12 C
Athens
Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΚυπριακό: To Σχέδιο Ανάν και το Δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004

Κυπριακό: To Σχέδιο Ανάν και το Δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004


Της Αναστασίας Παπαδά,

Από την τουρκική εισβολή του 1973 έως σήμερα έχουν γίνει πολλές προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, με αποκορύφωμα το Σχέδιο Ανάν. Ο Κόφι Ανάν, Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, κατέθεσε σχέδιο για συνολική διευθέτηση του Κυπριακού στις 11 Νοεμβρίου 2002 και στις 18 Νοεμβρίου οι δύο πλευρές δέχτηκαν το σχέδιο ως βάση για περαιτέρω διαπραγματεύσεις. Συνολικά, έπειτα από 17 μήνες διαπραγματεύσεων και πολλές τροποποιήσεις, κατατέθηκαν έξι σχέδια και το τελικό σχέδιο υποβλήθηκε τον Απρίλιο του 2004. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα περιθώρια διαπραγματεύσεων ήταν ιδιαίτερα στενά λόγω της επικείμενης ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004.

Oι κεντρικοί πυλώνες του τελικού Σχεδίου Ανάν ήταν οι εξής:

  • Το κράτος θα είχε τη μορφή ομοσπονδίας με δύο ομόσπονδες πολιτείες, την μία των Ελληνοκυπρίων και την άλλη των Τουρκοκυπρίων. Η ονομασία του κράτους θα ήταν «Ενωμένη Δημοκρατία της Κύπρου».
  • Προκειμένου να αποφευχθεί η μη λειτουργία των οργάνων του κεντρικού κράτους λόγω έλλειψης καλής θέλησης μεταξύ των δύο πλευρών θα δημιουργούταν ένα κεντρικό σχήμα με τον ελάχιστο δυνατό αριθμό αρμοδιοτήτων και λειτουργιών.
  • Αντίθετα, πολιτειακές δυνάμεις θα ήταν δυνατές και εκτεταμένες. Σε εσωτερικό επίπεδο, και οι δύο πολιτείες είχαν τις ίδιες εξουσίες και αρμοδιότητες.
  • Η εθνική κυριαρχία θα ήταν ενιαία και κοινή, ενώ προέβλεπε την απαγόρευση τόσο της ελληνικής έννοιας της Ένωσις, όσο και την τουρκική έννοια Taksim, η οποία σημαίνει διχοτόμηση.
  • Το Σχέδιο Ανάν προέβλεπε επίσης την υποχρεωτική συμμετοχή σε ποσοστό 50-50 στα ομοσπονδιακά όργανα του κεντρικού κράτους. Στα εσωτερικά όργανα, όμως, της κάθε πολιτείας δεν προβλεπόταν υποχρεωτική συμμετοχή μελών από την άλλη πολιτεία.
  • Ως αρχηγός του κράτος προβλεπόταν ένα εννεαμελές συλλογικό όργανο, το Προεδρικό Συμβούλιο, όπου θα συμμετείχαν έξι Ελληνοκύπριοι και τρεις Τουρκοκύπριοι, εκ των οποίων τέσσερις Ελληνοκύπριοι και δύο Τουρκοκύπριοι θα είχαν δικαίωμα ψήφου. Ο πρόεδρος και αντιπρόεδρος του Συμβουλίου έπρεπε να προέρχονται από διαφορετικές πολιτείες και θα εναλλάσσονταν κάθε είκοσι μήνες.
  • Θα υπήρξε, επίσης, Κάτω Βουλή και Γερουσία. Η Κάτω Βουλή θα αποτελείτο από 48 βουλευτές, εκ των οποίων το 25% θα ήταν Τουρκοκύπριοι. Αντίστοιχα, η Γερουσία θα αποτελείτο από 48 μέλη, που όμως η αναλογία εδώ θα ήταν 50-50.
  • Στο Ανώτατο Δικαστήριο θα συμμετείχαν έξι Ελληνοκύπριοι, έξι Τουρκοκύπριοι και τρεις μη Κύπριοι δικαστές, ενώ λειτουργούσε και ως ασφαλιστική δικλίδα. Συνεπώς, σε περιόδους κρίσεων θα μπορούσε να λειτουργεί με δικαστικές, δικαιοδοτικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες.
  • Το διοικητικό συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας θα αποτελείτο από δύο Ελληνοκύπριους, δύο Τουρκοκύπριους και ένα πέμπτο μέλος, το οποίο πιθανώς να ήταν μη Κύπριος.
  • Το ένα τρίτο των δημοσίων υπαλλήλων θα έπρεπε να ήταν Τουρκοκύπριοι. Επιπλέον, στην Ομοσπονδιακή Αστυνομία θα έπρεπε η αναλογία να ήταν 50-50 Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Επιπλέον, η κάθε πολιτεία θα είχε τη δική της ελαφρά οπλισμένη αστυνομία.
  • Στη λήψη αποφάσεων, δεν προκρινόταν η αρχή της πλειοψηφίας ως βάση λήψης των αποφάσεων, αλλά σε όλα τα ομοσπονδιακά όργανα προκρινόταν η συναίνεση μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Αν δεν υπήρχε συναίνεση, τότε απαιτούταν να συμμετέχει ένας ελάχιστος, συγκεκριμένος αριθμός Τουρκοκυπρίων.
  • Σχετικά με την αποστρατικοποίηση του νησιού προέβλεπε την απομάκρυνση των στρατιωτικών δυνάμεων από το νησί σε κάποια συγκεκριμένα χρόνια ή μέχρι η Τουρκία να γίνει μέλος της ΕΕ. Ωστόσο, θα παρέμεναν στο νησί 650 τουρκικές και 950 ελληνικές δυνάμεις, όπως είχε συμφωνηθεί στη Συμφωνία Εγγυήσεως του 1960.
  • Και οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι είχαν απόλυτη ελευθερία μετακίνησης, αλλά περιορισμένη ελευθερία εγκατάστασης και ιδιοκτησίας.
  • Οι Ελληνοκύπριοι θα κατείχαν το 72% του νησιού, ενώ οι Τουρκοκύπριοι το 28%.
  • Το ζήτημα των εκτοπισμένων θα διευθετούταν με βάση την εδαφική προσαρμογή. Ορισμένοι από τους εκτοπισμένους θα μπορούσαν να γυρίσουν πίσω στην πατρική τους γη, ενώ άλλοι θα μπορούσαν να ανακτήσουν τις περιουσίες τους ή να αποζημιωθούν.
  • Ένας συγκεκριμένος αριθμός, περίπου 45.000, τούρκων μεταναστών θα μπορούσαν να μείνουν στην Κύπρο, αφού πρώτα πληρούσαν ορισμένα κριτήρια. Οι υπόλοιποι θα μπορούσαν να ζητήσουν να επανεγκατασταθούν στην Τουρκία. Μια παρόμοια λίστα σχεδιάστηκε και για την ελληνοκυπριακή πλευρά.
  • Η ένταξη στην ΕΕ θα γινόταν εφόσον βρισκόταν μια λύση, όπου οι ρυθμίσεις της συνολικής λύσης θα ενσωματώνονταν στο Κοινοτικό Κεκτημένο.

