Του Βασίλη Χατζή,
Μιλώντας για τον Διαμελισμό της Πολωνίας αναφερόμαστε στην οριστική διάλυση της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας και την κατανομή των πολωνικών εδαφών σε τρεις φάσεις, ανάμεσα στα τρία γειτονικά της κράτη και Δυνάμεις της εποχής, την Ρωσική Αυτοκρατορία, το Πρωσικό Βασίλειο και την Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Οι τρεις αυτές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις επιζητούσαν την επέκταση των συνόρων τους και η μοιρασιά των εδαφών πραγματοποιήθηκε με σκοπό την εξισορρόπηση των δυνάμεων στην περιοχή. Πράγματι, οι τρεις αυτές αυτοκρατορίες, που συνόρευαν με την Κοινοπολιτεία, φοβούνταν πως η μεταρρύθμιση που προσπάθησε να υλοποιηθεί από την ηγεσία της Κοινοπολιτείας στο διάστημα 1772 με 1795, θα αποτελούσε απειλή, καθώς θα αναβίωνε μια ισχυρή αυτοκρατορία και έφερνε στο προσκήνιο έναν νέο αντίζηλο που θα απειλούσε όχι μόνο την ακεραιότητα των συνόρων τους αλλά και των συμφερόντων τους.
Η Κοινοπολιτεία ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα είχε αποδυναμωθεί σημαντικά, σε σημείο πλέον να έχει μετατραπεί σε ένα κράτος άμεσα εξαρτώμενο από την Ρωσική Αυτοκρατορία. Η επιρροή της δεύτερης σε τέτοιο βαθμό έφτανε ώστε να καθορίζει του Πολωνούς μονάρχες αλλά και να επεμβαίνει σε ζητήματα της εσωτερικής πολιτικής της Κοινοπολιτείας. Αντιθέτως, τα γειτονικά της κράτη γνώριζαν μια πρωτοφανή ανάπτυξη, αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων που τέθηκαν σε εφαρμογή την εποχή εκείνη, και όπως ήταν φυσικό, είχαν βλέψεις στα εδάφη της αποδυναμωμένης πλέον Κοινοπολιτείας.
Το 1763 εκλέγεται βασιλιάς της Κοινοπολιτείας ο Στάνισλαβ Πονιατόφσκι ή Στάνισλαβ Β’ (1763-1795), ο τελευταίος πολωνός βασιλιάς. Η επιλογή του Στάνισλαβ Β’, κατόπιν συνεννόησης της τσαρίνας Αικατερίνης και του Φρειδερίκου Β’ της Πρωσίας, ως νέου βασιλιά δεν ήταν τυχαία. Ο ευνοούμενος της Μεγάλης Αικατερίνης αποτελούσε το πρόσωπο κλειδί για την εκπλήρωση των στόχων της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή την διαιώνιση της πολιτικής αδυναμίας της Πολωνίας και την οριστική μετατροπή της σε ρωσικό προτεκτοράτο. Όμως ο Στάνισλαβ Β’ ακολούθησε διαφορετική πολιτική. Πιο συγκεκριμένα, το 1766 επιχείρησε την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στη χώρα του με στόχο την πλήρη χειραφέτηση του κράτους του από οποιαδήποτε εξωτερική επέμβαση, κυρίως την ρωσική. Η Αικατερίνη Β’ εισέβαλε στην Πολωνία και με ευκολία νίκησε τον ανοργάνωτο και όχι ιδιαίτερα μεγάλο σε αριθμό πολωνικό στρατό, με στόχο να παρεμποδίσει την εφαρμογή οποιασδήποτε μεταρρύθμισης. Η επιτυχής ρωσική επέμβαση συμπίπτει και με την επικράτηση των Ρώσων στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1768-1774), η οποία διατάραξε την ισορροπία των δυνάμεων σε βαθμό να απειλούνται τα αυστριακά συμφέροντα και οι αυστριακές εδαφικές βλέψεις, κάτι που κινδύνευε να προκαλέσει πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στην Αυτοκρατορία της Ρωσίας και αυτής των Αψβούργων. Το 1772, με παρότρυνση του Φρειδερίκου Β’ της Πρωσίας, αποφασίστηκε η διανομή μέρους των εδαφών της Πολωνίας ανάμεσα στην Πρωσία, την Αυστρία και τη Ρωσία, αποβλέποντας έτσι στην επαναφορά της ισορροπίας των δυνάμεων στην Κεντρική Ευρώπη, αποφεύγοντας πάντοτε την προσφυγή σε πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση, και οι τρείς δυνάμεις προσάρτησαν στα εδάφη τους περιοχές καίριας σημασίας, όπως την περιοχή της Γαλικίας, που προστίθεται στα αυστριακά εδάφη, καθώς και μεγάλο τμήμα της Λιθουανίας, το οποίο κατακυρώνεται στην Ρωσία.
