Του Γρηγόρη Ρουβά,
Η θρησκευτική διαπαιδαγώγηση των μαθητών/τριών στα σχολεία και ιδίως η κατεύθυνση που αυτή οφείλει να έχει, αποτέλεσε το κυρίαρχο ζητούμενο στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 660/2018. Ειδικότερα, την απόφαση απασχόλησε το ζήτημα της συμβατότητας της Υπουργικής Απόφασης του Υπουργού Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων σχετικά με τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στα Δημοτικά και τα Γυμνάσια της χώρας σε σχέση με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Η απόφαση, έλαβε μεν μια πρόσκαιρη δημοσιότητα, με τον χαρακτήρα της κριτικής εκ μέρους της θεωρίας, δεν της αποδόθηκε όμως η αναγκαία προσοχή ως προς το μεγάλο «πισωγύρισμα» που δημιούργησε αναφορικά με τη φύση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας και του κοσμικού ή μη χαρακτήρα του Κράτους.
Η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί τη ρίζα των ατομικών ελευθεριών. Είναι βασική ένδειξη δημοκρατίας και φιλελεύθερου πνεύματος σε μια σύγχρονη δημοκρατική χώρα. Σκοπός του παρόντος άρθρου αποτελεί η παρουσίαση της γνώμης που κυριάρχησε στη διάσκεψη του δικαστηρίου και η κριτική αυτής μέσα από την ανάλυση της αξιοσημείωτης μειοψηφίας της επίμαχης απόφασης. Σύμφωνα με την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη κατά την ανωτέρω απόφαση, ο χαρακτηρισμός της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χρηστού ως «επικρατούσας» στο άρθρο 3 του Συντάγματος καταδεικνύει, τόσο τον σπουδαίο ρόλο της ορθόδοξης εκκλησίας στην ιστορική διαδρομή του ελληνισμού, ιδίως την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, όσο και το πραγματικό γεγονός ότι την εν λόγω θρησκεία πρεσβεύει το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων πολιτών. Η διάταξη φυσικά αυτή έχει και κανονιστικό περιεχόμενο κατά την απόφαση του ΣτΕ, αφού σε ένα πρώτο επίπεδο καθιερώνεται το εθνικού εορτολογίου και οι δημόσιες και ιδιωτικές αργίες σύμφωνα με τις χριστιανικές εορτές και παραδόσεις.
Η απόφαση όμως προχωράει και ένα βήμα παρακάτω, συνδυάζοντας το άρθρο 3 του Συντάγματος, την αναφορά στην προμετωπίδα του στην «Αγία Ομοούσιο και Αδιαίρετο Τριάδα» και το άρθρο 16 παρ. 2 σχετικά με τους σκοπούς της παιδείας, στους οποίους το Σύνταγμα συγκαταλέγει την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων. Η γνώμη της πλειοψηφίας καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο χαρακτηρισμός της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χρηστού ως «επικρατούσας» συνεπάγεται την συνταγματική αναγνώριση της ως την θρησκεία της συντριπτικής πλειοψηφίας των ελλήνων πολιτών και άρα στην ανάπτυξη αυτής ακριβώς της θρησκευτικής συνειδήσεως των ελλήνων νεαρών μαθητών οφείλει να αποβλέπει η παρεχόμενη από το Κράτος παιδεία.
Επιπρόσθετα, προσφεύγει στο άρθρο 13 του ισχύοντος Συντάγματος και ιδιαίτερα πλέον στο άρθρο 2 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ, το οποίο παρέχει στους γονείς το δικαίωμα να «εξασφαλίζουν στα παιδιά τους μόρφωση και εκπαίδευση σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις» και καταλήγει στο εντυπωσιακό συμπέρασμα πως ενόψει τούτων ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης νοείται μόνον η εμπέδωση και ενίσχυση των δογμάτων, παραδόσεων και αξιών της Ορθοδοξίας και μάλιστα αφορά αποκλειστικά τους μαθητές που ασπάζονται τη συγκεκριμένη θρησκεία (ανήκοντες βέβαια στην πλειοψηφία των μαθητών) και όχι τους ετερόδοξους ( οι οποίοι διαθέτουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής στη βάση του 13 παρ. 1 Συντάγματος).
