Του Μανώλη Ανδριγιαννάκη,
Ανεργία: ένα κομβικό ζήτημα για κάθε χώρα και κοινωνία. Η ανεργία μακροοικονομικά ορίζεται ως η κατάσταση ενός ατόμου που, ενώ είναι ικανό, πρόθυμο και διαθέσιμο να απασχοληθεί, δεν δύναται να βρει εργασία. Αποτελεί φαινόμενο με πολλές πολιτικές προεκτάσεις, ενώ επηρεάζει ή και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις ασκούμενες οικονομικές πολιτικές. Πώς δηλαδή θα μειώσουμε την έλλειψη απασχόλησης στα κατώτερα δυνατά επίπεδα; Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που, λόγω της κρίσης, από το 10% φτάσαμε στα ύψη του 28%, η ανεργία ήταν και παραμένει από τα πρώτα θέματα των ειδήσεων. Αυτήν τη στιγμή, καταγράφει πτωτική πορεία γύρω στο 18,5%. Όταν λοιπόν μειώνεται η ανεργία, όπως στην παρούσα φάση, όλοι εκτιμούμε αμέσως ότι η οικονομία ανεβαίνει… Είναι πάντα έτσι; Είναι ο δείκτης αυτός του ποσοστού ανεργίας μια απόλυτα ακριβής αποτίμηση της ανεργίας;
Αρχικά, για όσους δεν έχουν εντρυφήσει σε θέματα οικονομικών, ας δούμε πώς υπολογίζεται αυτό το ποσοστό. Πρακτικά, είναι ένα πηλίκο όλων των ανέργων προς το εργατικό δυναμικό της χώρας. Το εργατικό δυναμικό περιλαμβάνει τους έχοντες εργασία συν όσους είναι άνεργοι αλλά αναζητούν και επιθυμούν εργασία. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, ο συνολικός πληθυσμός μείον τους ανήλικους, τους συνταξιούχους και όσους δεν δύνανται ή και δεν επιθυμούν να εργαστούν (μη-εργατικό δυναμικό).
Εκεί συνίσταται και η μεγαλύτερη σκιά στον υπολογισμό του δείκτη της ανεργίας. Ποιοι άνεργοι και από ποιο σημείο και μετά λογίζονται ως μη επιθυμούντες ή αναζητούντες εργασία; Θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να μελετήσουμε πόσοι είναι οι μακροχρόνια άνεργοι στην Ελλάδα κι αν, ενδεχομένως, η πραγματική ανεργία στην Ελλάδα -και όχι μόνο- υποεκτιμάται με την αφαίρεση των μακροχρόνια ανέργων από το εργατικό δυναμικό του δείκτη.
Ας το δούμε λίγο αναλυτικότερα με ένα θεωρητικό παράδειγμα. Έστω ότι έχουμε 10% ανεργία και 10 άτομα στα 100 χωρίς δουλειά, συνακόλουθα. Αν οι 5 από αυτούς είναι για μεγάλο χρονικό διάστημα άνεργοι και πλέον απογοητευμένοι από την αδυναμία εξεύρεσης εργασίας σταματούν να αναζητούν εργασία δεν συμπεριλαμβάνονται στον αριθμό των ανέργων. Έτσι ο καθαρός αριθμός των ανέργων και άρα η ανεργία πιθανώς μειώνεται, αφού μένουν εκτός εργατικού δυναμικού. Θα μας έλεγαν, δηλαδή, ότι η ανεργία πήγε στο 5% σε αυτό το παράδειγμα. Μια τέτοια, όμως, αυξομείωση δεν οφείλεται στην ανάπτυξη της οικονομίας και δεν νομίζω πως είναι λόγος για πανηγυρισμούς… Δεν τοποθετούμαι σχετικά με την κατάσταση στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, απλά προβάλλω έναν σκεπτικισμό πάνω σε αυτό το τεχνικό θέμα, με τις όποιες οικονομικές γνώσεις έχω αποκομίσει στο πλαίσιο των σπουδών μου.
Με βάση, μάλιστα, δημοσιευμένα στοιχεία στο τέλος του 2018, η συντριπτική πλειοψηφία των ανέργων (71,8%) αναζητεί εργασία ένα έτος ή περισσότερο (άρα εμπίπτουν στην κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων), ενώ το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ ανέρχεται στο 22,7%. Μάλιστα, μόνο το 9,7% δηλώνει ότι λαμβάνει επίδομα ή βοήθημα από τον ΟΑΕΔ. Συνεπώς, καταλαβαίνουμε ότι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για σημαντικό ποσοστό μη καταγεγραμμένης μακροχρόνιας ανεργίας που συνεπάγεται πιθανότατα υποεκτίμηση της πραγματικής ανεργίας. Για να γίνει, λοιπόν, μια πληρέστερη εκτίμηση του τι πραγματικά συμβαίνει είναι χρήσιμο να δούμε και άλλους δείκτες όπως των μακροχρόνια ανέργων, ή τους καθαρούς αριθμούς εργαζομένων και ανέργων, αν και αυτοί παρουσιάζουν διάφορες εποχιακές αυξομειώσεις λόγω της φύσης κάθε χώρας.
Τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε και ο Μάριο Ντράγκι, διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όταν το 2017 εξέφρασε τον προβληματισμό για την εκτίμηση της πραγματικής ανεργίας, για την πραγματοποίηση της οποίας θα έπρεπε να συμπεριληφθούν τρεις ακόμη ομάδες «κρυφών ανέργων»: αυτοί που είναι διαθέσιμοι αλλά δεν αναζητούν εργασία, οι μακροχρόνια μη έχοντες εργασία και, τέλος, οι υποαπασχολούμενοι μερικής απασχόλησης που θέλουν να δουλέψουν περισσότερες ώρες, αλλά δεν μπορούν. Με βάση αυτόν τον επανυπολογισμό της πραγματικής ανεργίας, η ΕΚΤ εκτίμησε ότι υπάρχει σημαντική “υποχρησιμοποίηση του εργατικού δυναμικού” σε επίπεδο Ευρωζώνης που έχει ως αποτέλεσμα την ανακριβή αποτίμησηση των ποσοστών ανεργίας. Η υποχρησιμοποίηση του εργατικού δυναμικού έχει επιδεινωθεί και είναι υψηλότερη τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα. Ας είμαστε, λοιπόν, πιο προσεκτικοί όταν μιλάμε για την ανεργία. Επιστημονικά, τουλάχιστον, δεν έχει κλείσει το θέμα.
Άρα, την επόμενη φορά που θα δούμε στις ειδήσεις για την ανεργία και τη διαφαινόμενη μείωσή της, ας είμαστε πιο επιφυλακτικοί. Είναι όντως έτσι;
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999 και είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του ΟΠΑ. Παρακολουθεί σεμινάρια και ημερίδες πολιτικής, οικονομίας, γεωπολιτικής και τεχνολογίας, ενώ συμμετέχει σε συνέδρια και προγράμματα προσομοίωσης πολιτικών θεσμών (Europa.S, ΠΠΔΣ, ΜΒΕ, MEUS). Στις δημοτικές εκλογές του 2019 ήταν υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Βύρωνα, στην Αθήνα. Στο OffLine Post έφερε την ιδιότητα του Αρχισυντάκτη Οικονομικών κατά το διάστημα Ιούνιος 2019-Ιούνιος 2020.