Του Παναγιώτη Δωρή,
Στην σημερινή παγκόσμια κοινωνία του διαδικτύου οι πληροφορίες και τα νέα μεταφέρονται από τους συντάκτες στον λαό μέσα σε απειροελάχιστο χρονικό διάστημα, μερικών δευτερολέπτων. Αυτή ακριβώς είναι η επιζητούμενη πολυτέλεια που προσφέρεται μέσω της χρήσης του διαδικτύου. Παρ’ όλα αυτά, ένα νόμισμα έχει πάντοτε δύο όψεις. Διόλου απαρατήρητος περνά ο αριθμός άρθρων στον ιστόχωρο, τα οποία αναφέρονται λεπτομερώς στο ζήτημα της αποχής. Γύρω από την αποχή έχει επικρατήσει να διαδίδεται ένας αστικός μύθος, όπως λ.χ. «μας ψεκάζουν», σύμφωνα με τον οποίο, εάν στις εκλογικές διαδικασίες απέχει το 50% συν ένας από τον συνολικό αριθμό εγγεγραμμένων εκλογέων, τότε οι εκλογές καθίστανται, όχι απλά δίχως νομιμοποίηση, αλλά και άκυρες, παράνομες, προτρέποντας έτσι τους αναγνώστες να απέχουν από το δικαίωμα του εκλέγειν. Ευτυχώς, όμως, όπως προαναφέρθηκε, διάγουμε την καθημερινότητά μας στην εποχή της πληροφόρησης και ο καθένας έχει την δυνατότητα να εκτιμήσει την ορθότητα η μη του ισχυρισμού αυτών των συντακτών.
Αρχικά, οφείλουμε να ορίσουμε το περιεχόμενο βασικών εννοιών γύρω από το ζήτημα των εκλογών. Η λευκή ψήφος ή απλώς λευκό (γνωστή και ως protest vote) είναι η ψήφος που συχνά εξασκείται με τη χρήση λευκού (κενού) ψηφοδελτίου και αποτελεί μορφή διαμαρτυρίας κατά του πολιτικού συστήματος ή των κομμάτων που υπάρχουν, χωρίς συνήθως να θεωρείται και άκυρη ψήφος ή κίνηση αποχής από το εκλογικό δικαίωμα. Η άκυρη ψήφος, από την άλλη, είναι η ψήφος, η οποία εμπεριέχει κάποιου είδους νομικό ελάττωμα. Αντίθετα, η αποχή είναι η μη προσέλευση στις κάλπες κατά τις εκλογικές διαδικασίες. Όμως, εδώ υφίσταται ένα παράδοξο, το οποίο πρέπει να επισημανθεί: και οι τρεις αυτές έννοιες παράγουν κοινό αποτέλεσμα, αυτό της αποχής. Σύμφωνα με τους εκλογικούς νόμους, το λευκό προσμετρείται ως άκυρο, κάτι το οποίο εναντιώνεται στο πνεύμα του νόμου, σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 12/2005 απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, που έκρινε ότι η λευκή ψήφος αποτελεί άσκηση του εκλογικού δικαιώματος.
