Της Ζωής Παπακυρίτση,
Η περίοδος των εκλογών αποτελεί από την φύση της μία αμφιλεγόμενη και μετέωρη κατάσταση, κατά την οποία ένα ολόκληρο κράτος βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής. Βέβαια δεν έχουν όλες οι εκλογές την ίδια αξία και σημασία. Αναμενόμενο, θα έλεγε κανείς, ειδικά αν αναλογιστούμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο λαός καλείται να δώσει την ψήφο του. Είναι αρκετά διαφορετικό οι εκλογές να αποτελούν μια απλή διαδικασία ρουτίνας και αρκετά διαφορετικό επίσης, κάθε θετική ή αρνητική ψήφος να καθορίζει λεπτές ισορροπίες και αποφάσεις. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, θα λέγαμε πως οι εκλογές που μόλις έλαβαν χώρα στο κράτος του Ισραήλ δεν ήταν ήσσονος σημασίας, αλλά όπως φάνηκε και εκ του αποτελέσματος, θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση στην Μέση Ανατολή.
Κάνοντας μία μικρή και σύντομη αναδρομή στους τελευταίους μήνες, θα λέγαμε πως ο λαός του Ισραήλ διένυσε μία περίοδο «βομβαρδισμού» κατά την προεκλογική εκστρατεία. Από την μία πλευρά ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου, έχοντας ήδη στην πλάτη του τέσσερις συναπτές θητείες και από την άλλη ο Μπένι Γκαντς αποτελούσαν τους δύο πρωταγωνιστές του προεκλογικού αγώνα καθώς και τους δύο κυριότερους αντιπάλους, για τους οποίους μάχη «στήθος με στήθος» έδιναν όλα τα προγνωστικά. Πέρα από αυτές τις δύο δεξιές και κεντροδεξιές δυνάμεις, αντίστοιχα, και άλλοι μικρότεροι συνδυασμοί φιλοδοξούσαν να διεκδικήσουν κάποια έδρα στην Κνέσετ, εκπροσωπώντας τον αραβικό πληθυσμό είτε τις ακροδεξιές απόψεις αλλά η μάχη των δύο μεγάλων αντιπάλων έδειξε να τους επισκιάζει, καθώς ο παγκόσμιος τύπος προέβαινε συνεχώς σε δημοσιεύματα σχετικά με τα μεγαλεπήβολα σχέδια και τις υποσχέσεις τους.
Θα αναρωτιέται όμως κανείς, για ποιον λόγο άραγε όλος ο κόσμος παρακολουθούσε αυτές τις εξελίξεις και τις ισραηλινές εκλογές βήμα προς βήμα. Είναι γεγονός πως αυτή τη στιγμή η Μέση Ανατολή βρίσκεται σε εξαιρετικά επείγουσα και έκρυθμη κατάσταση, κατά την οποία ο παραμικρός λάθος χειρισμός μπορεί να αποβεί μοιραίος.
Στο επίκεντρο της προσοχής μας βρίσκεται αναπόφευκτα η «αιώνια» διαμάχη μεταξύ των κρατών του Ισραήλ και της Παλαιστίνης που αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, εάν αναλογιστούμε τον μεγάλο αριθμό συγκρούσεων και πολέμων που έχουν σημειωθεί στο παρελθόν. Εξετάζοντας τα γεγονότα από την αρχή, περίπου, της ιστορίας θα έλεγε κανείς πως αφετηρία των εντάσεων αποτέλεσε το σχέδιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την διάσπαση της Παλαιστίνης σε δύο κράτη, το αραβικό και το εβραϊκό προβλέποντας μία αυθύπαρκτη και διεθνή Ιερουσαλήμ. Βέβαια ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος που ακολούθησε αλλά και ο πόλεμος των Έξι ημερών κατέρριψαν τα ανωτέρω σχέδια εγκαινιάζοντας μία «διαρκώς εμπόλεμη» ζώνη στις περιοχές αυτές. Το σχέδιο της εγκαθίδρυσης μιας Ιερουσαλήμ «corpus separatum» απέτυχε ενώ παράλληλα το Ισραήλ κατέλαβε το Ανατολικό της τμήμα, έδαφος που κατέχει μέχρι και σήμερα.
