Του Θεοχάρη Χατζημανώλη,
Η απόβαση του ελληνικού στρατού στην Σμύρνη δεν ήταν παρά η αρχή ενός σκληρού πολέμου στα εδάφη της Μικράς Ασίας, μεταξύ Ελλήνων και των νεοσυσταθέντων Τούρκων. Η ελληνική ιστοριογραφία μνημονεύει την περίοδο 1922-1922 με τον όρο «Μικρασιατική εκστρατεία», ενώ η τουρκική ως ένα παρακλάδι του «πολέμου της ανεξαρτησίας».
Η όλη πολιτική του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου αποσκοπούσε στην τέρψη της εθνικής αλυτρωτικής ιδεολογίας και υπό αυτή την σκοπιά περαίωνε τις γεωπολιτικές του δραστηριότητες. Σε αυτό το πλαίσιο περαιώθηκε αντίστοιχα η απόβαση του ελληνικού στρατού στην Σμύρνη το 1919, έπειτα από εντατικούς διπλωματικούς διαξιφισμούς. Τις εδαφικές βλέψεις τις Ελλάδας, μεταξύ των άλλων, κατοχύρωσε η Συνθήκη των Σεβρών το 1920, αν και δεν εδύνατο να τεθεί σε εφαρμογή, λόγω των διαρκώς μεταβαλλόμενων πολιτικών συνιστωσών. Η παρουσία του ελληνικού στρατού στην Σμύρνη βέβαια, είχε σχεδόν «πιστοληπτικό» χαρακτήρα, καθώς δεν επρόκειτο για κυρωμένο από συνθήκη ελληνικό έδαφος, αλλά για ιδιαίτερο καθεστώς διεθνούς επίβλεψης, το οποίο θα μπορούσε να αποφασίσει με δημοψήφισμα μετά από πέντε χρόνια, την ένταξη του στην Ελλάδα. Η ελληνική μεριά πίστευε πως μετά από πέντε χρόνια η προσάρτηση της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης θα ήταν μονόδρομος.
Υπό το καθεστώς αυτό δύο ήταν τα πραγματιστικά αξιοσημείωτα στοιχεία, ο Έλληνας Ύπατος Αρμοστής και εντολοδόχος των δυνάμεων της Αντάντ στη Σμύρνη Αριστείδης Στεργιάδης και η παρουσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, οι οποίες παρίσταντο για να προστατεύουν τους χριστιανικού πληθυσμούς της διαμελιζόμενης Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τις εχθροπραξίες των νεόκοπων Τούρκων. Πολύ γρήγορα το καλοκαίρι του 1920 άρχισαν να οργανώνονται στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εσωτερικό της Ανατολίας, αρχικά βόρεια από την γραμμή της Σμύρνης.
Η κατάσταση έδειχνε να βρίσκεται υπό έλεγχο για τους Έλληνες. Τα πράγματα όμως δεν άργησαν να αλλάξουν και σύντομα ο ελληνικός πολιτικός βίος άρχισε να εκτροχιάζεται. Ο γνωστός αξιωματικός Μουσταφά Κεμάλ, οργάνωσε τον επαναστατικό στρατό των Τούρκων και ηγήθηκε του απελευθερωτικού κινήματος. Όρισε για τουρκική πρωτεύουσα την Άγκυρα και διέταξε σύγκρουση με τα ελληνικά επελαύνοντα στρατεύματα. Ο Βενιζέλος εντατικοποίησε τις πολεμικές επιχειρήσεις και σύντομα τα γιουρούσια κατέληξαν σε πόλεμο. Στο μεταξύ στην κυρίως Ελλάδα ο εθνικός Διχασμός βρίσκονταν στο ζενίθ με έντονες αντιπαραθέσεις και βιαιοπραγίες μεταξύ βενιζελικών και φιλοβασιλικών – ακόμα και την δολοφονία του επιφανούς αντιβενιζελικού πολιτικού και λογοτέχνη Ίωνος Δραγούμη-. Ο Ελληνικός λαός βρίσκονταν σε κατάσταση πλάνης και σύγχυσης, αφ’ ενός λόγω της αδιάκοπης συμμετοχής σε πολέμους από το 1912, αφ’ ετέρου γιατί η εθνική ιδεολογία ήταν για πολλούς συνδεδεμένη με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και με τον έκπτωτο βασιλιά Κωνσταντίνο τον Ά. Ο θάνατος του υιού του Αλέξανδρου του Ά (από δάγκωμα πιθήκου του βασιλικού θηριοτροφείου) κλιμάκωσε την αστάθεια.
