Του Βασίλη Χατζή,
Η δεκαετία του 1960 υπήρξε για το Ψυχρό Πόλεμο μία από τις κρίσιμες στιγμές του, καθώς ήδη στην αρχή της δεκαετίας, δύο από τις πιο μεγάλες κρίσεις, αυτή του Βερολίνου, το καλοκαίρι του 1961 και αυτή της Κούβας, τον Οκτώβρη του 1962, έδωσαν την εντύπωση πως ο κόσμος έβαινε προς μία γενικευμένη πολεμική σύρραξη η οποία θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις για την ανθρωπότητα.
Το δυτικογερμανικό κράτος, δηλαδή η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, και το ανατολικογερμανικό, δηλαδή η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπως είχαν αυτά προκύψει από την διαίρεση του 1949, στα χρόνια μεταξύ του 1949 και του 1961 είχαν ακολουθήσει διαφορετική πορεία. Αποτέλεσμα αυτού ήταν πως το δυτικογερμανικό κράτος, που ακολουθούσε το καπιταλιστικό σύστημα, είχε βιώσει μια πρωτόγνωρη ανάπτυξη. Πιο συγκεκριμένα, το 1955 ενσωματώθηκε επίσημα στο ΝΑΤΟ ενώ προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 είχε καταστεί ένα υπολογίσιμο, αν όχι ισχυρό, οικονομικά κράτος.
Και ενώ η Δυτική Γερμανία βίωνε αυτή την ταχύρρυθμη ανάπτυξη και την ραγδαία οικονομική άνθιση, το ανατολικογερμανικό κράτος βρισκόταν σε μια ιδιαίτερη δυσχερή οικονομικά θέση. Η οικονομία της σε καμία περίπτωση δεν είχε τις δυνατότητες να ανταγωνιστεί την δυτικογερμανική, το δυτικογερμανικό μάρκο, ισχυρότερο από το ανατολικογερμανικό, απειλούσε να εισβάλει στην Ανατολική Γερμανία, ενώ η σε μεγάλο βαθμό εύκολη πρόσβαση των πολιτών στους δύο τομείς του Βερολίνου, του κέντρου δηλαδή της Γερμανίας, εξασφάλιζε σε πολλούς νέους Ανατολικογερμανούς τη διαφυγή τους στην Δυτική Γερμανία. Η εκτεταμένη αυτή διαφυγή των νέων μείωνε το ανθρώπινο δυναμικό του κράτους και απειλούσε εξαιρετικά την ήδη αδύναμη οικονομία του επηρεάζοντας με αυτόν τον τρόπο ψυχολογικά τους πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας και τροφοδοτούσε εκ νέου κύματα διαφυγής προς την Δυτική Γερμανία, απειλώντας έτσι την πρώτη με ολοκληρωτική κατάρρευση. Η φυγή των πολιτών άλλωστε στο Δυτικό Βερολίνο λόγω της οικονομικής δυσχέρειας της Ανατολικής Γερμανίας, αποδεικνύει επιπλέον και την δυσπιστία πολλών Γερμανών πολιτών προς στο κομμουνιστικό καθεστώς.
Την επικείμενη αυτή, για τον Ανατολικό Συνασπισμό, καταστροφή είχε αντιληφθεί ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Νικίτα Χρουστσώφ όταν, το 1958, ζήτησε την μετατροπή του Βερολίνου σε «ελεύθερη πόλη» με στόχο να δώσει τέλος στην επικείμενη κατάρρευση του ανατολικογερμανικού κράτους. Η πρόταση του φυσικά απορρίφθηκε από τους Δυτικούς Συμμάχους καθώς το Βερολίνο θεωρείτο μια περιοχή υψίστης στρατηγικής σημασίας και για τους δύο συνασπισμούς, ενώ η μετατροπή του σε ελεύθερη πόλη θα σήμανε και την αποχώρηση τους από την περιοχή αυτή. Τον Ιούνιο του 1961, σε συνάντηση με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, Τζών Κέννεντυ, στην Βιέννη, ο Χρουστσώφ επανέφερε στην συζήτηση την πρόταση του για την μετατροπή του Βερολίνου σε ελεύθερη πόλη, η οποία εκ νέου απορρίφθηκε από τους Αμερικάνους.
