Του Κώστα Σακκά,
Η παρουσία των Ελλήνων στην Χερσόνησο του Πόντου υπήρξε μακραίωνη και συναντάται για πρώτη φορά στην περίοδο της αποικιακής εξάπλωσης των Ελλήνων. Οι κάτοικοι της Μιλήτου ήταν αυτοί οι οποίοι σε εναρκτήρια βάση αποίκισαν συστηματικά τον Πόντο ξεκινώντας με την ίδρυση της Σινώπης και κατ’ επέκταση άλλων αποικιών. Εγκαινιάστηκε, λοιπόν, μια περίοδος λαμπρής οικονομικής, εμπορικής και στρατιωτικής επικυριαρχίας στην Μαύρη θάλασσα όπου ο Πόντος ως υπαρκτή γεωγραφική/πληθυσμιακή οντότητα προχώρησε στα βάθη των αιώνων ως φορέας του ελληνικού στοιχείου. Ακολούθησε μια απρόσκοπτη και αδιάβλητη πορεία από την Ελληνική Αρχαιότητα και την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως τους Ρωμαϊκούς και Βυζαντινούς χρόνους μέχρι το 1461 όπου επισυνέβη η Άλωση της Τραπεζούντας από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή.
Η ερεβώδης περίοδος της Τουρκοκρατίας είχε ξεκινήσει και οι ελληνικοί πληθυσμοί αραίωναν συστηματικά λόγω των μαζικών εξισλαμισμών. Οι Οθωμανοί δεν επένδυσαν στην ριζική εξολόθρευση των Ελλήνων του Πόντου διότι ήταν αυτοί που διεξήγαν το εμπόριο και ήταν επιδέξιοι στην κατασκευή πλοίων και στην εξόρυξη μετάλλων, γεγονός που τους κατέστησε χρήσιμους στα μάτια τους. Έτσι λοιπόν η ανοχή των Οθωμανών στις δραστηριότητες των Ελλήνων του Πόντου οδήγησε στην διαφύλαξη της θρησκείας, της γλώσσας και των εθίμων τους καθώς επίσης και σε μια οικονομική ακμή της περιοχής που οδήγησε σε μια χρυσή εποχή. Ο πληθυσμός τους το 1900 κυμαινόταν γύρω στις 600.000.
Όμως τα χρόνια ευημερίας έμελλε να τελειώσουν καθώς ο 20ος αιώνας εγκαινίασε μια σειρά αναταράξεων που προκλήθηκαν από πολεμικές συγκρούσεις και εθνικιστικές εξάρσεις. Θρυαλλίδα εξελίξεων αποτέλεσε το Κίνημα των Νεότουρκων στην Θεσσαλονίκη το 1908 με το σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους». Είχαν προηγηθεί κάποιες ευνοϊκές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ το 1856 που αφορούσαν ένα σχέδιο ισοπολιτείας το οποίο θα είχε θετικό αντίκτυπο στις ζωές των Ελλήνων του Πόντου. Ωστόσο το προαναφερθέν μεταρρυθμιστικό σχέδιο συνάντησε την σθεναρά αντίδραση των Νεότουρκων των οποίων ηγέτες ήταν ο Μουσταφά Κεμάλ, ο Ισμαήλ Ενβέρ και ο Μεχμέτ Ταλαάτ.
Αυτοί οι τρεις ήταν οι ενορχηστρωτές ενός σχεδίου εκρίζωσης του ελληνικού στοιχείου, ένα σχέδιο το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή όταν οι Νεότουρκοι ανέλαβαν την διακυβέρνηση της ήδη παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1911.
Η διαδικασία εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού διακρίνεται σε τρεις φάσεις: από την έναρξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου ως την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον Ρωσικό στρατό (1914-1916), η δεύτερη τελειώνει με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1916-1918) και η τελευταία με την εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάνης που προέβλεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας (1918-1923).
Αφού πρώτα κήρυξαν οικονομικό πόλεμο στους Έλληνες του Πόντου οι, έχοντες τα ηνία της εξουσίας, Νεότουρκοι ενήργησαν λυσσαλέες και απηνείς διώξεις εναντίον τους. Οργανωμένες συμμορίες Τσετών ήταν αυτές που έλαβαν δράση ως αιχμή του δόρατος για την εκπλήρωση του σχεδίου των Νεότουρκων και προέβηκαν σε σποραδικές δολοφονίες Ελλήνων και σε δηώσεις των ιδιωτικών περιουσιών τους. Το 1914 κατόπιν ανθελληνικής εκστρατείας του Τουρκικού Τύπου δόθηκε το έναυσμα να εμφυσηθούν αισθήματα μίσους στους Τούρκους κατά των Ελλήνων. Μέσα σε όλη αυτή την εμπρηστική κατάσταση οι σύμμαχοι των Νεότουρκων Γερμανοί ήταν αυτοί που έκαναν αισθητή την επιρροή τους στο όλο εγχείρημα και παρότρυναν την Τουρκική Κυβέρνηση να εκτοπίσει τους τότε «επικίνδυνους» Χριστιανούς στα βάθη της Τουρκικής ενδοχώρας με το πρόσχημα ότι αυτό θα βοηθούσε στην ομαλότερη έκβαση του πολέμου. Οι άνδρες άνω των 45 ετών που δεν στρατευόταν επάνδρωναν τα τάγματα εργασίας και επιδίδονταν σε καταναγκαστικές εργασίες όπου λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης απεβίωναν πολλοί από κακουχίες, πείνα και αρρώστιες.
