14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ ισότητα των φύλων στο ελληνικό Σύνταγμα

Η ισότητα των φύλων στο ελληνικό Σύνταγμα


Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,

Ο Δείκτης Ισότητας των Φύλων αποτελεί μια μέθοδο μέτρησης των τάσεων αναφορικά με την ισότητα των φύλων σε διετή βάση. Απεικονίζει το πόσο απέχει η κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το να πετύχει την εξάλειψη των ανισοτήτων μεταξύ αντρών και γυναικών, λαμβάνοντας υπ’όψιν τις ακόλουθες συνιστώσες: εργασία, αμοιβή, γνώση, χρόνο, εξουσία και υγεία. Παράλληλα, μέσω του μοντέλου υπολογισμού αυτού του δείκτη, προσμετρώνται και οι παράμετροι της βίας και των ανισοτήτων στους προαναφερθέντες τομείς. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα πορίσματα του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), τη διετία 2015-2017, για την Ελλάδα -ευρισκόμενη στην 28η θέση- κατεγράφη Δείκτης Ισότητας Φύλων 50% , όταν ο γενικός μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρισκόταν στο 66,2%.

Στην Ελλάδα, εφαλτήριο για την συνταγματική κατοχύρωση της ισότητας των φύλων αποτέλεσε το Σύνταγμα του 1975. Νομικώς, η αρχή της ισότητας των φύλων εγκαθιδρύεται στο άρθρο 4 §2 του Συντάγματος (εφεξής «Σ»), όπου ορίζεται ρητώς ότι «οι Έλληνες και οι Eλληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις», αλλά αναφορές υπάρχουν και σε άλλα σημεία του Συντάγματος όπως π.χ. στο άρθρο 22§1 εδ. β’ Σ, που καθιερώνει την αρχή της ίσης αμοιβής για την ίσης αξίας παρεχόμενη εργασία ανεξαρτήτου φύλου. Παράλληλα, σε συνδυασμό με το άρθρο 116 §1-2 Σ, όπως αυτό βέβαια ίσχυσε με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 (η μορφή του στο Σύνταγμα του 1975 επέτρεπε τις έμφυλες διακρίσεις)ολοκληρώνεται η συνταγματική πρόνοια για την αρχή της ισότητας των φύλων.

Η ρητά εκφρασμένη, πλέον, συνταγματική αρχή της έμφυλης ισότητας έδωσε το έναυσμα για μία σειρά τροποποιήσεων σε αρκετούς δικαιϊκούς κλάδους, όπου υπήρχαν πρόδηλες έμφυλες διακρίσεις, όπως είναι το οικογενειακό δίκαιο, το εργατικό, το δίκαιο υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και άλλοι τομείς της έννομης τάξης. Οι κλάδοι αυτοί σταδιακά τροποποιήθηκαν και εναρμονίστηκαν με το συνταγματικό αυτό πλαίσιο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Ν. 1329/1983 που κύρωσε ως κώδικα το τιτλοφορούμενο Σχέδιο Νόμου: «Εφαρμογή τής συνταγματικής αρχής της Ισότητας ανδρών και γυναικών στον Αστικό Κώδικα, τον Εισαγωγικό του Νόμο, την Εμπορική Νομοθεσία και τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και μερικός εκσυγχρονισμός των διατάξεων του Αστικού Κώδικα που αφορούν το Οικογενειακό Δίκαιο».

Η αρχή της ισότητας των φύλων συνιστά κυρίως μία ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής της ισότητας του άρθρου 4 §1 Σ. Ωστόσο, βρίσκεται ρυθμισμένη σε ειδική διάταξη και δεν εκμαιεύεται από αυτήν, γιατί έχει άλλο κανονιστικό περιεχόμενο, ειδικότερο, που διαφοροποιείται ποιοτικά από τη γενική αρχή του α. 4 §1 Σ. Η διαφοροποίηση έγκειται στο ότι γίνεται εξίσωση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχουν τα δύο φύλα και δεν σημαίνει απλώς την ίση αντιμετώπιση γυναικών και αντρών στην έννομη τάξη. Επομένως, τόσο οι Έλληνες όσο κι οι Ελληνίδες μπορούν να αξιώσουν δικαστικά την εφαρμογή διατάξεων που ευνοούν μόνο το ένα φύλο. Κάτι τέτοιο γίνεται αντιληπτό μέσα από τη νομολογία και πιο συγκεκριμένα την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφεξής «ΣτΕ») υπ’αριθ. 1379/1998, όπου κρίθηκε ότι διατάξεις νόμου που προβλέπουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση μητέρας ανήλικου τέκνου, έχουν εφαρμογή και υπέρ του πατέρα, αν αυτός έχει αποκλειστικά τη γονική μέριμνα.