Η δεύτερη απόρριψη της πρότασης του Χρουστσώφ έφερε σε δεινή θέση τους Σοβιετικούς, οι οποίοι ήθελαν να προστατεύσουν την Ανατολική Γερμανία από τη βέβαιη κατάρρευση. Η μόνη λύση που θα απέτρεπε την καταστροφή ήταν η απομόνωση του Δυτικού Βερολίνου από την υπόλοιπη Ανατολική Γερμανία με την ανέγερση ενός «φυσικού» φράγματος που θα παρεμπόδιζε αφ’ ενός την επικοινωνία και αφ’ ετέρου την διαφυγή προς τη Δύση. Την νύχτα της 12ης προς 13η Αυγούστου του 1961 οι Ανατολικοί απομόνωσαν το Δυτικό Βερολίνο κλείνοντας όλα τα σημεία πρόσβασης στα δύο τμήματα της πόλης. Το επόμενο πρωί οι άντρες του στρατού της Ανατολικής Γερμανίας χώρισαν τους δύο τομείς του Βερολίνου με συρματοπλέγματα ενώ άμεσα ξεκίνησε η αντικατάσταση τους με τσιμεντένιους τοίχους, που σύντομα θα αποτελούσαν το περίφημο Τείχος του Βερολίνου.
Ασχέτως από την αίσθηση που έκανε στην κοινή γνώμη τόσο η κίνηση της ανέγερσης, όσο και το ίδιο το Τείχος ως κτίσμα, σε συνδυασμό με τον λόγο για τον οποίο κατασκευάστηκε, σε καμία περίπτωση το εγχείρημα δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποια ιδεολογική προτίμηση της ηγεσίας της Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Γερμανίας. Ούτε, σε καμία περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν μέσο για να επιβάλλουν την επιθυμία τους για καταπίεση του γερμανικού λαού και την επιβολή τους σε αυτόν. Ήταν μάλλον ένα αναγκαίο κακό, μια δυσάρεστη λύση που, αν δεν είχε τεθεί σε εφαρμογή, τότε πιθανότατα η Ανατολική Γερμανία θα είχε καταρρεύσει. Και πράγματι το Τείχος του Βερολίνου πέτυχε τον σκοπό του καθώς το κύμα διαφυγής των Ανατολικογερμανών προς τη Δυτική Γερμανία ανεκόπη και έτσι η κατάρρευση της ανατολικογερμανικής οικονομίας αλλά και του ίδιου του κράτους, αποφεύχθηκε.
Πέραν από αντικείμενο πολιτικής προπαγάνδας των Αμερικάνων εις βάρος των Σοβιετικών, το Τείχος του Βερολίνου, αλλά και γενικότερα το ζήτημα της διαίρεσης της Γερμανίας, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την «ποπ κουλτούρα» στο διάστημα 1949 με 1989, αλλά και μετέπειτα. Μεγάλη πηγή έμπνευσης αποτέλεσε αναμφίβολα για τον κινηματογράφο, τόσο τον αμερικάνικο όσο και τον γερμανόφωνο και τον ευρωπαϊκό, με ταινίες όπως το Good Bye, Lenin (2003) να εστιάζουν ακριβώς στην εμπειρία των Βερολινέζων που είδαν με τα μάτια τους την ανέγερση και την πτώση του Τείχους. Επιπλέον αποτέλεσε και το περιεχόμενο πολλών τραγουδιών της εποχής, ενώ ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η συναυλία «The Wall– Live in Berlin» του Roger Waters των Pink Floyd, στις 21 Ιουλίου 1990 στο Βερολίνο, με τη συμμετοχή πολλών σημαντικών καλλιτεχνών, που διοργανώθηκε ακριβώς για να γιορτάσει την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, που είχε λάβει χώρα οκτώ μήνες νωρίτερα.
Το Τείχος του Βερολίνου, μέχρι την πτώση του το 1989, αποτελούσε το σύμβολο της πόλωσης του κόσμου, της ιδεολογικής πάλης της Ανατολής με τη Δύση, του ανταγωνισμού των δύο υπερδυνάμεων της εποχής- των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης- για την παγκόσμια επικράτηση τους, καθώς και του διαχωρισμού ολόκληρου του κόσμου σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Στα περίπου τριάντα χρόνια της ύπαρξης του, το «τείχος της ντροπής», όπως το αποκαλούσαν, ήταν μια συνεχής υπενθύμιση ενός διχασμένου κόσμου στον οποίο μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ξεσπάσει μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη με εξαιρετικά δυσάρεστες συνέπειες για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Δίχως αντίρρηση, το Τείχος του Βερολίνου ήταν το σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου.
Γεννηθείς το 1996. Μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στη Νεότερη Ιστορία. Κύρια ενδιαφέροντα του αποτελούν η πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία του 19ου και 20ου αιώνα, καθώς επίσης και ζητήματα της Μεταπολεμικής περιόδου. Γνωρίζει Αγγλικά, Ιταλικά και Ισπανικά.