Του Θάνου Γκλαβέρη,
Στην πρόσφατη πρόταση αναθεώρησης, 157 ψήφους και το πράσινο φως για τη νέα αναθεωρητική Βουλή πήρε η εξής προσθήκη παραγράφου στο άρθρο 56 του Συντάγματος: «5. Όσοι έχουν διατελέσει βουλευτές σε τρεις διαδοχικές βουλευτικές περιόδους δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές στις αμέσως επόμενες εκλογές. Το κώλυμα της παραγράφου αυτής δεν συντρέχει για βουλευτικές περιόδους με διάρκεια μικρότερη των τριάντα δύο μηνών. Από το κώλυμα εξαιρούνται οι πρόεδροι κοινοβουλευτικών ομάδων και όσοι έχουν διατελέσει πρωθυπουργοί».
Χρήσιμο είναι καταρχάς να επισημανθεί ότι, κατά την έννοια της διάταξης, πρόκειται για προσωρινό και όχι οριστικό κώλυμα. Με λίγα λόγια, ο έχων κώλυμα να συμμετάσχει στην αμέσως επόμενη μετά την 3η συνεχή βουλευτική περίοδο βουλευτής, θα μπορεί κανονικά να λάβει μέρος στις επόμενες κοκ, μέχρι να ξαναθεμελιωθεί το κώλυμα. Βέβαια, λόγω της εξαίρεσης από την προσμέτρηση των υπολειπόμενων τα 3 έτη βουλευτικών περιόδων, η διάταξη καθίσταται πρακτικά ανεφάρμοστη. Καθώς, όπως επισημαίνεται1, αν ήταν ισχύον συνταγματικό δίκαιο, ακόμα και ο αδιαλείπτως εκλεγόμενος από τις εκλογές της 9ης Απριλίου 2000 μέχρι σήμερα βουλευτής, δεν θα είχε κώλυμα να συμμετάσχει στις προσεχείς εκλογές του 2019. Άλλωστε, κατ’ ούτως ή άλλως στενή ερμηνεία, λόγω και του σκοπού αλλά και του χαρακτήρα της διάταξης ως περιοριστικής θεμελιωδών δικαιωμάτων, η μία έστω μη εκλογή αίρει την περίπτωση κωλύματος και μάλιστα ακόμα κι αν ο βουλευτής είχε θέσει υποψηφιότητα στην συγκεκριμένη βουλευτική περίοδο ή αυτή απέβη τελικά βραχύτερη των 3 ετών. Κι αυτό γιατί η εξαίρεση του εδαφίου β’ τίθεται ως προς το κώλυμα και όχι ως προς την διαδοχικότητα των βουλευτικών περιόδων, η οποία συνιστά αυτοτελή θετική προϋπόθεση για την κατάφαση του κωλύματος.
Πέρα όμως από τα νομοτεχνικά προβλήματα, η διάταξη θέτει και μείζονες προβληματισμούς ως προς την αναγκαιότητά του. Πρώτα-πρώτα γιατί αυτό, όπως και κάθε κώλυμα εκλογιμότητας, πέρα από την προφανή προαναφερθείσα προσβολή του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, περιορίζει ταυτόχρονα και το δικαίωμα του εκλέγειν με την μείωση των επιλογών των ψηφοφόρων. Άρα για να είναι ανεκτός (όχι νομικά, καθώς δεν νοούνται στο ελληνικό δίκαιο αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος, αλλά δεοντολογικά) πρέπει να δικαιολογείται επαρκώς.
Η ratio που δίνεται από την Αιτ. Έκθεση, αλλά και την επιστήμη2 είναι η καταπολέμηση της υπερπροβολής των συνεχόμενα επανεκλεγόμενων βουλευτών αντί των προτάσεων του κόμματος, η εξουδετέρωση του αθέμιτου προβαδίσματος που αυτοί τυχόν έχουν έναντι των υπολοίπων, καθώς και η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Αν όμως έχει κάτι αξία σε όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου, είναι σε τι είδους Κοινοβούλιο αποσκοπούμε, ειδικά στα μνημονιακά χρόνια επί των οποίων τίθεται το ερώτημα.
