Της Μαίρης Ουρουμίδου,
Μια σπάνια και ιστορική αντίδραση έχει λάβει χώρα τις τελευταίες δυο εβδομάδες στο Σουδάν. Οι γενικότερες ενστάσεις εναντίον του Ομάρ αλ Μπασίρ εντοπίζονται ήδη από τα πρώτα χρόνια της εξουσίας του. Συγκεκριμένα, ο τελευταίος έχει ασκήσει καθήκοντα πρωθυπουργού από το 1989, μετά την αλλαγή του πολιτεύματος από στρατιωτικό πραξικόπημα, έως και το 1993, όταν και ανέλαβε την προεδρία της χώρας. Αυτό που παρατηρείται ωστόσο τις τελευταίες ημέρες αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα επαναστατικά κινήματα υπέρ της Δημοκρατίας στην σύγχρονη αφρικανική ήπειρο.
Το επαναστατικό κίνημα άρχισε να ριζώνει στο σουδανικό έδαφος από τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους, με αιτία την αυταρχικότητα της εκάστοτε κυβέρνησης αλλά κυρίως την ανικανότητά της να διαχειριστεί την οικονομική δυσχέρεια, ενώ η αφορμή δόθηκε με τον τριπλασιασμό της τιμής ψωμιού. Τα αρχικά αιτήματα των διαδηλωτών αφορούσαν οικονομικά μέτρα με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, γρήγορα όμως εξελίχθηκαν σε αδιαπραγμάτευτο αίτημα απομάκρυνσης του ελ-Μπεσίρ από την εξουσία. Όλα αυτά είχαν όσα αποτέλεσμα την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και την διάλυση των εθνικών και περιφερειακών κυβερνήσεων. Τις τελευταίες αντικατέστησε με αξιωματικούς του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών της χώρας, οι οποίοι ανέκαθεν υποστήριζαν το καθεστώς και την παραμονή του στην εξουσία.
Παρά την μικρή περίοδο «ευημερίας» και διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν την αποφυλάκιση αντιπολιτευτικών ακτιβιστών, οι διαδηλώσεις απέκτησαν μια νέα δυναμική στις αρχές του Απρίλη. Δεκάδες χιλιάδες πολίτες γέμισαν τους δρόμους με το βασικό τους αίτημα την απομάκρυνση του δικτάτορα να γίνεται πραγματικότητα. Πράγματι στις 11 Απριλίου με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, ο ελ-Μπασίρ απομακρύνεται από τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας.
Ο αγώνας όμως του σουδανικού λαού δεν τελείωσε εκεί. Στη θέση του αρχηγού του κράτους αυτοανακηρύχθηκε ο πρώην Αντιπρόεδρος και Υπουγός Άμυνας της χώρας, Αχμέντ Ιμπν Αουάντ Αούφ. Ο Αούφ προχώρησε σε διάλυση του νομοθετικού σώματος, ανακοίνωσε πως δε θα προχωρήσει σε έκδοση του πρώην Προέδρου, διέταξε την απαγόρευση της νυχτερινής κυκλοφορίας και υποστήριξε την ανάγκη αναμονής δυο χρόνων για την πραγματοποίηση νέων εκλογών. Αντιστεκόμενοι στην προσπάθεια κατάπνιξης του κινήματος, οι διαδηλωτές έμειναν ακάθεκτοι στο αίτημα της απομάκρυνση της νέας χούντας από την πολιτική σκηνή καθώς και στην άμεση ανάγκη για δημοκρατικές εκλογές.
Πράγματι, στις 12 Απριλίου ο υπολοχαγός Αούφ, ο οποίος αποτελεί μια ανεπιθύμητη μορφή στη χώρα του λόγω της συμμετοχής του σε μια γενοκτονία της περιοχής Νταρφούρ το 2003, παραιτήθηκε. Τη θέση του ως νέος αρχηγός του προσωρινού στρατιωτικού συμβουλίου ανέλαβε ο υπολοχαγός Αμπντέλ Φάταχ αλ-Μπαρχάν. Ο νέος ηγέτης διέκοψε την απαγόρευση νυχτερινής κυκλοφορίας, διέταξε την απελευθέρωση των φυλακισμένων διαδηλωτών και μίλησε ακόμη για «πιθανό σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης». Παρά τη βελτίωση των συνθηκών και τη βαθιά συγκίνηση του λαού λόγω της απομάκρυνσης του Αούφ, τόσο η «Αφρικανική Ένωση», όσο και οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν αφήνουν κανένα περιθώριο στην συνέχιση του χουντικού καθεστώτος.
Στις 16 Απριλίου ο ελ Μπασίρ, έπειτα από καθολικά αιτήματα για τιμώρησή του, μεταφέρθηκε στη φυλακή Κόμπα της πρωτεύουσας, Χαρτούμ. Ο στρατός επίσης φαίνεται να έχει μετριάσει τις εχθροπραξίες εναντίον των διαδηλωτών, οι οποίοι ακόμα συνεχίζουν τον αγώνα τους. Η έκδοση πάντως του πρωην Προέδρου θα αποτελέσει απόφαση της νεοεκλεγμένης κυβέρνησης και όχι του στρατιωτικού συμβουλίου.
Πολύ ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο, θα ήταν να παρατηρήσουμε την γενικότερη αντίδραση της διεθνούς σκηνής σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της. Θερμοί υποστηρικτές της χούντας δεν θα ήταν άλλοι φυσικά από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Η κάποτε νότια γειτόνισσα του Σουδάν (πριν τον διαχωρισμό της χώρας σε Σουδάν και Νότιο Σουδάν) έχει μάλιστα δηλώσει την αποδοχή της για προσφορά ασύλου στον ελ-Μπασίρ σε περίπτωση απέλασής του. Οι δυτικές δυνάμεις (ΕΕ και ΗΠΑ) προς έκπληξη κανενός, υποστηρίζουν την εγκαθίδρυση δημοκρατίας μέσα από την εκλογική διαδικασία, κάτι που από ότι φαίνεται δεν απασχολεί ιδιαίτερα την Κίνα. Η τελευταία μάλιστα, έχοντας επεκτείνει σημαντικά τα τελευταία χρόνια την επίδρασή της στην Αφρική, παραμένει σύμμαχος της χώρας, άσχετα με την τελική πολιτική έκβαση.
Γεννηθείσα το 1998 στη Γεωργία, απόγονος Ποντίων προσφύγων της Σοβιετικής Ένωσης, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη όπου και σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Ως λάτρης της διεθνούς πολιτικής και ιστορίας, όποτε βρίσκει χρόνο από τις ακαδημαϊκές της ασχολίες, ταξιδεύει και λαμβάνει μέρος σε ευρωπαϊκά προγράμματα με σκοπό μια σφαιρική εικόνα της ανθρώπινης πραγματικότητας.