Στις 24 Απριλίου 2004 ο κυπριακός λαός κλήθηκε να ψηφήσει σε δύο ξεχωριστά δημοψηφίσματα το σχέδιο για την επανένωση του νησιού. Το αποτέλεσμα ήταν ανέλπιστο: ένα «όχι» από τους Ελληνοκυπρίους και ένα «ναι» από τους Τουρκοκυπρίους. Συγκεκριμένα, το 76% των Ελληνοκυπρίων καταψήφισε το σχέδιο, ενώ το 65% των Τουρκοκυπρίων το υπερψήφισε.Με το συνολικά αρνητικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος όλο το σχέδιο κατέστη άκυρο, χωρίς καμία νομική ισχύ, ενώ η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ πραγματοποιήθηκε όντας η χώρα διαιρεμένη.

Οι λόγοι που οδήγησαν τους Ελληνοκύπριους να ψηφίσουν «όχι» στο Σχέδιο ήταν η στάση του ίδιου του Προέδρου, του Τάσσου Παπαδόπουλου, καθώς υποστήριζε ότι η αποδοχή του σχεδίου θα εδραίωνε τα τετελεσμένα γεγονότα της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Επιπλέον, η ελληνοκυπριακή πλευρά ένιωθε ανασφάλεια, καθώς φοβούνταν ότι η Τουρκία δεν θα ανταποκρινόταν στις δεσμεύσεις της και συνεπώς θα συνέχιζε να έχει παρουσία στο νησί. Επίσης, το 40% των ψηφοφόρων δεν είχαν ζήσει πριν το 1974 για να ξέρουν πώς ήταν τα πράγματα και συνεπώς δεν είχαν εμπιστοσύνη στην άλλη μεριά. Γι’ αυτό το λόγο και η πλειοψηφία των νεότερων σε ηλικία Ελληνοκύπριων προτιμούσαν την διχοτόμηση. Τα γεγονότα του 1974 και τα συνεχιζόμενα προβλήματα των προσφύγων και των συγγενών αγνοουμένων διατήρησαν την έλλειψη εμπιστοσύνης και αίσθησης ανασφάλειας.

