Του Σαράντη Κοιλανίτη,
Η αυλαία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία υπό κατάρρευση. Την αρχική επιτυχία του 1915-1916 στο μέτωπο της Καλλίπολης, διαδέχθηκαν απανωτές ήττες στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής από τις δυνάμεις της Αντάντ, με αποτέλεσμα την έκκληση του Μέγα Βεζύρη, Ταλαάτ Πασά προς τις συμμαχικές δυνάμεις για κατάπαυση του πυρός. Οι διπλωματικοί χειρισμοί που ακολούθησαν, κατά κύριο λόγο με βρετανική πρωτοβουλία, οδήγησαν στην υπογραφή της Συνθήκης του Μούδρου στις 18 Οκτωβρίου, η οποία τερμάτιζε τον πόλεμο μεταξύ της Αντάντ και των Οθωμανών. Μεταξύ άλλων, αυτή η συμφωνία-θρίαμβος της βρετανικής διπλωματίας, αναγνώριζε με το έκτο της άρθρο το δικαίωμα στις δυνάμεις της Αντάντ να καταλάβουν στρατιωτικά οποιοδήποτε στρατηγικής, κατά την κρίση τους, σημασίας, σημείο της οθωμανικής επικράτειας.
Εκμεταλλευόμενο την προαναφερθείσα διάταξη, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο, εξέδωσε στις 23 Απριλίου του 1919 εντολή για την κατάληψη της Σμύρνης από το ελληνικό στράτευμα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, διαβίβασε άμεσα την εντολή στο Υπουργείο Στρατιωτικών και άμα τη παραλαβή αυτής, ξεκίνησε η διαδικασία συγκρότησης του εκστρατευτικού σώματος που θα αναλάμβανε να φέρει εις πέρας την επιχείρηση.
Ο κλήρος έπεσε στην Ι Μεραρχία του Α’ Σώματος Στρατού, η οποία την περίοδο εκείνη προετοιμαζόταν για τη μεταφορά της από την περιοχή της Ελευθερούπολης Καβάλας στην Ουκρανία, όπου και επρόκειτο να ενταχθεί στο σύνολο των δυνάμεων της Αντάντ, που συνέδραμαν τον Λευκό Στρατό κατά τον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο. Στις 25 Απριλίου, ο διοικητής της Ι Μεραρχίας, Συνταγματάρχης Νικόλαος Ζαφειρίου, έλαβε από το Γενικό Στρατηγείο διαταγή, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να επιβιβάσει τα στρατεύματά του σε πλοία που θα τις μετέφεραν σε άγνωστο προορισμό. Την επόμενη ημέρα, ο Ζαφειρίου ενημερώθηκε από τον Αρχιστράτηγο Παρασκευόπουλο για τον προορισμό του, καθώς και για την αποστολή που θα έπρεπε να φέρει εις πέρας. Επιταγμένα από το Βασιλικό Ναυτικό ατμόπλοια άρχισαν να καταφθάνουν στον λιμένα των Ελευθερών και μέχρι τις 29 Απριλίου, το σύνολο των δυνάμεων της «Σιδηράς Μεραρχίας» είχαν επιβιβαστεί σε αυτά, ενώ παράλληλα, έγιναν γνωστοί μέσω τηλεφωνήματος από το Γενικό Στρατηγείο και οι παράμετροι της αποστολής αναλυτικά, σύμφωνα με το συμμαχικό επιτελείο.
Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, το οποίο αποτελούνταν από το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων (Καρδίτσα), το 4ο Σύνταγμα Πεζικού (Λάρισα), το 5ο Σύνταγμα Πεζικού (Τρίκαλα), καθώς και τις Ια και Ιβ Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού (Θεσσαλονίκη), κλήθηκε να θέσει τη Σμύρνη υπό στρατιωτική κατοχή, ενώ παράλληλα ορίστηκε πως ο διοικητής της Ι Μεραρχίας θα αναλάμβανε καθήκοντα Αρχηγού Στρατού Κατοχής και θα έθετε υπό τον έλεγχό του τις πολιτικές αρχές της πόλης.