Χωρίς αμφιβολία, καθόλου απαρατήρητο δεν περνά επίσης το ζήτημα της Λωρίδας της Γάζας, η περιοχή εκείνη που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο σύγκρουσης Ισραήλ και Παλαιστίνης. Δημιουργήθηκε με βάση τη γραμμή εκεχειρίας κατά τον πρώτο Αραβοϊσραηλινό πόλεμο, το 1948 και έκτοτε δεν έχει σταματήσει να αποτελεί ένα από τα πιο πολυσυζητημένα ζητήματα της Μέσης Ανατολής. Αμέτρητες επιθέσεις έχουν σημειωθεί στην περιοχή και ο πληθυσμός καταλήγει να ζει κάτω από ένα συνεχές καθεστώς ανασφάλειας. Από την μία πλευρά, το Ισραήλ υποστηρίζει ότι αυτές οι περιοχές είναι δίκαιο να προσαρτηθούν στο έδαφος της επικράτειάς του καθώς πέρα από τον πληθυσμό που διαμένει εκεί, τις χρησιμοποιεί και ως δίοδο για τα προϊόντα του , ενώ από την άλλη η Παλαιστίνη επικαλούμενη τον μεγάλο αριθμό παλαιστινίων που διαβιούν εκεί ζητά της προσάρτηση στα δικά της εδάφη. Ολόκληρη η διεθνής κοινότητα πλέον αμφιβάλλει.
Φτάνοντας συνεπώς στο σήμερα, και συγκεκριμένα στην 9η Απριλίου κατανοούμε την σημασία που είχαν αυτές οι εκλογές για το ισραηλινό κράτος. Οι υποσχέσεις των δύο αντιπάλων έδειχναν να διχάζουν τους ψηφοφόρους, ενώ αδιαμφισβήτητα δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την μεγαλεπήβολη προεκλογική δέσμευση του Μπέντζαμιν Νετανιάχου, σχετικά με την προσάρτηση των εβραϊκών οικισμών της Δυτικής όχθης, ένα εξίσου μεγάλο εμπόδιο για την ειρηνευτική επίλυση των διαφορών μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Η πρόταση αυτή συνάντησε έντονες επικρίσεις και πρώτα πρώτα από τον μεγάλο του αντίπαλο Μπένι Γκαντς, που απόρησε με την δήλωση αυτή αφού 13 χρόνια στην εξουσία δεν είχε γίνει καμία αντίστοιχη ενέργεια. «Πιστεύω ότι το να εκφράζεσαι επί μίας στρατηγικής και ιστορικής επιλογής κατά την διάρκεια μίας προεκλογικής εκστρατείας είναι ανεύθυνο» ,δήλωσε. Συγχρόνως μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας στέκεται απέναντι σε αυτή την προσάρτηση καθώς με βάση τους κανόνες του διεθνούς δίκαιου οι οικισμοί αυτοί έχουν κριθεί παράνομοι ήδη από την δημιουργία τους, μετά τον πόλεμο των Έξι ημερών. Παρόλα αυτά ο Νετανιάχου μένοντας πιστός στις απόψεις του και θέλοντας να ικανοποιήσει και τους εβραϊκούς πληθυσμούς εκείνης της περιοχής αλλά και τα μικρότερα δεξιά κόμματα με τα οποία πιθανά θα προχωρούσε σε κυβέρνηση συνασπισμού δεν αναίρεσε ποτέ τις προθέσεις τους.
Έτσι, στις 9 Απριλίου ο λαός του Ισραήλ κλήθηκε να λάβει μία σημαντική απόφαση, καθώς ο επόμενος ηγέτης που θα αναδεικνυόταν από την κάλπη θα αποτελούσε τον κύριο καθοδηγητή σε μία προσπάθεια λύσης των προαναφερθέντων κρίσιμων ζητημάτων. Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου, έχοντας παράλληλα και την αμέριστη υποστήριξη του Αμερικανού προέδρου Ντόναλτ Τράμπ, πέτυχε με οριακή διαφορά την νίκη, κατακτώντας ταυτόχρονα τον τίτλο του μακροβιότερου πρωθυπουργού της χώρας. Ύστερα από μία πολύωρη καταμέτρηση ψήφων, που παρουσίασε και τεχνικά προβλήματα, αυτός και το κόμμα του Λικούντ λαμβάνουν εντολή να ξεκινήσουν μία κυβέρνηση συνασπισμού υποσχόμενη να προβεί σε άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις.
Το Παλαιστινιακό αποτελεί το παλαιότερο διεθνές ζήτημα στην ατζέντα των Ηνωμένων Εθνών, από το 1947. Μένει να φανεί αν η κυβέρνηση αυτή θα κάνει βήματα προς την οριστική λύση του ζητήματος, πετυχαίνοντας την ειρηνική συνύπαρξη των δύο κρατών.