Τον Νοέμβριο του 1920 προκηρύσσονται εκλογές στις οποίες ο Βενιζέλος δεν εκλέγεται ούτε βουλευτής και αναχωρεί για το Παρίσι. Λόγω του νέου εκλογικού συστήματος κυβέρνηση κατάφερε να οργανώσει ο Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος παρ’όλα αυτά συνέχισε τις στρατιωτικές δραστηριότητες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Γαλλία και η Ιταλία βρήκαν το διπλωματικό έρεισμα που αναζητούσαν για να αποχωρήσουν από την Μικρά Ασία, όπου κατείχαν εδάφη, αλλά είχαν εξεύρει ωφελιμότερες προσόδους. Τον ίδιο μήνα έπειτα από δημοψήφισμα επανήλθε στον θρόνο της Ελλάδας ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Ά, κάτι που απομόνωσε την Ελλάδα από όλες τις συμμαχικές στηρίξεις, εκτός από αυτήν της Αγγλίας. Στόχος πλέον της ελληνικής παράταξης ήταν να νικήσουν τον Κεμάλ και να τον αναγκάσουν σε συνθηκολόγηση.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις το 1921 έδειχναν ολοκάθαρα να ευνοούν την τουρκική πλευρά. Οι Έλληνες λόγω της ενίοτε άτακτης προέλασης, της έλλειψης εφεδρείας και της ασυνεννοησίας, ενώ προχωρούσαν όλο και βαθύτερα στο εσωτερικό της Ανατολίας (κατόρθωσαν να φτάσουν έξω από το Εσκισεχίρ) έχαναν την δυναμική τους. Η πρώτη ήττα των Ελλήνων έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 1921 στην μάχη του Ινονού. Οι Άγγλοι χωρίς να θέλουν να δυσαρεστήσουν την Γαλλία δεν συμμετείχαν στην στρατιωτική δράση, ενώ οι μπολσεβίκοι ενίσχυσαν οικονομικά και εξοπλιστικά τον Κεμάλ. Μέχρι το καλοκαίρι όμως ο ελληνικός στρατός κατόρθωσε να καταλάβει και το Εσκισεχίρ, ενώ ήδη κατείχε την Κιουτάχεια και το Αφιόν-Καραχισάρ, εξασφαλίζοντας νευραλγικές στρατηγικές θέσεις. Τον Αύγουστο παρ’όλα αυτά στη μάχη του Σαγγάριου η τουρκική πλευρά πολέμησε σαν να επρόκειτο για την ύστατη στάση. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν σε τακτική υποχώρηση. Κάθε απόπειρα των συμμάχων για ειρήνη απορρίφθηκε από τους Τούρκους. Η προέλαση προς την Άγκυρα ανακόπηκε. Η ελληνική στρατιά καθηλώθηκε στον Σαγγάριο για έναν χρόνο. Το καλοκαίρι του 1922 οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν οδηγώντας σε εκκένωση της Ανατολίας από τα ελληνικά στρατεύματα, η οποία ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1922 οι Τούρκοι εισήλθαν στην Σμύρνη. Πέντε μέρες αργότερα ξεκίνησε η λεγόμενη μικρασιατική καταστροφή. Διαπράχθηκαν κάθε είδους ωμότητες και βιαιότητες σε ένα πλαίσιο μεθοδευμένης εθνοκάθαρσης, που μπορεί να αναχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο της γενοκτονίας των χριστιανών στα εδάφη αυτά κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Έτσι η πολιτική της «Μεγάλης Ιδέας» έφτασε στο τέλος της. Περίπου ενάμισι εκατομμύρια πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα και εποίκησαν τις παραμεθόριες περιοχές (και όχι μόνο) και ενοποίησαν το νεοελληνικό κράτος δίνοντας του τον πάγιο χαρακτήρα που πάσχιζε εθνολογικά να αποκτήσει στους νεότερους χρόνους. Το ελληνικό κράτος συνέχισε να διολισθαίνει στην αστάθεια και την ύφεση και έχασε εκτός από τα νέα εδάφη της ανατολικής Θράκης και κάθε ευκαιρία διεκδίκησης της Μικράς Ασίας, η οποία αφελληνίστηκε πλήρως μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, που όριζε η συνθήκη της Λωζάννης (1923). Η Τουρκία απέκτησε το έθνος-κράτος που ακόρεστα αναζητούσε το κίνημα των Νεότουρκων. Ο αντίκτυπος αυτών των περιστατικών παραμένει ζωντανός στην δημόσια ιστορία και των δύο κρατών έως σήμερα.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- D. Dakin «Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923» (ΜΙΕΤ – Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, 2012)
- Κ. Κωστής «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας, Η Διαμόρφωση του Νεοελληνικού Κράτους 18ος-21ος αιώνας» (Πατάκη, 2015)
- Ν. Σβορώνος «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας» (Θεμέλιο, 2007)
Γεννήθηκε στο Λιτόχωρο Πιερίας το 1999. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Στα ενδιαφέροντα και τις δράσεις που αναπτύσσει συμπεριλαμβάνονται θεματικές ενότητες πολιτικής, ιστορίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, οικονομίας και κριτικής της τέχνης. Συμμετέχει σε πολιτικές προσομοιώσεις, επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες και ασχολείται από την παιδική του ηλικία με το θέατρο. Γνωρίζει αγγλικά και ιταλικά. Στο OffLine Post γράφει ιστορικά θέματα.