Με βάση τους εκλογικούς νόμους, το εκλογικό μέτρο καθορίζεται επί του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων. Αυτό τι έχει ως αποτέλεσμα; Να θεωρείται οποιοσδήποτε ψήφισε λευκό ή άκυρο απών, δηλαδή σαν να μην παρέστη ποτέ στην κάλπη. Αυτή η τακτική του νόμου αποτελεί κατάφωρη αδικία εναντίον όσων παρέστησαν, αλλά δεν ψήφισαν κάποιο κόμμα, για προσωπικούς λόγους που οι ίδιοι γνωρίζουν. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να εξαναγκάσει τον άλλον να ψηφίσει κάποιον από τους συνδυασμούς που επιθυμούν την σταυροδοσία του, ιδίως όταν η ψήφος είναι δικαίωμα και όχι υποχρέωση σύμφωνα με το Σύνταγμα και την αναθεώρηση αυτού το 2001, με την αφαίρεση των προϋπαρχουσών ποινικών κυρώσεων σε όσους απείχαν. Ο Μάιος του 2019 αποτελεί ένα «καυτό» πολιτικό μήνα, καθώς θα διεξαχθεί ο πρώτος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών, αλλά και οι Ευρωεκλογές. Το μεγάλο στοίχημα της πολιτείας είναι η μαζική προσέλευση του λαού στις κάλπες και η μείωση της αποχής. Ενδεικτικά να υπενθυμίσουμε ότι η αποχή στις ευρωεκλογές του 2009 ήταν η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη στην μεταπολιτευτική ιστορία, με ποσοστό 47,4%, ενώ στις αντίστοιχες του 2014 η αποχή κυμάνθηκε στο 40,67%. Ενδιαφέρουσα πριν την συνέχεια του ζητήματος της αποχής είναι η ιστορική αναδρομή στις εθνικές εκλογές, ώστε να εξαχθεί κάποιου είδους συμπέρασμα:
1974 20,5 1977 22,2 1981 21,4 1985 20,9 1989α 15,5 1989β 19,3 1990 20,7 1993 20,8 1996 23,7 2000 25,1 2004 23,5 2007 25,9 2009 29,1 2012α 34,9 2012β 37,5 2015α 35,1 2015β 43,4
Οι πολιτικοί επιστήμονες, κατά την άποψή μου είναι οι αρμόδιοι να αναλύσουν μη ακροθιγώς τα παραπάνω νούμερα, παρ’ όλα αυτά έχουμε την δυνατότητα να προβούμε σε ένα γενικό συμπέρασμα. Η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας οδήγησε στην πλήρη αποστροφή και απάθεια των πολιτών στους θεσμούς, εκτιμώντας ότι είναι οι κύριοι υπεύθυνοι του εκτροχιασμού της χώρας στην οικονομική πολιτική. Από το ιστορικό χαμηλό του 1989α (15,5%) φτάσαμε στο υψηλότατο 43,4% του 2015β. Βέβαια, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, στο ποσοστό αποχής οφείλουμε να συνυπολογίσουμε και την «φυσιολογική» αποχή (αποθανόντες που δεν διαγράφηκαν από τους καταλόγους, εργαζόμενοι την Κυριακή, υπερήλικες, καθώς και οι πολυάριθμοι Έλληνες του εξωτερικού, ζήτημα που θα αναλυθεί σε μελλοντικό επικείμενο άρθρο).
Καθημερινά διεξάγονται πολλές προσπάθειες κοινωνικών φορέων με στόχο να αυξήσουν την συμμετοχή στις εκλογές, την ίδια ώρα που άλλοι προτρέπουν στην αποχή, με βασικότερο σύνθημα την κήρυξη των εκλογών ως άκυρων. Κάτι τέτοιο βέβαια και δεν ευσταθεί, καθώς σε καμία διάταξη κανενός νόμου δεν ορίζεται με απόλυτη σαφήνεια ο απαιτούμενος αριθμός ψηφισάντων, ώστε να θεωρούνται νόμιμες. Άλλωστε τέτοιου είδους ενδεχόμενες διατάξεις θα θεωρούνταν αντισυνταγματικές, καθώς θα καταπατούσαν εξόφθαλμα το θεμελιώδες δικαίωμα της έκφρασης του ατόμου.
Σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν, είναι σωστό ή όχι να ψηφίζει κάποιος, εφόσον δεν επιθυμεί ή εφόσον δεν συμπορεύεται με κανένα υποψήφιο κόμμα; Η απάντηση είναι απλή: ΟΧΙ. Η αποχή είναι συνταγματικά ορθή, είναι θεμιτή, αλλά δεν αρμόζει στην κοινωνική μας ευταξία και συνοχή. Οι λόγοι της αποχής συνήθως είναι η αποδοκιμασία του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων. Διερωτώμαι όμως: Πώς αποδοκιμάζεις ένα κόμμα, όταν απουσιάζεις από τις εκλογές, δηλαδή του παραδίνεις λευκή επιταγή; Πώς ακριβώς το μέμφεσαι με την απουσία σου, την στιγμή που η μη προσέλευσή σου αυξάνει θεαματικά το ποσοστό που λαμβάνει και ταυτόχρονα την δύναμή του στο όργανο που συμμετέχει (Βουλή, Δημοτικό Συμβούλιο, Ευρωβουλή). Αυτά τα ρητορικά ερωτήματα τίθενται με σκοπό να επαναπροσδιορίσουν την στάση τους οι άνθρωποι, οι οποίοι απέχουν συνειδητά από τις εκλογικές διαδικασίες. Άλλωστε, το κατεστημένο οφείλουμε να το πολεμάμε κατά πρόσωπον και όχι με την απουσία μας.
Με το πέρας των αναλύσεων πολυάριθμα ερωτήματα γεννήθηκαν, αλλά ένα είναι ίσως το υψίστης σημασίας: Από την στιγμή που προτρέπεις να προσέλθει κάποιος στην κάλπη και να μην ψηφίσει λευκό ή άκυρο, τι να ψηφίσει; Στο σημείο αυτό καταδεικνύεται ο πολιτικός πολιτισμός που διακατέχει καθέναν μας ξεχωριστά. Ψηφίζω σημαίνει επιλέγω, εμπιστεύομαι. Εμπιστεύομαι έναν άνθρωπο, μία παράταξη και εκτιμώ ότι δύναται να βελτιώσει την κατάσταση στην χώρα μου. Μην λησμονάμε, συν τοις άλλοις, ότι και τα πολιτικά κόμματα που μας οδήγησαν στην σημερινή κατάσταση, είχαν λάβει την εξουσία διά της ψήφου του λαού, επομένως ο λαός είναι εκείνος που αποφασίζει ποιος καθίσταται εντολοδόχος του.
Αυτό που πρέπει να πράττουμε όλοι είναι η ανάγνωση των προγραμμάτων όλων των πολιτικών σχηματισμών σε όλες τις εκλογικές διαδικασίες και η διαπίστωση σύγκλησης των απόψεών μας, όχι απαραιτήτως πλήρους ταύτισης, με κάποιον συνδυασμό. Μόνο εάν γνωρίζουμε επαρκώς τις προγραμματικές δηλώσεις αυτού που ψηφίζουμε, ακόμη και μικρού σε δύναμη συνδυασμού, μπορούμε να στηρίζουμε την απόφασή μας. Και οφείλουμε να ψηφίζουμε, ακόμη εντονότερα, στην περίπτωση που επιθυμούμε την αποδοκιμασία του πολιτικού συστήματος. Κλείνοντας, επισημαίνουμε ότι οι εκλογές διεξάγονται για να αποφασίσει ο λαός ποιους επιθυμεί και όχι ποιους δεν επιθυμεί, καθώς δεν υφίσταται περιορισμός σχηματισμού πολιτικού συνδυασμού και κόμματος. Συμπερασματικά, η αποχή είναι η ασφαλέστερη οδός που εφηύρε το σύστημα για να διασφαλίσει τη διαιώνισή του και μόνο όπλο των πολιτών είναι η αθρόα συμμετοχή.
Έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο Ναύπλιο. Σπουδάζει στη Νομική σχολή του Δ.Π.Θ. Όντας πολύ καλός γνώστης αγγλικών, έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις και σε αρκετά επιστημονικά συνέδρια. Το ενδιαφέρον του κεντρίζεται γύρω από τα ζητήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και την πολιτική ενεργοποίηση των νέων.