Αν θέλουμε αφενός ένα Κοινοβούλιο αποτελούμενο από βουλευτές με πορεία (είτε επαγγελματική είτε πολιτική) ανεξάρτητη από το κόμμα, όπου θα έχουν -στα όρια του εφικτού- μια αυτοδυναμία έναντι αυτού, δυνάμενοι να λογοδοτήσουν πέρα από τη κομματική ηγεσία και έναντι των εκλογέων τους (βλ. και 60 παράγραφος 1Σ). Ή θέλουμε αφετέρου ένα Κοινοβούλιο πρωτόβγαλτων, “ιδεολογικά καθαρών“, που θα οφείλουν όμως περισσότερα στο κόμμα παρά στις τοπικές κοινωνίες (βλ. όμως 54 παράγραφος 2Σ), και που δε θα χάνουν κάθε στιγμή την ευκαιρία να ανταποδίδουν σ’ αυτό την ευγνωμοσύνη τους.
Οι πολιτικοί καριέρας, τους οποίους θέλει να πλήξει η εν λόγω πρόταση, μπορεί εν μέρει να αποτελούν κακοδαιμονία, εφόσον είναι πιθανόν πιο επιρρεπείς στη διαφθορά, όμως πριν τους καταδικάσουμε πρέπει πρώτα να εξετάσουμε και την εναλλακτική. Γιατί, στην αντίπερα όχθη, τα παιδιά του κομματικού σωλήνα, δεν έχουν για παράδειγμα διόλου το κίνητρο να καταψηφίσουν ένα κοινωνικά επιζήμιο μέτρο αντίθετα με την κυβερνητική γραμμή, έστω και υστερόβουλα αποσκοπώντας στην επανεκλογή τους από την κοινωνία. Μη έχοντας ερείσματα στην τελευταία ή κάποια αξιόλογη εναλλακτική στον επαγγελματικό στίβο έξω απ’ τη Βουλή, θα ακολουθήσουν πειθήνια το κόμμα σε κάθε ατραπό που αυτό τυχόν πάρει3. Το μέλημα των βουλευτών να επανεκλεγούν -το οποίο αυτοί στερούνται- είναι στην πραγματικότητα, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, κρίσιμη παράμετρος ελέγχου τους από την κοινωνία, βασικό αντίβαρο στην σημερινή κρίση αντιπροσώπευσης.
Παραβλέπει βέβαια η πρόταση αυτή και το εξής. Για να εκλέγονται επανειλημμένα οι εν λόγω βουλευτές από τους πολίτες, σημαίνει αντικειμενικά ότι είναι και οι άξιοι, οι αγαπητοί στο λαό. Το πραγματικά αντιδημοκρατικό είναι ακριβώς το να δυσπιστούμε προς τις επιλογές τους, αμφισβητώντας το αμάχητο τεκμήριο ορθοκρισίας που τις προσδίδει το φιλελεύθερο ιδεώδες4. Ειδικά με το να τους θέτουμε περιορισμούς στις επιλογές τους, και μάλιστα σε αυθαίρετο χρονικό σημείο, ίσως σε εκείνο ακριβώς που οι πολιτικοί έχουν επιβεβαιώσει την εμπιστοσύνη τους. Όταν ιδιαίτερα, σε εποχές έντονης απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, οι πολίτες έχουν καταδικάσει τους κομματικούς μηχανισμούς, στρέφοντας περισσότερο τις ελπίδες τους σε μεμονωμένες προσωπικότητες.
Η εναλλαγή των λαϊκών αντιπροσώπων αντίθετα παραπέμπει σε πρωτοδημοκρατικές ιδέες πόλης-κράτους, με σκοπό ο κάθε πολίτης να μπορεί να καταλαμβάνει πολιτικά αξιώματα, ώστε η έμφαση να μη δίνεται στο άτομο αλλά στην ιδιότητα. Όμως τέτοιες ιδέες είναι ασυμβίβαστες με τις σημερινές αναπόφευκτα αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, όπου το βουλεύεσθαι απαιτεί χρόνο, χρήμα και ειδικές γνώσεις και όπου ο βουλευτής μοιραία αντιπροσωπεύει τοπικά ή ταξικά συμφέροντα. Ακριβώς μέσα από την σύνθεση αυτών των αντικρουόμενων συμφερόντων ανευρίσκεται σήμερα το γενικό, και θα ‘ταν χίμαιρα σήμερα να πιστεύουμε ότι τα πρώτα δεν υπάρχουν5.