Στη βάση αυτών το ΣτΕ προβαίνει στην ανάπτυξη μιας σειράς κατευθύνσεων, τις οποίες θα πρέπει να ακολουθεί η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, ώστε να υπηρετεί τις συνταγματικές επιταγές. Ειδικότερα, θα πρέπει να διδάσκεται επί ικανό αριθμό ωρών και να παρέχει με πληρότητα,σαφήνεια και ακρίβεια τα δόγματα και τις ηθικέ αξίες του Χριστιανισμού, χωρίς να καλλιεργεί αμφιβολίες ως προς την εν λόγω πίστη, αλλά ούτε και σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων. Κατά την αντίληψη επομένως της πλειοψηφίας η συνδυασμένη ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων και των άρθρων της ΕΣΔΑ το μάθημα των Θρησκευτικών αποτελεί ένα αποκλειστικά ομολογιακό μάθημα, ως μια μορφή κατήχησης των μαθητών από το Κράτος. Η απόφαση αυτή επί της ουσίας μας οδηγεί και στο συμπέρασμα πως το ελληνικό κράτος δεν είναι θρησκευτικά ουδέτερο –ούτε καν τείνει προς αυτή την κατεύθυνση- αλλά αποτελεί ένα «Ορθόδοξο» κράτος υπό τη σκέπη της Χριστιανικής Εκκλησίας.
Κριτική στην παρούσα απόφαση της πλειοψηφίας έχει ήδη γίνει από πολλούς ανθρώπους (ακαδημαϊκούς και μη). Η γνώμη της μειοψηφίας στην απόφαση του ΣτΕ, την οποία θεωρώ και νομικά ορθότερη, αποτυπώνει εναργέστερα το πνεύμα των συνταγματικών διατάξεων, το φιλελεύθερο πρότυπο του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, οι μειοψηφούντες σύμβουλοι αρχικά επικαλούνται το εδάφιο β του άρθρου 13 παρ.1, το οποίο κατοχυρώνει τη θρησκευτική ισότητα και το δικαίωμα του καθενός να απολαμβάνει ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων όλα τα δικαιώματα που αναγνωρίζει η έννομη τάξη και μάλιστα όχι μόνο των ατομικών και πολιτικών, αλλά και των κοινωνικών, όπως είναι το δικαίωμα στην παιδεία και εκπαίδευση. Περαιτέρω το άρθρο 3 του Συντάγματος με το χαρακτηρισμό της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χρηστού ως «επικρατούσας» αναφέρεται απλώς στο πραγματικό γεγονός ότι η πλειοψηφία των ελλήνων ασπάζεται το συγκεκριμένο δόγμα, με αποτέλεσμα να έχει η διάταξη αυτή περιορισμένο κανονιστικό περιεχόμενο, κυρίως αναφορικά με το καθορισμό επίσημων εορτών και αργίων. Σε καμία περίπτωση όμως δεν επηρεάζει την άσκηση του κατοχυρωμένου με το άρθρο 13 Συντάγματος ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, ούτε μπορεί να εισάγει με το άρθρο 3 προνομιακή μεταχείριση κατηγορίας ελλήνων πολιτών (δηλαδή των Χριστιανών Ορθόδοξων) στη βάση της θρησκευτικής τους επιλογής. Το τελευταίο αντίκειται στο άρθρο 13 Συντάγματος και τα άρθρα 9 και 14 ΕΣΔΑ. Σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό η μια διάταξη να αναιρεί κανονιστικά την άλλη, αλλά η αρχή της ισοδυναμίας των συνταγματικών διατάξεων επιβάλλει την πρακτική εναρμόνιση του περιεχομένου τους.
