Του Θεοχάρη Χατζημανώλη,
Στην Ολομέλεια της βουλής έφτασε την Δευτέρα 22 Απριλίου το περίφημο νομοσχέδιο Γαβρόγλου που αναμένεται να αποφέρει θεσπέσιες ανορθωτικές μεταρρυθμίσεις στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στον τρόπο λειτουργίας των Προτύπων και Πειραματικών σχολείων. Το μόνο βέβαιο είναι πως πρόκειται για ένα ακόμα νομοσχέδιο από το οποίο, άνευ αμφιβολιών, απουσιάζει εντελώς η μακροπρόθεσμη προσήλωση που απαιτεί ο τομέας της εκπαιδευτικής πολιτικής. Αυτό που μένει να εξεταστεί είναι μήπως τελικά απουσιάζει ακόμα περισσότερο κάποια τυπική στοχοπροσήλωση.
Προς υπενθύμιση, στο νομοσχέδιο προβλέπεται η δημιουργία νέων πολυτεχνικών τμημάτων που εκτοξεύουν στα ύψη τον αριθμό των εισαγόμενων στην ανώτατη τεχνολογική εκπαίδευση (θα προκύψουν συνολικά 80 τμήματα μηχανικών ανώτατης εκπαίδευσης). Η μοίρα των ΤΕΙ παραμένει σχετικά άγνωστη, καθώς προβλέπονται ουκ ολίγες παντελώς μετέωρες συγχωνευτικές αλλαγές, αλλά και αυτόνομες «πανεπιστημοποιήσεις». Άξια αναφοράς είναι και η μέριμνα για ίδρυση μίας τέταρτης νομικής σχολής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, που συν τοις άλλοις εντείνει τον σοβαρό πληθωρισμό των εγχώριων νομικών επιστημόνων.
Για να ερμηνεύσουμε συνοπτικά: Όπου στο εκπαιδευτικό σύστημα εντοπίζεται παθογένεια, το νομοσχέδιο απαντά με την αναπαραγωγή της. Στο δυσλειτουργικό εξεταστικό σύστημα για την εισαγωγή στα ΑΕΙ, η απόκριση του υπουργείου συνίσταται όχι στην εξυγίανση του, υπό όρους ισονομίας, αλλά στην διεύρυνση των επιλογών εισαγωγής σε πανεπιστήμια – και μάλιστα χωρίς να έχουν οι νεοεγερθείσες επιλογές ερευνητικό λόγο ύπαρξης. Στο ίδιο μήκος κύματος πλέει και η άτακτη μαζική μετατροπή των ΤΕΙ σε πανεπιστήμια. Η αντιδράσεις των πρυτάνεων και των κοσμητόρων των σχολών ήταν τουλάχιστον αναμενόμενες. Η συγκριτική μείωση της ακαδημαϊκής δυναμικής της χώρας τόσο στην τεχνολογική έρευνα και εκπαίδευση, όσο και στην έρευνα στο νομικό αντικείμενο είναι μία απλή σκέψη που καθίσταται ρεαλιστική λόγω της άμβλυνσης που θα υποστεί το εκπαιδευτικό σώμα στους εν λόγω τομείς, δεδομένου και του συνόλου των ετήσιων εισαγομένων στην τριτοβάθμια. H αξία ενός ελληνικού πτυχίου πάνω στα αντικείμενα αυτά θα υποβαθμιστεί ανελλιπώς. Φυσικά, δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε εκτενή νύξη για το αντίκρυσμα των αποφοίτων των εν λόγω σχολών στην εγχώρια αγορά εργασίας. Πολυτεχνίτες που εγκαταλείπουν τη χώρα και νομικοί που μαστίζονται από ανεργία.