Η επόμενη εικοσαετία για την Κοινοπολιτεία αποτελεί μια περίοδο κατά την οποία εμφανίζεται μια ιδιαίτερη αντίφαση: από τη μια μεριά το κράτος βρίσκεται υπό διάλυση, ο λαός είναι διχασμένος, ο στρατός και η άμυνα σχεδόν ανύπαρκτοι και ο βασιλιάς αντιμετωπίζεται από τον λαό ως ένας εγκάθετος της τσαρίνας Αικατερίνης, από την άλλη όμως γνωρίζει μεγάλη πνευματική και πολιτισμική άνθιση, αποτέλεσμα εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που εισήγαγε ο βασιλιάς Στάνισλαβ Β’, πιστές πάντοτε στο πνεύμα του Διαφωτισμού. Βασική επιθυμία του βασιλιά ήταν, δίχως αμφιβολία, η εισαγωγή επιπλέον μεταρρυθμίσεων, οικονομικής και πολιτικής φύσης, με σκοπό την παλινόρθωση της Πολωνίας και την απαλλαγή της από τον ρωσικό έλεγχο.
Η Ρώσο-Πρωσική συμμαχία ήδη είχε από το 1781 διακοπεί χωρίς όμως αυτό να αποτελεί εμπόδιο για την Πρωσία να θέσει τέλος στα σχέδια της για την επέκταση των συνόρων της ανατολικά, στα πολωνικά εδάφη, με τελικό στόχο φυσικά την πόλη του Ντάνσιγκ ή Γκντάνσκ, ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Βαλτικής Θάλασσας. Η Πρωσία ώθησε του Πολωνούς πατριώτες να αντιταχθούν πιο δυναμικά στην ρωσική επέμβαση στο κράτος τους, δημιουργώντας έτσι μια αναστάτωση που θα τους βοηθούσε να διασφαλίσουν τους στόχους τους. Το 1790, με την σύναψη της συμμαχίας ανάμεσα στην Πολωνία και την Πρωσία, δόθηκε η ελπίδα στην πρώτη πως πλέον μπορούσε να βασιστεί στην υποστήριξη του νέου της συμμάχου όσο θα διεκπεραίωνε τις πολιτικές της μεταρρυθμίσεις. Οι συνθήκες ήταν κατάλληλες καθώς το κύριο εμπόδιο στις μεταρρυθμίσεις αυτές, δηλαδή η ρωσική αντίδραση, ίσως καθυστερούσε να δράσει ώστε να αποτρέψει το έργο που είχε ξεκινήσει στην Πολωνία. Πράγματι, η Ρωσία την περίοδο αυτή βρισκόταν σε πόλεμο τόσο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1787-92) όσο και με την Σουηδία(1788-90). Τον Μάιο του 1791, χωρίς την έγκριση, για μια ακόμη φορά, της αυτοκράτειρας Αικατερίνης, η πολωνική κυβέρνηση έθεσε σε ισχύ νέο Σύνταγμα που αποσκοπούσε στην καταπολέμηση και την αντικατάσταση της πολιτικής αναρχίας της χώρας με την επιβολή ενός καθεστώτος συνταγματικής μοναρχίας, εμπλουτισμένο με πληθώρα δημοκρατικών στοιχείων. Από τα στοιχεία αυτά αξίζει να αναφερθεί η, σε ένα βαθμό, εξίσωση των απλών υπηκόων με τους ευγενείς, όσον αφορά τα πολιτικά τους δικαιώματα, και η προστασία των αγροτών από το κράτος, μετριάζοντας έτσι την εκμετάλλευση τους.
Η υιοθέτηση του νέου συντάγματος δυσαρέστησε τόσο τους γείτονες της Κοινοπολιτείας, όσο και μια μερίδα συντηρητικών Πολωνών ευγενών που αντιτίθεντο στην μεταρρύθμιση του κράτους. Η Πρωσία άμεσα ακύρωσε την συμμαχία της με την Κοινοπολιτεία, ενώ η Ρωσία εισέβαλε στην Πολωνία με τη βοήθεια συμμάχων της στο εσωτερικό της χώρας. Παρά την ισχυρή και επιτυχημένη, σε ορισμένες περιπτώσεις, αντίσταση στον πόλεμο με τη Ρωσία του 1792, η Πολωνία ηττήθηκε. Τον επόμενο χρόνο υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ της Ρωσίας και την Πρωσίας που όριζε, για μια ακόμη φορά, την προσάρτηση εδαφών της Πολωνίας στις δυο αυτοκρατορίες. Πιο συγκεκριμένα, η Ρωσία προσάρτησε μεγάλο μέρος της Ανατολικής Πολωνίας και της σημερινής Λευκορωσίας και Ουκρανίας, ενώ η Πρωσία τμήματα της Δυτικής Πολωνίας, συμπεριλαμβανομένου και του Γκντάνσκ.