Όσον αφορά το άρθρο 116 §1-2 Σ, αυτό αποτελεί μεταβατική διάταξη του Συντάγματος, το οποίο και ολοκληρώνει τη συνταγματική ταγή για την ισότητα των δύο φύλων, προβλέποντας τη λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας ανδρών – γυναικών. Το περιεχόμενό του λειτουργεί ως δέσμευση για το κράτος, ώστε να θεσπίζει θετικά μέτρα για τη διασφάλιση της έμφυλης ισότητας σε όλες τις πτυχές του βίου. Ως θετικά μέτρα νοούνται τα θεσμικά μέτρα που λαμβάνονται με σκοπό να άρουν τα κωλύματα, τα οποία θέτουν σε μειονεκτική θέση μία ομάδα ανθρώπων, αποκλείοντας τα μέλη τους από τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής. Έτσι, ενώ, τα θετικά μέτρα είναι αντίθετα στην γενική αρχή της ισότητας εκ πρώτης όψεως(καθώς φαίνεται να ευνοούν μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων), στην προκειμένη περίπτωση ενεργούν ως αντιστάθμισμα της ανισότητας, αφού έχουν ως ratio τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που θα ενισχύει την ισότητα των φύλων. Σε αυτό το σημείο, σημαντική είναι η αναφορά στην απόφαση υπ’αριθ. 1993/1998 της Ολομέλειας του ΣτΕ ,η οποία προέβλεψε ότι το θετικό μέτρο της επιβολής της στελέχωσης κάθε υπηρεσιακού συμβουλίου από τουλάχιστον μία γυναίκα δεν αντιτίθεται στην γενική αρχή της ισότητος, αλλά ενισχύει τους σκοπούς του 4 §2 Σ με την καθιέρωση μίας ποσόστωσης των γυναικών σε θέσεις λήψεως αποφάσεων.

Η αρχή της ισότητας των δύο φύλων έχει ως φορείς των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν μόνο ημεδαπά φυσικά πρόσωπα, ενώ κύριο αποδέκτη το κράτος, αλλά κι επίσης τον ιδιώτη. Τα δικαιώματα αυτά επιπροσθέτως, τίθενται υπό ένα status mixtus, εφόσον αφενός βάσει της συνταγματικής αυτής αρχής απαγορεύεται η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διάκριση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για τα δύο φύλα μεταξύ τους και έναντι του κράτους (status negativus). Αφετέρου υπάρχει κι ένα status positivus, βάσει του οποίου ο νομοθέτης με τη λήψη θετικών μέτρων πρέπει να παρέχει ένα έννομο περιβάλλον ικανό για την ευδοκίμηση ίσων ευκαιριών και άρση αυτής της ανισότητας. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις όπου γίνεται αποδεκτή η διαφορετική μεταχείριση των δύο φύλων, εφόσον συντρέχει είτε κάποιος εξαιρετικός ή βιολογικός δικαιολογητικός λόγος. Τέτοιου είδους παρεκκλίσεις στην ισότητα των δύο φύλων νοούνται σε θέματα αναγόμενα για παράδειγμα στην προστασία της μητρότητας του άρθρου 21 §1-2Σ ή στο ιδιόρρυθμο καθεστώς του Αγίου Όρους σε σχέση με το γυναικείο φύλο,  που προβλέπεται στο 105Σ και ειδικότερα στο άρθρο 186 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους όπου αναφέρεται ότι “η εις την χερσόνησον του Αγίου Όρους είσοδος των θηλέων κατά τα ανέκαθεν κρατούντα απαγορεύεται”. Αναφορικά με το σκέλος των βιολογικών διαφορών των δύο φύλων, ενδιαφέρουσα είναι η απόφαση του ΣτΕ 2096/2000, όπου συνοπτικώς κρίθηκε ότι η θέσπιση ορίου αναστήματος για τους υποψηφίους δόκιμους πυροσβέστες δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη προϋπόθεση και παραβίαση του άρθρου 4 Σ, καθώς η απαίτηση ύπαρξης ενός ελαχίστου συγκεκριμένου αναστήματος είναι συναφής με την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή την καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων των πυροσβεστών. Εντούτοις, η θέσπιση των συγκεκριμένων ορίων που είναι διαφορετικά για τους υποψηφίους τους άνδρες και τις γυναίκες δεν αποτελεί απαγορευόμενη διάκριση μεταξύ των δύο φύλων, δεδομένης της διαφορετικής σωματικής τους διάπλασης.

Εν κατακλείδι, η αρχή της ισότητας των φύλων αποτελεί μια συνταγματική αρχή που θέτει τις βάσεις για την διαμόρφωση ενός κοινωνικού κράτους απαλλαγμένο από την έμφυλη ανισότητα. Στην πράξη, ωστόσο, τα κρούσματα άνισης μεταχείρισης των γυναικών κυρίως συνεχίζουν να υπάρχουν. Η ισότητα των δύο φύλων είναι ένα ζήτημα ευρισκόμενο συνεχώς στην ημερήσια διάταξη της επικαιρότητας, καθώς για την ουσιαστική πραγμάτωσή της απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση από όλους τους φορείς, φυσικά πρόσωπα και νομικά πρόσωπα. Πρόσφατα, όπως αναφέρεται στο από 1/04/2019 δελτίο τύπου της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων ψηφίστηκε ο  Ν. 4604/2019, με τίτλο «Προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων, πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης βίας- Ρυθμίσεις για την απονομή ιθαγένειας- Διατάξεις σχετικές με τις εκλογές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση – Λοιπές διατάξεις» που αναμένεται να συντελέσει στην ουσιαστική ισότητα των φύλων στην πράξη.


Πηγές


Συμέλα Θεοδοσιάδου

Γεννηθείσα το 1996, είναι επί πτυχίω φοιτήτρια στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Συμέλα Θεοδοσιάδου
Συμέλα Θεοδοσιάδου
Είναι απόφοιτη της Νομικής του ΑΠΘ και αυτό το διάστημα είναι ασκούμενη δικηγόρος. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.