Ανακεφαλαιώνοντας, η γνώση των πεπραγμένων του υποψηφίου από τους ψηφοφόρους του είναι σήμερα η ελάχιστη εγγύηση τήρησης από αυτούς της λαϊκής εντολής. Η δε μετεξέλιξη του πολιτεύεσθαι σε επάγγελμα είναι μοιραίο αποτέλεσμα της κατανομής ρόλων στο καπιταλιστικό σύστημα, ενώ η προσπάθεια καταπολέμησης αυτού με ξύλινα σπαθιά είναι και μάταιη και άστοχη. Άλλωστε η απομάκρυνση των ανάξιων ή διεφθαρμένων πολιτικών έχει ήδη ανατεθεί στο εκλογικό σώμα, που το μόνο για το οποίο δε μπορεί να το κατηγορηθεί είναι ότι έχει φειστεί, ειδικά στα μνημονιακά χρόνια, στην αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Τελικά, και για όλους τους παραπάνω λόγους, τέτοιες πρωτοβουλίες, όπως η εδώ εξετασθείσα, βαίνουν στην πράξη αντίθετα προς τους διακηρυγμένους σκοπούς τους.
Σημείωση: Αντίθετα σκόπιμος -αν και για εντελώς διαφορετικούς λόγους- εμφανίζεται κατά την άποψη του γράφοντος, ο αντίστοιχος μετά από 3 αποχές προσωρινός περιορισμός του δικαιώματος όχι του εκλέγεσθαι αλλά του εκλέγειν. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται βίωμα στον φορέα του ότι δεν πρόκειται απλά για δικαίωμα αλλά για λειτουργία, όπου υπάρχουν συνέπειες από τη μη άσκησή του. Εν είδει ίσως μιας συλλογικής τιμωρίας κατά του “ιδιώτη” για την αδιαφορία του για τα πράγματα, με θεσμοθέτηση βέβαια της δυνατότητας να ανταποδείξει ότι κωλυόταν ή απουσίαζε κατά την αποχή (βλ. και την ποινή της “ατιμίας” στην αρχ. Αθήνα).
ΠΗΓΕΣ
1. Γιώργου Ν. Πινακίδη, Θητείες βουλευτών, constitutionalism.gr, 21 Δεκεμβρίου 2018
2. Ιφιγένειας Καμτσίδου, Η καθιέρωση ανώτατου ορίου συνολικής βουλευτικής θητείας και η ενίσχυση της δημοκρατικής αρχής. Σκέψεις για την αναθεώρηση του άρθρου 56 Συντ., ΕΔΔΔ Σεπτέμβριος 2013
3. Πέτρου Τατσόπουλου, Γιατί ασχολείσαι με την πολιτική; ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ 13-14 Απριλίου 2019.
4. Αντί πολλών John Stuart Mill (1991a) ‘On Liberty’ στον τόμο J. Gray (επιμ.) (1991) John Stuart Mill. On Liberty and Other Essays, Oξφόρδη: Oxford University Press, 84-85 “Τα άτομα έχουν καλύτερη γνώση του εαυτού τους λόγω της δυνατότητας της ενδοσκόπησης που μόνο αυτά διαθέτουν, και γνωρίζουν επίσης γενικά καλύτερα την ατομική τους βιογραφία. Συνεπώς, το κάθε άτομο είναι στην καλύτερη δυνατή θέση για να συλλάβει την ιδιαίτερη φύση του και τον άριστο τρόπο ζωής που της αρμόζει. Αυτή η ιδιαιτερότητα απονομιμοποιεί κάθε πατερναλιστική βία που εξαναγκάζει τα υποκείμενα «που δεν γνωρίζουν» να ακολουθήσουν πρακτικές και συμπεριφορές οι οποίες υποτίθεται ότι είναι αντικειμενικά για το «καλό τους.”
5. Βλ. τον σχετικό προβληματισμό σε Κώστα Χρυσόγονου, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Οκτώβριος 2014 σ.252-255, αλλά και σ. 261 όπου η λειτουργία των κομμάτων χαρακτηρίζεται ως “ο κυριότερος παράγοντας σχετικοποίησης της αντιπροσωπευτικής αρχής“
Γεννημένος το 1996 στην Θεσσαλονίκη, είναι πτυχιούχος της Νομικής ΑΠΘ, ενώ έχει φοιτήσει για ένα εξάμηνο μέσω Εράσμους και στο Capitole 1 της Τουλούζ. Πέρα από το αντικείμενο της σχολής του, ασχολείται με όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες και την πολιτική επικαιρότητα. Ομιλεί άπταιστα αγγλικά και γαλλικά.