Το 1915-1916 εξιλαστήρια θύματα των διώξεων αποτέλεσαν οι πληθυσμοί της Αμάσειας, της Κερασούντος και της Σινώπης όπου γυναικόπαιδα και άνδρες από 18 έως 40 ετών εκδιώκονταν και σφαγιάζονταν. Οι ενέργειες των Τούρκων οδήγησαν στην δημιουργία θυλάκων αντίστασης από τον Ποντιακό Ελληνισμό. Ωστόσο ο αριθμός των εκτοπισμένων ήταν γύρω στους 235.000 ενώ 80.000 ήταν αυτοί που κατέφυγαν στην Ρωσία. Τον Οκτώβριο του 1918 με την υπογραφή της ανακωχής του Μούνδου, αιωρούταν μια καλύτερη τύχη για τον ελληνισμό. Ο Μητροπολίτης της Τραπεζούντας Χρύσανθος εκμεταλλευόμενος την εκεχειρία ανέλαβε διπλωματικές πρωτοβουλίες για την δημιουργία ενός αυτόνομου Ποντιακού κράτους. Εξ αρχής η προσπάθεια του ευόδωσε διότι στις 16 Ιανουαρίου υπογράφηκε με την κυβέρνηση της Αρμενίας συμφωνία Ποντο-Αρμενικής Ομοσπονδίας, της οποίας επιστέγασμα και επικάλυψη υπήρξε η σύναψη στρατιωτικής συμφωνίας.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις στάθηκαν ως Συμπληγάδες Πέτρες απέναντι στις προσπάθειες του Χρύσανθου καθώς δεν ενέκριναν το σχέδιο του και πρώτοι οι Άγγλοι ήταν αυτοί που απέσυραν την Αρμοστεία και τον στρατό τους από την Αμισό (Σαμψούντα) δηλώνοντας πλήρη στήριξη στον Μουσταφά Κεμάλ. Η απόβαση του Κεμάλ στην Αμισό στις 19 Μαΐου 1919 συνδέθηκε με την τελευταία φάση του ξεριζωμού και της γενοκτονίας των Ελλήνων. Προέτρεψε τους Τούρκους δια φλογερού λόγου να στραφούν με βαρβαρότητα και μίσος κατά του Ελληνισμού. Άρχισαν οι συλλήψεις από την αστυνομία και οι δημεύσεις/εκποιήσεις των περιουσιών προς όφελος του Κεμάλ. Ορίστηκε ο Τοπάλ Οσμάν, ένας σκληροπυρηνικός Τσέτης, ως εκτελεστικός βραχίονας της διεξοδικής εξόντωσης των Ελλήνων και Αρμένιων «σκευωρών» όπως ονομάζονταν τότε. Τον Σεπτέμβριο του 1921 πνευματικοί ταγοί, προύχοντες και εξέχουσες πνευματικές προσωπικότητες οδηγήθηκαν στα δικαστήρια της Ανεξαρτησίας όπου η μοίρα τους ήταν καταδικασμένη σε θάνατο. Οι απελάσεις και διώξεις συνεχίστηκαν μέχρι και το 1923 όπου η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης προέβλεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Ύστερα από 27 αιώνες ο Ελληνισμός περιορίστηκε στην μια πλευρά της παρουσίας του (Μητροπολιτική Ελλάδα) αφήνοντας περιουσίες, πατρογονικές εστίες, εκκλησίες και σπίτια. Ρίχτηκε λοιπόν στην θάλασσα αφού πρώτα συγκεντρώθηκε στα λιμάνια τον πόλεων του Πόντου ξεκινώντας μια νέα Οδύσσεια επιβίωσης όπου κατέληξε στην κυρίως Ελλάδα. Ο αριθμός τους ανέρχεται περίπου στους 400.000 πρόσφυγες οι οποίοι βοήθησαν ως ακρογωνιαίοι λίθοι και καταλύτες για την ανασύνταξη της καθημαγμένης και ηττημένης Ελλάδας. Παράλληλα συμπλήρωσαν σημαντικά πληθυσμιακά κενά στην Θράκη και την Μακεδονία και συνέβαλαν στην εθνική ομοιογένεια του ελληνικού κράτους. Η ζοφερή πλευρά της κατάστασης είναι ότι εξοντώθηκε περίπου το 50% του Ποντιακού Ελληνισμού, όπου σε αριθμούς μεταφράζεται γύρω 350.000 ανθρώπους, κατά τις 3 φάσεις των αιμοσταγών διώξεων που υπέστησαν οι Έλληνες.
Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αναγνωρίστηκε από την Βουλή των Ελλήνων στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 και από άλλες πολλές χώρες ως προσχεδιασμένη επιχείρηση του Τουρκικού Κράτους για την εξόντωση των Χριστιανικών πληθυσμών του Πόντου. Αυτό το γεγονός έρχεται σε αντίθεση με την πάγια στάση της εξωτερικής πολιτικής του Τουρκικού Κράτους που μεταφράζει την γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού ως ένα είδος παράπλευρης απώλειας πολέμου.