποκύψουν σε αυτόν τον «βιασμό της δημοκρατίας».
Τα αίτια της κρίσης του 1965 δεν έχουν αποσαφηνιστεί ακόμα και σήμερα, όλοι όμως συγκλίνουν όλο και περισσότερο στην υπόθεση πως το παλάτι σχεδίαζε και παράλληλα ενεργούσε προς ένα σχέδιο πολιτικής και θεσμικής εκτροπής με ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής δικτατορίας. Τα ηγετικά στελέχη της κυβέρνησης Αθανασιάδη-Νόβα ανάμεσα τους και ο Κ. Μητσοτάκης υποστήριξαν μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής τους, ότι ο μόνος σκοπός τους ήταν η διατήρηση της δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής ομαλότητας και η αποτροπή ενός πραξικοπήματος. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης πολύ πριν ακόμα ορκιστεί στην κυβέρνηση των «Αποστατών» προσπάθησε μάταια να πείσει τον Γ. Παπανδρέου να υποκύψει στις αξιώσεις του Παλατιού ώστε να παραμείνει πρωθυπουργός.
Όπως επίσης παραμένει – σε ιστορικά πλαίσια – η έριδα για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη: Η συμμετοχή του στην κυβέρνηση των Αποστατών υπήρξε η ύστατη προσπάθεια αποτροπής μιας δημοκρατικής εκτροπής ή υποκύπτοντας στις προσταγές του Παλατιού συνέβαλε στην απαξίωση των δημοκρατικών διαδικασιών και στην μετέπειτα αστάθεια και στο συνακόλουθο πραξικόπημα του 1967;
«Ξεκίνησα ως φιλελεύθερος και τερματίζω ως φιλελεύθερος»
Υπήρξε ένας από τους ένθερμους υποστηρικτές του Αμερικάνικου παράγοντα στην Ελλάδα μιας και έχαιρε της εκτίμησης του. Μόλις το 1959, η Αμερικάνικη πρεσβεία στην Αθήνα τον επέλεξε ώστε να συμμετάσχει στο Leader Foreign Program ως μια μελλοντική προσωπικότητα η οποία θα διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο τις εξελίξεις της χώρας. Μέσα από επισκέψεις και σεμινάρια θα γνωρισθεί με τους κύκλους των υποστηρικτών της Αμερικάνικης φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης. Αν μη τι άλλο και αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε, οι Αμερικάνοι πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Από την αρχή της σταδιοδρομίας του, από την άγουρη μεταπολεμική περίοδο, έδειξε στον κόσμο της Δεξιάς και του Κέντρου ένα κλασσικό φιλελεύθερο πρόσωπο. Απεχθανόταν το μεγάλο κράτος και την στοχοθεσία εκείνων που το αποζητούσαν και προτιμούσε ένα μικρότερο, συνεκτικό και αποτελεσματικό, με συνταγματικά περιορισμένη εξουσία. Το πιο σημαντικό, στο ιδεολογικό επίπεδο απομακρύνθηκε από το μείγμα συντηρητισμού και αντικομουνισμού που βρισκόταν διάχυτο στις υπόλοιπες δεξιές δυνάμεις. Ως προσωπικότητα του ελληνικού κοινοβουλίου υπήρξε αρχηγικός με διαλλακτικότητα, οξυδερκής και με γενναιότητα.
Απεβίωσε τα ξημερώματα, στις 29 Μαΐου του 2017, ενώ κηρύχθηκε και τετραήμερο εθνικό πένθος. Ετάφη στο χωριό Αργουλιδέ των Χανίων, δίπλα στην γυναίκα του, την Μαρίκα. Ήταν ο πολιτικός της βαθιάς «τομής» στα πράγματα και της ρήξης με τα ξεπερασμένα και φθαρμένα μοντέλα.
Ποια είναι η πολιτική κληρονομιά αυτού του αδιαμφισβήτητα χαρισματικού αλλά και αμφιλεγόμενου πολιτικού άνδρα; Εδώ χωρούν πολλές κουβέντες… Το μόνο σίγουρο είναι, πως η όποια πολιτική κληρονομιά του δεν εξαντλείται μονάχα στους πολιτικούς χώρους της δεξιάς. Πλανάται πάνω από τον σημερινό πολιτικό χάρτη των αστικών κομμάτων της χώρας και κάτι προσπαθεί να τους πει.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1999. Είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με κατεύθυνση στην Ιστορία. Αρέσκεται στο να αποκωδικοποιεί την τρέχουσα επικαιρότητα μέσω της αρθρογραφίας.