Εκτός των μεταγωγικών πλοίων, τη νηοπομπή που σχηματίστηκε συμπλήρωσε ναυτική μοίρα τεσσάρων ελληνικών και τριών βρετανικών αντιτορπιλικών. Οι συμμαχικές δυνάμεις απέπλευσαν από το λιμάνι των Ελευθερών στις 30 Απριλίου, με ενδιάμεσο προορισμό τον λιμένα του Γέρα στη Λέσβο. Ο στολίσκος αγκυροβόλησε και οι υψηλά ιστάμενοι αξιωματικοί της Μεραρχίας μετέβησαν πρώτοι στη Σμύρνη με ένα αντιτορπιλικό, όπου και έγιναν δεκτοί στο Θ/Κ Αβέρωφ, στη γέφυρα του οποίου ορίστηκαν οι Αντικειμενικοί Σκοποί των μονάδων της Μεραρχίας. Παράλληλα, ο Ζαφειρίου παρουσιάστηκε στον Βρετανό Σόμερσετ Κάλθορπ, Αρχηγό του Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου και ενημερώθηκε σχετικά με την ετοιμότητα των μέσων αποβίβασης των στρατευμάτων.
Ο Συνταγματάρχης Ζαφειρίου όρισε πως οι δυνάμεις του θα έπρεπε να περικυκλώσουν τη Σμύρνη, ώστε να αποφευχθεί κάθε ενδεχόμενη τουρκική αντίδραση, αλλά και να χωρίσουν με την παρουσία τους την ελληνική από την τουρκική κοινότητα της πόλης για την αποτροπή τυχόν βιαιοπραγιών μεταξύ των δύο. Οι αξιωματικοί επέστρεψαν στη Λέσβο, για να ξεκινήσουν ξανά για τη Σμύρνη τα ξημερώματα της 2ας του Μαϊου. Το πρωί της ίδιας ημέρας, η συμμαχική νηοπομπή έφτασε στο λιμάνι της Σμύρνης.
Το ελληνικό στράτευμα, βέβαια, δεν ήταν η πρώτη συμμαχική δύναμη που θα δρούσε στην περιοχή της Σμύρνης μετά την Ανακωχή του Μούδρου. Πλήθος συμμαχικών πλοίων βρσκόταν ήδη στο λιμάνι της πόλης, ενώ πριν την άφιξη της νηοπομπής της Ι Μεραρχίας, είχε προηγηθεί η κατάληψη των τουρκικών εξωτερικών φρουρίων του Σμυρνέικου Κόλπου από τα στρατιωτικά αγήματα των εν λόγω πλοίων, με αποτέλεσμα την απόσυρση των φρουρών τους στους εντός του αστικού κέντρου στρατώνες.
Οι άντρες των ελληνικών μονάδων έτυχαν θερμής υποδοχής από τον ελληνικό πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής. Πλήθος ανθρώπων που είχαν ενημερωθεί την προηγούμενη ημέρα από τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο και τον Πλοίαρχο Μαυρουδή για την άφιξη των Ελλήνων στρατιωτών, συγκεντρώθηκε στις προβλήτες της πόλης για να ζητωκραυγάσει. Ο αριθμός τους ήταν τέτοιος, που τα αποβιβαζόμενα στρατεύματα δυσκολεύονταν να παραταχθούν και να προχωρήσουν προς την κατάληψη των θέσεων που τους είχαν ανατεθεί. Οι ελληνικές μονάδες δεν παρέλειψαν να χαιρετίσουν αυτή τη φρενίτιδα ενθουσιασμού. Ενδεικτικά, τα Ι/38 και ΙΙ/38 Τάγματα Ευζώνων, κινήθηκαν κατά μήκος της παραλιακής οδού της πόλης σε φάλαγγα παρελάσεως με τη σημαία του Συντάγματος να προπορεύεται.