Ο πολωνικός λαός, εξοργισμένος τόσο από την προδοσία των ευγενών που υποστήριξαν την Ρωσία, αλλά και από την απόφαση Πρωσίας και Ρωσίας να προσαρτήσουν στην επικράτεια τους, για μία ακόμη φορά, πολωνικά εδάφη, σύντομα προέβη σε εξέγερση κατά των δυνάμεων κατοχής. Η Εξέγερση του 1794 ή αλλιώς η Εξέγερση του Κοσιούσκο (1794), που έλαβε το όνομα της από τον στρατηγό της, Ταντέους Κοσιούσκο (1746- 1817), υπήρξε μια μεγάλη στιγμή για τον πολωνικό έθνος. Η επιλογή του Κοσιούσκο δεν ήταν τυχαία καθώς είχε ήδη υπηρετήσει ως στρατηγός στην Αμερικανική Επανάσταση και αναμφίβολα διέθετε μεγαλύτερη πείρα από οποιανδήποτε άλλον για να αναλάβει το συγκεκριμένο αξίωμα. Στις 24 Μαρτίου 1794, με αφετηρία την πόλη της Κρακοβίας, ο επαναστατημένος πολωνικός λαός με αρχηγό τον Κοσιούσκο, διακήρυξε την επιθυμία του να πολεμήσει για να εκδιώξει τους Πρώσους και Ρώσους κατακτητές και να διεκδικήσει την ανεξαρτησία του.
Η Εξέγερση σύντομα εδραιώθηκε και επεκτάθηκε σε πανεθνικό επίπεδο, σημειώνοντας επιτυχίες και στα δυο μέτωπα. Οι επαναστάτες σημείωσαν μεγάλες νίκες, όπως η επιτυχής άμυνα της Βαρσοβίας, της πρωτεύουσας της Κοινοπολιτείας, κατά την δίμηνη περίπου συντονισμένη πολιορκία της (Ιούλιος-Σεπτέμβρης 1794) από πρωσικά και ρωσικά στρατεύματα. Δυστυχώς όμως αυτές δεν ήταν αρκετές ώστε να ολοκληρωθεί το έργο τους, η απόκτηση δηλαδή της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας τους. Στη μάχη του Ματσεγιόβιτς (10 Οκτωβρίου) οι Πολωνοί επαναστάτες ηττήθηκαν, ενώ ο ίδιος ο Κοσιούσκο πιάστηκε αιχμάλωτος από τον ρωσικό στρατό. Φημολογείται μάλιστα πως, αφού έπεσε από το άλογο του, ξεστόμισε τη φράση “Finis Poloniae”.
Η ήττα αυτή αποτέλεσε και την αρχή του τέλους για την Εξέγερση: επόμενη κίνηση των Ρώσων ήταν να πολιορκήσουν για δεύτερη φόρα τη Βαρσοβία, αυτή τη φορά επιτυχώς. Μετά τη μάχη στην Πράγα, ένα από τα προάστια της Βαρσοβίας, ακολούθησε η εκτέλεση Πολωνών επαναστατών αλλά και απλών πολιτών. Η Εξέγερση αποτελούσε πλέον παρελθόν ενώ το όραμα της ελευθερίας εξαφανίστηκε.
Η Αυστρία, φοβούμενη την επέκταση της Εξέγερσης στα εδάφη της, είχε ήδη αποστείλει στρατό στα σύνορα της από το καλοκαίρι του 1794. Η συντριβή των Πολωνών επαναστατών αποτέλεσε ευκαιρία για τους Αυστριακούς να βγουν κερδισμένοι από την εκ νέου κατανομή των πολωνικών εδαφών που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί. Στις 6 Ιανουαρίου του 1795 υπογράφηκε η συμφωνία μεταξύ της Ρωσίας, της Πρωσίας και της Αυστρίας για την διανομή των εναπομεινάντων πολωνικών εδαφών. Το Πρωσικό βασίλειο επεκτάθηκε ανατολικά και πλέον συμπεριλάμβανε την Βαρσοβία, η Ρωσική Αυτοκρατορία επεκτάθηκε Δυτικά, ενώ η Αυστρία κατακύρωσε το νότιο τμήμα της Πολωνίας, συμπεριλαμβανομένης και της Κρακοβίας, ενός σημαντικότατου εμπορικού, οικονομικού αλλά και καλλιτεχνικού κέντρου.
Ο Τρίτος Διαμελισμός της Πολωνίας σήμανε και το τέλος της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας. Τα εδάφη της άλλοτε ισχυρής αυτοκρατορίας τα μοιράζονταν πλέον τρεις ισχυρότατες αυτοκρατορίες. Για τα επόμενα 123 χρόνια, και μέχρι την αναβίωση της Πολωνίας ως ανεξάρτητο κράτος το 1918, ο πολωνικός λαός έμελλε να παραμείνει χωρισμένος και μοιρασμένος ανάμεσα στην Ρωσία, την Πρωσία και την Αυστρία.
Γεννηθείς το 1996. Μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στη Νεότερη Ιστορία. Κύρια ενδιαφέροντα του αποτελούν η πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία του 19ου και 20ου αιώνα, καθώς επίσης και ζητήματα της Μεταπολεμικής περιόδου. Γνωρίζει Αγγλικά, Ιταλικά και Ισπανικά.