Επιπρόσθετα, αναφορικά με το άρθρο 16 παρ. 2 Συντάγματος η μειοψηφία, προβαίνοντας ορθά στην εναρμόνιση των ανωτέρω διατάξεων (όπως και αυτής του άρθρου 2 Π.Π.Π. ΕΣΔΑ για το δικαίωμα των γονέων να παρέχουν στα παιδιά τους εκπαίδευση σύμφωνη με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις), καταλήγει στο συμπέρασμα πως με τον όρο «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» το Σύνταγμα επιβάλλει στο νομοθέτη να θεσπίσει ένα πρόγραμμα σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών, το οποίο θα επιτυγχάνει την εξοικείωση με το θρησκευτικό φαινόμενο, με έμφαση βεβαίως στην παρουσίαση των διδαγμάτων της επικρατούσας εν Ελλάδι θρησκείας. Εξαιρετικής δε σημασίας είναι και η διαπίστωση ότι ο νομοθέτης διαθέτει στο πεδίο αυτό ευρύτατη διακριτική, η οποία οριοθετείται από τους σκοπούς της εκπαίδευσης. Αυτοί είναι, μεταξύ άλλων, η «διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών» και η κατοχύρωση της ελευθερίας της σκέψης, συνείδησης και θρησκείας στο μαθητή. Αναφορικά δε με το δικαίωμα των γονέων να «φροντίζουν» για την θρησκευτική αγωγή των τέκνων τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους δεν δικαιούνται να αξιώσουν από το Κράτος την οργάνωση διδασκαλίας συγκεκριμένου περιεχομένου. Σε περίπτωση δε συγκρούσεως δικαιωμάτων, υπερτερεί το δικαίωμα του παιδιού.
Υπό το πρίσμα αυτό το πρόγραμμα των Θρησκευτικών μπορεί μεν να περιλαμβάνει πληροφορίες και γνώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα, πλην όμως η μετάδοση τους πρέπει να είναι αντικειμενική, κριτική και πλουραλιστική και να μην επιδιώκει κατηχητικό σκοπό. Σε καμία περίπτωση το Σύνταγμα και οι Διεθνείς Συμβάσεις δεν υποχρεώνουν το νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα των Θρησκευτικών ομολογιακό χαρακτήρα, διότι αυτό θα ισοδυναμούσε όχι με ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης αλλά με επιβολή αυτής. Το γεγονός αυτό αντίκειται, κατά τη μειοψηφία, στο πνεύμα και την ερμηνεία των αναλυθέντων διατάξεων, αλλά και στην αρχή της ουδετερότητας του Κράτους, όπως αυτή απορρέει από το Σύνταγμα.
Στη βάση όλων αυτών, καταλήγουμε ότι το Κράτος κατά την παροχή θρησκευτικής εκπαίδευσης απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές, δεν επιτρέπεται να επιβάλλει συγκεκριμένη «κοσμοθεωρία» ως τη μόνη ορθή και αληθινή, αλλά οφείλει τηρώντας τις αρχές της ουδετερότητας και της πολυφωνίας στην εκπαίδευση να καλλιεργεί τις προϋποθέσεις, ώστε οι μαθητές να διαμορφώσουν οι ίδιοι ελεύθερα την προσωπικότητα τους και να επιλέξουν κριτικά την δική τους αντίληψη για τον κόσμο και τη δημιουργία του. Έτσι μόνον εξυψώνεται η έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας ως θεμελιώδους ελευθερίας του ατόμου για την περαιτέρω ανάπτυξη της προσωπικότητας του.
Πηγές
- Σύνταγμα της Ελλάδος
- Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Χρυσόγονος Κ., Βλαχόποθυλος Σ., 2017
- Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα, Δαγτόγλου Π., 2012