Σε γενικές γραμμές, οι ελληνικές μονάδες, με τη συνδρομή ντόπιων ιδιωτών, καθοδηγήθηκαν προς τις προκαθορισμένες θέσεις τους επιτυχώς και χωρίς επιπλοκές. Ωστόσο, οι συγκρούσεις στην περιοχή της τουρκικής συνοικίας δεν αποφεύχθηκαν. Όλα ξεκίνησαν όταν το πλοίο που μετέφερε το ΙΙΙ/38 Ευζωνικό Τάγμα, το οποίο επρόκειτο να αποβιβαστεί στην περιοχή της Καραντίνας, δέχθηκε εντολή από τον κυβερνήτη του Αβέρωφ, Πλοίαρχο Μαυρουδή να αγκυροβολήσει στην κυρίως προκυμαία της Σμύρνης, κατά παράβαση των εντολών του Μεράρχου Ζαφειρίου, ο οποίος σκόπευε να ολοκληρώσει την περίσχεση της πόλης με τη συγκεκριμένη μονάδα. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε τον διοικητή του Συντάγματος των Ευζώνων να διατάξει τα δύο πρώτα ευζωνικά τάγματα να κατευθυνθούν πάραυτα προς την Καραντίνα, μέσω της παραλιακής οδού. Η επιλογή της οδικής αρτηρίας αυτής, η οποία διέρχεται από τμήμα της τουρκικής συνοικίας, καθώς και από την πλατεία στην οποία βρίσκονταν οι τουρκικοί στρατώνες και το διοικητήριο, αποδείχθηκε μοιραία.
Οι Τούρκοι εθνικιστές αξιωματικοί, που βρίσκονταν υπό την επιρροή του Κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος, προετοίμαζαν την άμυνά τους από την προηγούμενη ημέρα, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να καλέσουν τον τουρκικό πληθυσμό της πόλης σε εξέγερση. Όταν οι Εύζωνες έφτασαν στην πλατεία του διοικητηρίου, δέχθηκαν αμέσως πυρά από τα γύρω κτήρια και ακολούθησε σύγκρουση. Μετά το αρχικό σοκ, οι Εύζωνες ανασυντάχθηκαν και κατέστειλαν τις εστίες αντίστασης, αιχμαλωτίζοντας μεγάλο αριθμό στρατιωτών και ατάκτων ενόπλων. Η σύγκρουση αυτή κράτησε περίπου μία ώρα. Παρά ταύτα, ένταση επικράτησε και σε άλλα σημεία της πόλης, καθότι σημειώθηκε πληθώρα ατομικών διενέξεων μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων με νεκρούς και τραυματίες. Τα όπλα σίγησαν το απόγευμα, όταν και κάθε απόπειρα αντίστασης είχε πλέον κατασταλεί. Κατά τη διάρκεια της σύρραξης σκοτώθηκαν 2 Έλληνες στρατιώτες και τραυματίστηκαν 34, ενώ οι Τούρκοι μέτρησαν 5 νεκρούς και 16 τραυματίες. Στις συνολικές απώλειες θα πρέπει να προσμετρηθούν και 9 Έλληνες πολίτες που τραυματίστηκαν, καθώς και άλλοι 47, διαφορετικών εθνικοτήτων. Επιπλέον, πάνω από 2.000 Τούρκοι ένοπλοι διέφυγαν στα περί της Σμύρνης υψώματα από τον Νότο, αφού οι ελληνικές δυνάμεις δεν πρόλαβαν να κυκλώσουν την περιοχή της Καραντίνας.
Αν και η απόβαση της Ι Μεραρχίας και η συνεπακόλουθη κατάληψη της πόλης της Σμύρνης ολοκληρώθηκε επιτυχώς, υπήρξε ένα γεγονός που κατέδειξε την απειρία του Ελληνικού Στρατού σε τέτοιες επιχειρήσεις. Η κίνηση των σχηματισμών φανέρωσε σφάλματα κατά την πορεία και εξέθεσε το στράτευμα ως προς τη συλλογή πληροφοριών για το πεδίο δράσης σε ικανοποιητικό βαθμό, αφού, όπως είδαμε, δεν υπήρξε σχετική επιτελική μέριμνα για την πρόβλεψη της σύγκρουσης με τους Τούρκους στην πλατεία του διοικητηρίου, η οποία στοίχισε πολιτικά στο ελληνικό κράτος εντός του στρατοπέδου της Αντάντ. Οι ελπίδες για την εδραίωση της ελληνικής κυριαρχίας αποδείχθηκαν σύντομα φρούδες και τα όνειρα για προσάρτηση της παραλιακής ζώνης της Σμύρνης στο ελληνικό κράτος έσβησαν με την καταστροφή της πόλης τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο του 1922.
Γεννημένος το 1997 και μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη, απόφοιτος Γενικού Λυκείου και φοιτητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Διετέλεσε αρχισυντάκτης της κατηγορίας της Ιστορίας και υποδιευθυντής του OffLine Post. Φέρει ιδιαίτερη ακαδημαϊκή προτίμηση στη στρατιωτική ιστορία.