Ακόμα, πίστευαν ότι ήταν δυνατή μια καλύτερη συμφωνία. Η ένταξη της Κύπρου και οι φιλοδοξίες της Τουρκίας να ενταχθούν στην Ένωση θα αύξαναν την ελληνοκυπριακή διαπραγματευτική ισχύ. Τέλος, καταλυτικός ήταν και ο ρόλος τον ΜΜΕ στη διαμόρφωση του αρνητικού κλίματος, καθώς έπαιζαν με τους φόβους και τις ευαισθησίες και βγήκαν διαρροές για μια «διεθνή συνομωσία για να σώσει την Τουρκία και να νομιμοποιήσει την κατοχή και διαίρεση του νησιού».

Από την άλλη πλευρά, ένας από τους λόγους που οι Τουρκοκύπριοι ψήφισαν «ναι» ήταν η ένταξη στην ΕΕ.Οι Τουρκοκύπριοι θα είχαν ίδια δικαιώματα με τους Ελληνοκύπριους και έτσι πολλές ευκαιρίες θα δίνονταν στην κοινότητα, η οποία ήταν από το 1974 απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ ένα άλλο όφελος που θα είχε η ένταξη στην ΕΕ ήταν η ευημερία που θα απολάμβαναν οι Τουρκοκύπριοι, καθώς στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η οικονομική κατάσταση στο βόρειο τμήμα του νησιού είχε επιδεινωθεί. Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης, πολλοί Τουρκοκύπριοι, κυρίως νέοι, μετανάστευσαν στην Τουρκία. Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους των Τουρκοκυπρίων ήταν ότι με την αυξανόμενη μετανάστευση, σε συνδυασμό με την απομόνωση, η κοινότητα σταδιακά θα εξαφανιζόταν και συνεπώς η διαπραγματευτική τους θέση δεν θα ήταν τόσο ισχυρή όσο στις αρχές του 21ου αιώνα. Τέλος, μια συνέπεια της διεθνούς απομόνωσης ήταν και η αυξανόμενη εξάρτηση από την Τουρκία. Οι Τουρκοκύπριοι, θεωρούσαν ότι δεν κυβερνώνται πλήρως, αλλά όλες οι κινήσεις τους ελέγχονται από την Άγκυρα. Γι’ αυτό το λόγο, η αυτοδιάθεση θεωρούταν ότι εξαρτάται από τη λύση της σύγκρουσης με τους Ελληνοκύπριους και την είσοδο στην ΕΕ.

Το Σχέδιο Ανάν ήταν ένα φιλόδοξο σχέδιο που σκοπό είχε να ενώσει τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους σε ένα κράτος. Παρ’ όλα αυτά, το Σχέδιο Ανάν απέτυχεουσιαστικά, καθώς η ανασφάλεια που ένιωθαν για την άλλη πλευρά οι Ελληνοκύπριοι τους οδήγησε να το καταψήφισαν. Σίγουρα, αν στο μέλλον επιδιώξουν μιακαινούργια λύση, οι θέσεις των δύο πλευρών θα είναι πολύ διαφορετικές σε σχέση με τις αρχές του 21ου αιώνα και πιο ενεργό λόγο θα έχει πλέον και η ΕΕ, πέρα από τον ΟΗΕ.


Πηγές

Ahmet Sözen &Kudret Özersay, “The Annan Plan: State Succession or Continuity”, Middle Eastern Studies, 43.1 (January 2007)

Christophoros Christophorou, “South European Briefing: The Vote for a United Cyprus Deepens Divisions: The 24 April 2004 Referenda in Cyprus”, South European Society and Politics, 10.1 (April 2005)

Nathalie Tocci, “Reflections on post‐referendum Cyprus”, The International Spectator, 39.3 (2004)

Συρίγος Μ. Άγγελος, Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη 2015


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αναστασία Παπαδά
Αναστασία Παπαδά
Γεννημένη το 1996 και μεγαλωμένη στην Αθήνα, σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, στην κατεύθυνση των Διεθνών Σχέσεων. Υπήρξε συντάκτρια Κοινωνικών και Ιστορικών Θεμάτων του OffLine Post.