Παρατηρείται μία επισημοποίηση της γνωστής ειδεχθούς αντίληψης, η οποία στοχοποιεί την αριστεία και προωθεί την καταστροφική εξίσωση και ανάμειξη όλων μεταξύ τους, χωρίς κανέναν κατ’ ουσίαν περιορισμό και καμία ευκαιρία απόδειξης των δυνατοτήτων και των ικανοτήτων των υποψήφιων. Οι πανελλήνιες εξετάσεις αποτελούν καρκίνωμα της ελληνικής εκπαίδευσης. Η λύση όμως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι η εξόντωση του εκπαιδευτικού οργανισμού, μέσω μάλιστα μίας σύμπτυξης ετερόκλητων αλλαγών που θέλουν να ευαγγελίζονται τον ανύπαρκτο προοδευτικό ριζοσπαστισμό τους.
Έξτρα δώρο του πολυνομοσχεδίου επιπρόσθετα, είναι η κατάργηση των λατινικών ως μαθήματος της δευτεροβάθμιας ανθρωπιστικής εκπαίδευσης και ο ουσιαστικός αποκλεισμός τους από την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα – η δυνατότητα επιλογής τους ως μάθημα κατεύθυνσης είναι, στο πλαίσιο των πανελληνίων, μία φαιδρή εναλλακτική που αντιπροτάθηκε. Ως εκ τούτου οι ερμηνευτικές ανθρωπιστικές σχολές των ΑΕΙ (φιλολογίας, ιστορίας-αρχαιολογίας κ.ά) έχουν ένα ακόμα πρόβλημα να επιλύσουν.
Για ανακεφαλαίωση έχουμε μία σειρά άναρχα δομημένων αλλαγών, που επιφέρουν περισσότερα προβλήματα στην ελληνική εκπαίδευση (στην προκειμένη περίπτωση κυρίως στην τριτοβάθμια) από όσα επιλύουν και πολύ περισσότερο συστηματοποιούν προϋπάρχοντα προβλήματα του εκπαιδευτικού μηχανισμού, μα και της αντίληψης για την εκπαιδευτική διαδικασία. Γιατί λοιπόν ένα τέτοιο νομοσχέδιο; Η απάντηση που φαίνεται αρχικά είναι σχετικά απλή. Φυσικά ψηφοθηρία. Απλώς επιδιώκουν περισσότερους ράθυμους ανθρώπους για να τους εντάξουν στο (περήφανο πλέον;!) εκλογικό τους σώμα. Η αιτία δεν χρειάζεται να είναι πλήρως αποκομμένη από αυτή την απάντηση. Αλλά αν αναλογιστεί κανείς τις ιδεολογικές καταβολές της κυβέρνησης αυτής και τον τρόπο με τον οποίο ασκεί την πολιτική της από το 2015, δεν θα αργήσει να ανακαλύψει κι άλλα πράγματα. Δεν θα αργήσει να αντιληφθεί πως η βαθιά ριζωμένη ιδεολογική τους αντίληψη που αντανακλά μέρος του ελληνικού πληθυσμού, δεν είναι άλλη από αυτήν που τόσα χρόνια η Ελλάδα και ο νεοελληνικός πολιτισμός προσπαθεί να ξεφύγει. Η πολιτική νοοτροπία της «απόντος ρημάγματος» κατά το οποίο φταίνε οι επόμενοι και οι προηγούμενοι, ενώ παράλληλα κάθε μεταρρύθμιση που προτείνεται διαλύει κάτι από τα κατά καιρούς κεκτημένα. Αυτή τη φορά όμως η κυβέρνηση είναι αισθητά εκτεθειμένη.
Γεννήθηκε στο Λιτόχωρο Πιερίας το 1999. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Στα ενδιαφέροντα και τις δράσεις που αναπτύσσει συμπεριλαμβάνονται θεματικές ενότητες πολιτικής, ιστορίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, οικονομίας και κριτικής της τέχνης. Συμμετέχει σε πολιτικές προσομοιώσεις, επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες και ασχολείται από την παιδική του ηλικία με το θέατρο. Γνωρίζει αγγλικά και ιταλικά. Στο OffLine Post γράφει ιστορικά θέματα.